Μια νεαρή αθλήτρια ενόργανης, που προσπαθεί απεγνωσμένα να ευχαριστήσει την απαιτητική μητέρα της, ανακαλύπτει ένα περίεργο αυγό. Το κρύβει και το κρατάει ζεστό, αλλά όταν εκκολάπτεται, αυτό που αναδύεται τους σοκάρει όλους.

Σκηνοθεσία:

Hanna Bergholm

Κύριοι Ρόλοι:

Siiri Solalinna … Tinja/Alli

Sophia Heikkila … η μητέρα

Jani Volanen … ο πατέρας

Reino Nordin … Tero

Oiva Ollila … Matias

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Ilja Rautsi

Στόρι: Hanna Bergholm

Παραγωγή: Mika Ritalahti, Nico Ritalahti, Nima Yousefi

Μουσική: Stein Berge Svendsen

Φωτογραφία: Jarkko T. Laine

Μοντάζ: Linda Jildmalm

Σκηνικά: Paivi Kettunen

Κοστούμια: Ulrika Sjolin

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Pahanhautoja
  • Ελληνικός Τίτλος: Εκκόλαψη
  • Διεθνής Τίτλος: Hatching

Παραλειπόμενα

  • Σκηνοθετικό “καλημέρα” στη μεγάλη οθόνη για τη Hanna Bergholm, μετά από 6 μικρού μήκους ταινίες.
  • Πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση για τη νεαρή πρωταγωνίστρια Siiri Solalinna.
  • Το πλάσμα είναι μια animatronic μαριονέτα, δημιουργία του Gustav Hoegen και της ομάδας του. Όσο όμως το πλάσμα μεγαλώνει, υπάρχουν κασκαντέρ που το υποκαθιστούν.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 31/8/2022

Είναι σίγουρα πολύπλευρη η αλληγορία πίσω από τον μύθο που σκηνοθετεί η Hanna Bergholm, στην πρώτη της κινηματογραφική ταινία μεγάλου μήκους. Λειτουργεί σαν μια αλλόκοτη ιστορία ενηλικίωσης, αλλά και ως μια κριτική επάνω στο σκανδιναβικό οικογενειακό μοντέλο (με κάποιες νύξεις που θα μπορούσαν να γίνουν αντιληπτές ως συντηρητικές στον πυρήνα τους), ενώ υπό ένα άλλο πρίσμα θα μπορούσε να ερμηνευτεί και σαν μια οικολογική παραβολή. Παράπλευρα αρθρώνονται και σχόλια για την υποκρισία της μεγαλοαστικής τάξης, όπως και για τη λογική του «φαίνεσθαι» που επικρατεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Υπάρχει δηλαδή ουσία, και μάλιστα αρκετή, απλά στην εκτέλεση εντοπίζονται και λάθη, ενίοτε σοβαρά, που εν μέρει δικαιολογούνται και λόγω «βαπτίσματος του πυρός» της σκηνοθέτιδος.

Ενώ η εστίαση του σεναρίου βρίσκεται φαινομενικά στο προσωπικό ταξίδι και τον ψυχισμό της νεαρής πρωταγωνίστριας, κάποιες ιδιαίτερα σημαντικές σκηνές δίνουν την αίσθηση πως -τελικά- κάτω από το «μικροσκόπιο» της Bergholm μπαίνει κυρίως η μητέρα της οικογένειας. Στο φινάλε γίνεται περισσότερο εμφανές πως -τελικά- οι δύο ηρωίδες είναι αμφότερες οι όψεις του ίδιου νομίσματος. Δύο γυναίκες που από πολύ μικρή ηλικία αναγκάστηκαν να καταπιεστούν για να ανταποκριθούν σε συγκεκριμένα κοινωνικά πρότυπα, με το γεγονός πως η μητέρα αναλαμβάνει έναν πιο άμεσο ρόλο δυνάστη δίνοντας μια έντονα τραγική διάσταση στη δυναμική της σχέσης της με την κόρη της. Η αλήθεια πάντως είναι πως χρειαζόταν ένας καλύτερος χειρισμός στις λεπτομέρειες του χαρακτήρα της μάνας, επειδή ένας λιγότερο υποψιασμένος θεατής θα μπορούσε να εκλάβει τη συμπεριφορά της μ’ έναν τέτοιο τρόπο που θα την κατέτασσε στη θέση του κακού της ιστορίας, κάτι που αποτελεί υπεραπλούστευση.

Το ότι η -εσκεμμένα ανώνυμη- μάνα ίσως να έχει το πάνω χέρι στο ότι σκιαγραφείται σε ψυχολογικό επίπεδο πιο ξεκάθαρα σε σχέση με το παιδί της από την πένα του Ilja Rautsi, αντικατοπτρίζεται και στο πεδίο των ερμηνειών. Παρότι η νεαρή Siiri Solalinna αναμειγνύει αποτελεσματικά ζωτικότητα και αμηχανία, κι αργότερα αναλαμβάνει να κάνει και μια υπέρβαση που φέρνει εις πέρας αξιοπρεπώς, την παράσταση μάλλον κλέβει η Sophia Heikkila. Η διττή φύση του ρόλου της, που εξωτερικά δείχνει ένα αλύγιστο προσωπείο κι εσωτερικά είναι ευάλωτη και ανασφαλής, στον βαθμό που καταλήγει να ενεργεί ακόμη και με οριακά κακοποιητικό τρόπο χωρίς να το αντιλαμβάνεται αυτό πλήρως, ενσαρκώνεται υποδειγματικά από την ίδια, παίζοντας σαρδόνια με τα συναισθήματα συμπάθειας και αντιπάθειας του θεατή. Από τους δεύτερους ρόλους αξίζει να γίνει αναφορά στους εξίσου αξιόλογους, για διαφορετικούς λόγους, Jani Volanen και Reino Nordin, που με τη συνεισφορά τους σχηματίζουν μια ξεκάθαρη εικόνα της οπτικής του Rautsi γύρω από το concept της αρρενωπότητας στη σημερινή κοινωνία εν γένει.

Η τεχνοτροπία που ακολουθείται έχει το ένα πόδι στην Ευρώπη και το άλλο στις ΗΠΑ. Από τη μία το σκηνοθετικό ύφος έχει μια ταιριαστή για τα δρώμενα ψυχρότητα, που αναλύει χωρίς συναισθηματισμούς τις συμπεριφορές των χαρακτήρων και που κάποιες φορές μοιάζει να τις παρατηρεί με μια μακάβρια χιουμοριστική διάθεση. Στο ίδιο πνεύμα κυμαίνεται και η χρήση του συμβολισμού, έστω κι αν θα μπορούσε σε μερικά σημεία να είναι λιγότερο προφανής σε αυτά που επισημαίνει. Από την άλλη το στοιχείο του τρόμου, με το στρατηγικά τοποθετημένο gore, τον σχεδιασμό του τέρατος και τον πειρασμό των jump-scares που δυστυχώς δεν αποφεύγεται, διαθέτει ένα περισσότερο αμερικανικό πρόσημο. Πρόκειται για μια συνένωση που αποδίδει, από την άποψη τού ότι από αυτήν προκύπτει ένα ομοιογενές φιλμ που συνδυάζει αρετές (και μερικές αδυναμίες) και των δύο σχολών.

Δεν τα κάνει όλα σωστά η Bergholm, αλλά καταφέρνει να χρησιμοποιήσει το όχημα της ταινίας τρόμου για να μεταφέρει πολλές ενδιαφέρουσες ιδέες και σκέψεις, και με τα ευρήματά της αφήνει υποσχέσεις για τη μετέπειτα κινηματογραφική της πορεία. Βάζει με το πόνημά της ένα λιθαράκι στο να ακουστεί και η γυναικεία εκδοχή σ’ ένα είδος το οποίο κατά παράδοση δεκαετιών ανδροκρατείται, τουλάχιστον στο σινεμά.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

19 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *