Μια εύπορη οικογένεια είναι ιδιοκτήτρια μιας εντυπωσιακής έπαυλης στο Καλέ της Βόρειας Γαλλίας, όχι πολύ μακριά από τους προσφυγικούς καταυλισμούς. Τα μέλη της παίζουν κρυφτούλι μεταξύ τους: ο ηλικιωμένος πάτερ φαμίλιας σχεδιάζει να δώσει τέλος στη ζωή του. Η κόρη του διαλέγει την εργασιομανία καλύπτοντας τη συναισθηματική της απονέκρωση. Ο γιος του δεν είναι ο πιστός σύζυγος που όλοι εικάζουν. Ο εγγονός του φανερώνεται ανεπαρκής σε όλα. Η 13χρονη δισέγγονη του δεν είναι τόσο αθώα όσο φαίνεται.
Σκηνοθεσία:
Michael Haneke
Κύριοι Ρόλοι:
Isabelle Huppert … Anne Laurent
Jean-Louis Trintignant … Georges Laurent
Mathieu Kassovitz … Thomas Laurent
Franz Rogowski … Pierre Laurent
Fantine Harduin … Eve Laurent
Laura Verlinden … Anais Laurent
Toby Jones … Lawrence Bradshaw
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Michael Haneke
Παραγωγή: Margaret Menegoz
Φωτογραφία: Christian Berger
Μοντάζ: Monika Willi
Σκηνικά: Olivier Radot
Κοστούμια: Catherine Leterrier
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Happy End
- Ελληνικός Τίτλος: Happy End
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
- Υποψήφιο για αντρική ερμηνεία (Jean-Louis Trintignant) και γυναικεία ερμηνεία (Isabelle Huppert) στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
- Επίσημη πρόταση της Αυστρίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Παραλειπόμενα
- Ο Michael Haneke έκανε ταινία μετά από 5 χρόνια, κάτι που αποτελούσε προσωπικό ρεκόρ απουσίας.
- Κάποιοι με την ανακοίνωση της ταινίας βιάστηκαν να μιλήσουν για σίκουελ του Αγάπη (2012) λόγω του καστ.
- Παρότι ο Jean-Louis Trintignant παράτησε την ηθοποιία από το 2003, επέστρεψε μονάχα λόγω του Michael Haneke (μετά και το Αγάπη). Θεωρούσε τον Haneke τον μεγαλύτερο εν ζωή δημιουργό και θα έπαιζε για αυτόν ακόμα και μικρό ρόλο. Ο δε Haneke θεωρεί τον γάλλο ηθοποιό έναν από τους αγαπημένους του (μαζί με τον Marlon Brando).
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 5/6/2018
Φυσικά και δεν μπορεί κανείς να αναγνωρίσει το «Happy End» ως μία από τις σπουδαιότερες δουλειές του Michael Haneke, μα αυτό δεν το μειώνει και πολύ, μια και οι δουλειές του συγκεκριμένου καλλιτέχνη ξεπερνούν το να μιλάμε απλά για έναν καλό σκηνοθέτη. Ίσως να είναι και μία από τις πλέον προσωπικές του δουλειές, αφού εδώ κρίνει πιο βατές κι άμεσες στον ίδιον καταστάσεις, όπως ο περίγυρος μιας ευκατάστατης δυτικοευρωπαϊκής οικογένειας. Και ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος για να αποδομήσει τη λεγόμενη μπουρζουαζία από τον κλασικό μπουνιουελικό…
Έτσι, παρότι δεν μπορεί κανείς να μιλήσει για κωμωδία, έχουμε καθαρή σάτιρα. Όλη η ταινία κινείται ως μια σαπουνόπερα-sitcom (διόλου τυχαία, το φιλμ συγγενεύει με το αντίστοιχο Sitcom του Ozon), όπου αυτό που χαροποιεί άμεσα έναν άνθρωπο της λαϊκής τάξης, είναι ότι ο Haneke τού λέει ξεκάθαρα ότι η διάβρωση στην πλουτοκρατία είναι ακμαιότατη και σήμερα, κι έρχεται εκ των έσω. Ότι αυτός ο κόσμος που ελέγχει οικονομικά την καθημερινότητα του μέσου πολίτη, δεν μοιάζει να αντέχει για πολύ. Με σάπια θεμέλια (ο παππούς), απατηλό παρόν (ο πατέρας και η αδελφή του) και κυρίως αμφίβολο μέλλον (ο επαναστάτης γιος και η μικρή), δύσκολα διαφαίνεται ότι θα μπορεί να συνεχίσει να κυβερνάει διαχρονικά τον πλανήτη.
Ο Haneke πιάνει όλους αυτούς τους χαρακτήρες από μια απόσταση. Υπό το ύφος, λοιπόν, μια σαπουνόπερας, χλευάζει τους ήρωες του, διασκεδάζει με την ανικανότητα τους και τα λάθη τους, ενώ ελάχιστα τους συμπονάει, ακόμα κι αν δεν τους αποκαλεί ποτέ τέρατα. Δεν τους στερεί δηλαδή την αξία τους ως πολιτισμένα όντα, δεν σου παρουσιάζει περιπτώσεις που θα νοούσες ως μία στο εκατομμύριο, δεν σε αφήνει να μπεις στη διαδικασία επιβεβαίωσης κάποιας θεωρίας συνωμοσίας από αυτές που πλάθει ο λαός και γελάει το κεφάλαιο. Επίσης, πάνω στην ίδια λογική, σου μιλάει για κανονικότατους ανθρώπους με πάθη, αμαρτίες, αλλά και προτερήματα, ώστε να δώσει και περισσότερη ουσία στη διακωμώδηση τους.
Μα, όπως είπαμε κι αρχικά, ο Haneke δεν επιλέγει να γράψει κινηματογραφική ιστορία σε αυτό το μικρό μάθημα σύγχρονης πολιτικής ανάλυσης που χαρίζει απλόχερα σε όλους (στους «πάνω» για να δουν τα χάλια τους, και στους «κάτω» για να νιώσουν πιο αισιόδοξοι και ίσως πιο περήφανοι), αφού ούτε πλατειάζει το θέμα του, ούτε το ντύνει με επιδεξιότητα πέρα της κλασικής γαλλικής φινέτσας, ούτε χρησιμοποιεί καυστικό ή μαύρο χιούμορ για να προσδώσει μια ταυτότητα στο έργο του, ούτε καν τραβάει καταστάσεις στα άκρα ώστε να εξιτάρει τον θεατή. Είναι η στάση μιας πιο ώριμης νοοτροπίας δημιουργού, που αισθάνεται ίσως ότι δεν χρειάζεται να κυνηγάει το απόλυτο από την τέχνη του, αλλά τον ικανοποιεί να βγάζει περισσότερη ακόμα ουσία από αυτήν, έστω κι αν αυτό χρειάζεται να γίνει με πιο χαλαρό τρόπο.
Βαθμολογία: