Ο βασιλιάς της Δανίας έχει δολοφονηθεί, ως συνέπεια της συνομωσίας της βασίλισσας και του αδελφού του που τώρα στέφεται ηγεμόνας της χώρας. Ο γιος του, ο πρίγκιπας Άμλετ, στοιχειώνεται από το γεγονός αλλά και το ίδιο το φάντασμα του πατέρα του, που του γνωστοποιεί το έγκλημα που έχει διαπραχθεί. Ο πρίγκιπας, μην μπορώντας να αντιδράσει άμεσα, εγκαταλείπει το βασίλειο, αλλά μέσα του καίει η φλόγα η εκδίκησης.
Σκηνοθεσία:
Grigoriy Kozintsev
Κύριοι Ρόλοι:
Innokentiy Smoktunovskiy … Hamlet
Mikhail Nazvanov … Claudius
Elza Radzina … Gertrude
Yuriy Tolubeev … Polonius
Anastasiya Vertinskaya … Ophelia
Vladimir Erenberg … Horatio
Stepan Oleksenko … Laertes
Igor Dmitriev … Rosencrantz
Vadim Medvedev … Guildenstern
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Grigoriy Kozintsev
Μουσική: Dmitri Shostakovich
Φωτογραφία: Jonas Gricius
Μοντάζ: Yevgeniya Makhankova
Σκηνικά: Yevgeni Yenej
Κοστούμια: Simon Virsaladze
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Gamlet
- Ελληνικός Τίτλος: Άμλετ
- Διεθνής Τίτλος: Hamlet
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Αμλετ (1948)
- Άμλετ (1990)
- Άμλετ (1996)
- Οφηλία (2018)
Σεναριακή Πηγή
- Θεατρικό: Hamlet του William Shakespeare.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας.
- Υποψήφιο για Bafta καλύτερης ταινίας από οποιαδήποτε προέλευση και ξένου ηθοποιού (Innokentiy Smoktunovskiy).
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Ειδικό βραβείο επιτροπής και ειδικό βραβείο αντρικής ερμηνείας (Innokentiy Smoktunovskiy).
Παραλειπόμενα
- Ο Grigori Kozintsev, ιδρυτής ως νέος μιας αβάντ-γκαρντ καλλιτεχνικής ομάδας με αιχμή τον φουτουρισμό και τον ντανταϊσμό, σχεδίαζε από το 1923 ένα πρωτοποριακό ανέβασμα του θεατρικού στο σανίδι, που όμως δεν πραγματώθηκε. Ήταν η κρίσιμη στιγμή που ο δημιουργός στράφηκε στον κινηματογράφο. Το 1941 όμως επέστρεψε στο θέατρο διασκευάζοντας Shakespeare, τον Βασιλιά Λιρ, και το 1954 το Άμλετ, αμφότερα στο Λένινγκραντ. Είχε επίσης συγγράψει το βιβλίο Σαίξπηρ: Χρόνος και Συνείδηση, μια εκτενής μελέτη πάνω στον Άμλετ.
- Ο Kozintsev έμεινε πιστός στο κείμενο και την αρχιτεκτονική του έργου, ενώ βασίστηκε πάνω στη μετάφραση που έκανε ο διάσημος συγγραφέας Boris Pasternak το 1941. Επειδή όμως μιλάμε για ένα έργο που διαρκεί σε φουλ παράσταση τέσσερις ώρες, χρειάστηκε να κόψει πολύ υλικό (όπως ολόκληρη την πρώτη σκηνή), ενώ άλλα σημεία παρουσιάζονται αποσπασματικά.
- Αντίθετα με την οσκαρική εκδοχή του Laurence Olivier από το 1948, που εξάλειψε κάθε πολιτική αναφορά, ο Άμλετ του σοβιετικού δημιουργού μοιράζεται ανάμεσα στα πολιτικά μηνύματα και τον εσωτερικό κόσμο των χαρακτήρων.
- Η κάμερα είναι σε διαρκή κίνηση, ενώ τα πλάνα τραβούν σε χρόνο (μέσος όρος 24 δευτερόλεπτα διάρκειας επί του συνόλου τους), με έμφαση στο σκηνικά εντός κι εκτός κάστρου. Δόθηκε όμως προσοχή να μην υπάρχει κάποια πανοραμική εικόνα του κάστρου, με τις περισσότερες εικόνες που το απεικονίζουν να προέρχονται από το κάστρο του Ιβάνγκοροντ, στα σύνορα Εσθονίας-Ρωσίας.
- Ενώ προτιμήθηκε να γυριστεί πάλι σε ασπρόμαυρο, έχουμε την πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του έργου σε widescreen (Sovscope, το αντίστοιχο του αμερικανικού CinemaScope), αλλά και σε τετρακάναλο στερεοφωνικό ήχο.
- Παρότι είχαμε διασκευή ενός κλασικού έργου της αγγλικής γραμματείας στα ρωσικά, η ταινία επαινέθηκε διεθνώς. Θεωρείται μάλιστα πρότυπο για τις ακαδημαϊκές σπουδές πάνω στη διασκευή ενός τόσο εγκεφαλικού έργου του Shakespeare.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 28/9/2023
Είχε ήδη αποκτήσει μυθική καλλιτεχνική υπόσταση εντός ΕΣΣΔ ο Kozintsev όταν αποφάσισε να καταπιαστεί, κινηματογραφικά αυτήν τη φορά, με τον Shakespeare (τον είχε μεταφέρει και στο σανίδι δεκαετίες πριν, όντας θεατράνθρωπος). Το να αναμετρηθεί με μια διασκευή σαν αυτή του Laurence Olivier δεν ήταν ένα εγωιστικό παιχνίδι σύγκρισης, αλλά ένα προσωπικό στοίχημα ανάδειξης μιας άλλης αντίληψης γύρω από τον κορυφαίο δραματουργό, το οποίο κέρδισε πανηγυρικά. Γιατί δεν αμφισβητείται μεν το νεύρο και η εκπληκτική τεχνική αρτιότητα του οράματος του Olivier, αλλά βλέποντας κανείς το ασύλληπτο επικό μεγαλείο πολλών εικόνων που χαρίζει ο Kozintsev (αλήθεια, πόσοι μετέπειτα κινηματογραφιστές να επηρεάστηκαν οπτικά από αυτήν την εκδοχή του φαντάσματος του πατέρα του Άμλετ;) συνειδητοποιεί και το ποια είναι η πλευρά του νικητή…
Ο μεγαλύτερος θρίαμβος του εν λόγω εγχειρήματος είναι το πόσο κινηματογραφικά μεταφράζεται ένα κείμενο που διαχρονικά έχει ταυτιστεί τόσο πολύ με ένα διαφορετικής δυναμικής μέσο. Ο χώρος «τεμαχίζεται», με πολλές εναλλαγές που επιταχύνουν και τη ροή, η θεατρικότητα «σπάει» μέσα από πολλά εξωτερικά γυρίσματα, καίριες σκηνοθετικές προσθήκες ενισχύουν τον συμβολισμό, που είναι ταυτόχρονα απλός κι εύστοχος (τα ξερόκλαδα που αντιλαμβάνεται ως διαφορετικά λουλούδια η Οφηλία, η θάλασσα ως επιστροφή του Άμλετ στην εμβρυϊκή μορφή στο φινάλε), και ως αποκορύφωμα ένα από τα μεγαλοπρεπέστερα σάουντρακ όλων των εποχών από τον Dmitri Shostakovich που αναδεικνύει το εκτόπισμα της πρωτογενούς πηγής αλλά και την εικαστική τελειομανία των λήψεων. Το χιούμορ έχει βγει εντελώς από την εξίσωση σε αντίθεση με την κατά Olivier ματιά και οι φιγούρες των ρόλων αντί για οικείες και συναισθηματικές είναι άκαμπτες και αυστηρές, τονίζεται έτσι το διαχρονικό κάποιων στοιχείων τους που τους μετατρέπει από χαρακτήρες σε παραστάσεις της αέναα επαναλαμβανόμενης ανθρώπινης κατάστασης. Ακόμη και η αλλαγή του υλικού που επικρατεί στο εσωτερικό του κάστρου, από πέτρα σε ξύλο, μοιάζει συνειδητοποιημένη από την άποψη ότι υπογραμμίζει το προσωρινό της θέσης των ηρώων, αποδομώντας μια φιλομοναρχική ανάγνωση.
Οι ερμηνείες αντικατοπτρίζουν πλήρως την εναλλακτική θεώρηση που επιλέγεται και τηρείται απαρέγκλιτα μέχρι το τέλος. Ο Άμλετ του Innokentiy Smoktunovskiy εκ πρώτης όψεως δεν μοιάζει εξίσου παθιασμένος, ασυγκράτητος, μαγνητικός με τον αντίστοιχο (και οσκαρικό) του Olivier. Τα ξεσπάσματά του είναι μετρημένα και όχι ιδιαίτερα γοητευτικά. Οι διακυμάνσεις του είναι πολλές, μέσα σε ελάχιστες στιγμές μπορεί να περάσει από την οργή στην απόλυτη θλίψη. Και όμως, παρότι είναι ένα πορτρέτο που χάνει σε φωτογένεια, κερδίζει ταυτόχρονα σε αληθοφάνεια, πείθοντας ως ένα πρόσωπο που έχει απωλέσει την ψυχολογική του διαύγεια, που κινείται στα όρια, που είναι απρόβλεπτο γι’ αυτό και διέπεται από έλλειψη αποφασιστικότητας και ορθολογισμού. Αλλά δεν είναι ο μόνος που ξεχωρίζει από το καστ: είναι δύσκολο να ξεχάσει κανείς μετά το πέρας της θέασης τη λεπτεπίλεπτη ευαλωτότητα της Anastasiya Vertinskaya που πετάει κάθε καρικατουρίστικη υπερβολή που ελλοχεύει στα σκουπίδια και προσεγγίζει με ευαισθησία το βαρύ τραγικό φορτίο της Οφηλίας. Και σίγουρα ήταν συνειδητή απόφαση εκ μέρους του Kozintsev ο Πολώνιος του Yuriy Tolubeev να μην εκπέμπει σοφία και ασφάλεια, να μην αποτελεί μια οιονεί βοηθητική ρόδα για τον θεατή ώστε να μπορέσει να ανατρέξει κάπου που να νιώθει εμπιστοσύνη ενδιάμεσα στις ανατροπές, την οδύνη και τις προδοσίες της πλοκής.
Το ανυπέρβλητο μέγεθος του Shakespeare καθιστά πάντοτε πραγματικό άθλο και την απόπειρα του να φιλτραριστεί κατάλληλα για τη μεγάλη οθόνη. Τα ίδια ερωτήματα προκύπτουν εξαιρετικά συχνά: ποιες αλλαγές θα κάνουν μια πασίγνωστη ιστορία να ξεχωρίσει από τις υπόλοιπες υπάρχουσες εκδοχές της για το πανί; Κατά πόσο πρέπει να υπάρξει σεβασμός στο πρωτότυπο λόγω «ιερότητας», και αν ακολουθηθεί ένας αιρετικός δρόμος, τι θα μπορούσε να είναι λειτουργικό στο κινηματογραφικό και κοινωνικοπολιτικό σήμερα; Τι πρέπει να τονιστεί, να υποβαθμιστεί ή να αφαιρεθεί, και με ποια κριτήρια; Το σίγουρο είναι πως σε όλα σχεδόν τα βήματά του, ο συγκεκριμένος «Άμλετ» έδωσε τις σωστές απαντήσεις ως προς το να μεγιστοποιήσει την γενικότερη αίσθηση του έργου έτσι όπως μόνο το σινεμά μπορεί να πράξει. Δίνει επίσης έμφαση (ή προσθέτει;) σε μια νοηματική που βγάζει τη γλώσσα στις ελιτίστικου τύπου αντιλήψεις γύρω από το κείμενο, δημιουργώντας κι έναν παραλληλισμό με το πώς η ίδια η έβδομη τέχνη αποτέλεσε σταδιακά την «εκδίκηση του απλοϊκού» απέναντι σε άλλες μορφές έκφρασης που με το πέρασμα του χρόνου θα «οχυρώνονταν» όλο και περισσότερο πίσω από μια εσώκλειστη ελίτ, μέσα στην αγωνία για το πώς κάτι εκλεπτυσμένο διέτρεχε τον κίνδυνο να εκλαϊκευτεί σε βαθμό αλλοίωσης κατά την ίδια (ζωγραφική, γλυπτική).
Βαθμολογία: