
Η ταινία ακολουθεί τη ζωή του διάσημου μποξέρ Ρομπέρτο Ντουράν, που έκανε επαγγελματικό ντεμπούτο το 1968 και σε ηλικία μόλις 16 ετών, ενώ αποσύρθηκε οριστικά το 2002 στα 50 του. Η πλέον διάσημη στιγμή του ήταν τον Ιούνιο του 1980, οπότε αναμετρήθηκε με τον θρυλικό Σούγκαρ Ρέι Λέοναρντ, κατακτώντας τον παγκόσμιο τίτλο, αλλά στη ρεβάνς στράφηκε στη γωνία του και αναφώνησε «όχι άλλο». Το φιλμ επικεντρώνεται στη σχέση του πυγμάχου με τον εξίσου θρυλικό του προπονητή Ρέι Άρσελ, και το πώς ο ένας άλλαξε τη ζωή του άλλου.
Σκηνοθεσία:
Jonathan Jakubowicz
Κύριοι Ρόλοι:
Edgar Ramirez … Roberto Duran
Robert De Niro … Ray Arcel
Usher Raymond … Sugar Ray Leonard
Oscar Jaenada … Chaflan
Jurnee Smollett-Bell … Juanita Leonard
Ellen Barkin … Stephanie Arcel
Ruben Blades … Carlos Eleta
Ana de Armas … Felicidad Iglesias
John Turturro … Frankie Carbo
Reg E. Cathey … Don King
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Jonathan Jakubowicz
Παραγωγή: Carlos Garcia de Paredes, Claudine Jakubowicz, Jonathan Jakubowicz, Jay Weisleder
Μουσική: Angelo Milli
Φωτογραφία: M.I. Littin-Menz
Μοντάζ: Ethan Maniquis
Σκηνικά: Tomas Voth
Κοστούμια: Bina Daigeler
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Hands of Stone
- Ελληνικός Τίτλος: Hands of Stone: Μαζί ως την Κορυφή
Παραλειπόμενα
- Τον αληθινό Roberto Duran τον έχουμε δει δύο φορές στον κινηματογράφο, έστω και σε περάσματα. Σε μια σύντομη σκηνή ως αντίπαλο του Ρόκι Μπαλμπόα στο Ρόκυ Νο 2 και ως Ρομπέρτο στο Οι Νύχτες του Χάρλεμ.
- Ο Robert De Niro είχε γνωριστεί με τον αληθινό Ray Arcel, τον καιρό των γυρισμάτων του Οργισμένου Ειδώλου. Πριν όμως πάρει τον ρόλο, ήταν ο Al Pacino ο βασικός υποψήφιος για αυτόν.
- Ο Gael Garcia Bernal είχε πάρει αρχικά τον πρώτο ρόλο, αλλά αντικαταστάθηκε με τον Ramirez.
- Κόστισε 20 εκατομμύρια δολάρια, αλλά έβγαλε από τα ταμεία μόλις 5.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 7/9/2016
Εξιστορώντας τη σταδιοδρομία του πυγμάχου μεσαίων βαρών Roberto Duran κι επικεντρώνοντας κυρίως στις σχέσεις του με τον προπονητή του, τον θρυλικό για το άθλημα Ray Arcel και την επί δεκαετίες σύζυγό του, Felicidad Iglesias, όπως και στην αντιπαλότητά του με τον περίφημο πρωταθλητή «Sugar» Ray Leonard, η ταινία του Jonathan Jakubowicz δεν προσπαθεί να διαφοροποιηθεί σε ύφος ιδιαίτερα από τη μέση τηλεταινία που θα καταπιανόταν με το συγκεκριμένο θέμα, με αποτελέσματα κατώτερα του αναμενόμενου για το εκτόπισμα ενός εκ των πιο διάσημων προσωπικοτήτων του σπορ αυτού.
Ύστερα από ένα ενδιαφέρον, γυρισμένο με ενέργεια και πολιτικοποιημένο πεντάλεπτο που μας ξεναγεί στην παιδική κι εφηβική ηλικία του Duran στον Παναμά, το φιλμ ακολουθεί τη γνώριμη στους εξοικειωμένους με το είδος της βιογραφίας δομή της ανόδου, της πτώσης και της επιστροφής στη δόξα, και την επιτυχία του κεντρικού της ήρωα ακολουθώντας με ευλάβεια ουκ ολίγα από τα κλισέ της λίστας μιας τυπικής ταινίας του ιδιώματος (π.χ. η αφήγηση του Ray Arcel γεμάτη φράσεις για την ουσία της πυγμαχίας, τον οποίο υποδύεται με ψυχρό επαγγελματισμό ο Robert De Niro, οι διαπληκτισμοί του ζευγαριού Duran-Iglesias όταν τα πράγματα εξελίσσονται άσχημα και η σχέση τους περνάει από κρίση, μοντάζ που περιγράφουν περιληπτικά την ανέλιξη του Duran στον κόσμο του μποξ). Η δε απόπειρα του έργου να προσπαθεί να αναπτύξει την εχθρική σχέση που προκύπτει από τον ανταγωνισμό μεταξύ Duran και Leonard είναι ημιτελής, κυρίως εξαιτίας της άχαρης κι αμήχανης ερμηνευτικής προσέγγισης του ρόλου του δεύτερου από τον ποπ-σταρ Usher Raymond (μια πολύ περίεργη επιλογή κάστινγκ είναι η αλήθεια, μια και υπάρχουν πολλοί νεαροί αφροαμερικανοί ηθοποιοί σήμερα στο Χόλιγουντ που θα μπορούσαν να αναλάβουν τον ρόλο του Sugar Ray Leonard και να κάνουν μικρά θαύματα).
Ένα άλλο βασικό πρόβλημα του έργου είναι πως εναλλάσσοντας την αφήγηση μεταξύ Duran και Arcel, δίνοντας βέβαια περισσότερη έμφαση στον πρώτο, τελικά δεν υπάρχει εστίαση σε βάθος σε κανέναν από τους δύο (μια υπο-πλοκή που αφορά τη ναρκομανή κόρη του Arcel έχει τόσο μικρό δραματικό βάρος που θα μπορούσε να λείπει εντελώς από την ταινία και να μην το προσέξει κανείς). Πρόκειται περί σοβαρού σφάλματος, μια και ο ίδιος ο χαρακτήρας του Duran όπως εμφανίζεται στο έργο αποτυπώνεται μεν και με αρνητικά χρώματα (οξύθυμος, προκλητικός, βίαιος, φτάνοντας στο σημείο μέχρι και να προσβάλλει τη σύζυγο του Leonard προκειμένου να εκμαιεύσει εχθρικά συναισθήματα από τον ίδιο), ποτέ όμως στον βαθμό ώστε να τον μισήσει ο θεατής, όπως συμβαίνει στο κατά πολύ ανώτερο και αριστουργηματικό φιλμ παρόμοιας θεματολογίας του Scorsese, «Οργισμένο Είδωλο», στο οποίο πρωταγωνιστούσε ως Jake LaMotta ο De Niro, καθιστώντας έτσι την προσέγγιση του Jakubowicz συμβατική και άτολμη, απρόθυμη να καταδυθεί στον ψυχισμό των ηρώων της. Αλλά ειδικά οι γυναικείοι χαρακτήρες, όλοι κι όλοι δύο-τρεις σε ολόκληρη την ταινία, δεν έχουν καθόλου χώρο να αναπνεύσουν, η ύπαρξή τους φαίνεται να περιορίζεται στο πώς θα καθοδηγήσουν, θα εμπνεύσουν και θα ενθαρρύνουν τους άντρες που έχουν στο πλάι τους (και στην περίπτωση της έμπειρης Ellen Barkin, που υποδύεται τη σύζυγο του Arcel, πετιέται στα σκουπίδια και μια ευκαιρία για μια πραγματικά αξιόλογη ερμηνεία λόγω του πολύ μικρού χρονικού διαστήματος εμφάνισής της στην οθόνη).
Στα θετικά προσμετρώνται τόσο η έντονη κι όμορφη δουλειά στη φωτογραφία από τον Miguel Ioann Littin Menz που είχε δουλέψει και στο πολύ επιτυχημένο στην πορεία του στη χώρα μας προ δεκαετίας «Machuca», όσο και οι σκηνές πυγμαχίας που διακατέχονται από ένταση και νεύρο. Η χημεία μαθητή-μέντορα μεταξύ De Niro και Edgar Ramirez (ο οποίος έχει ενέργεια και ζήλο στον ρόλο του Duran) πείθει, ίσως επειδή έχουν δουλέψει και πέρυσι μαζί στο «Joy» του David. O.Russell και είναι ένας από τους λόγους που σώζεται η ποιότητα του τελικού αποτελέσματος από την αποτυχία, κατακτώντας τον τίτλο της χρυσής μετριότητας, όχι γιατί δεν έχει μια αξιόλογη ιστορία να αφηγηθεί, αλλά γιατί το κάνει παρωχημένα και με προβλέψιμο τρόπο.
Βαθμολογία: