Ένας καθηγητής αμερικανικής καταγωγής που ζει στη Ρώμη, αναγκάζεται να νοικιάσει ένα μέρος της βίλας του στη μαρκησία Bianca Brumonti, τον εραστή της, την κόρη της και τον φίλο της κόρης της. Οι νέοι του συγκάτοικοι θα αναστατώσουν τη ζωή του, καθώς τα αμαρτωλά τους μυστικά θα τον φέρουν σε σύγκρουση με τον εαυτό του αλλά και τους φιλοξενούμενούς του.
Σκηνοθεσία:
Luchino Visconti
Κύριοι Ρόλοι:
Burt Lancaster … ο καθηγητής
Silvana Mangano … μαρκησία Bianca Brumonti
Helmut Berger … Konrad Huebel
Claudia Marsani … Lietta Brumonti
Stefano Patrizi … Stefano
Romolo Valli … Micheli
Elvira Cortese … Erminia
Claudia Cardinale … η σύζυγος του καθηγητή
Dominique Sanda … η μητέρα του καθηγητή
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Suso Cecchi D’Amico, Enrico Medioli, Luchino Visconti
Στόρι: Enrico Medioli
Παραγωγή: Giovanni Bertolucci
Μουσική: Franco Mannino
Φωτογραφία: Pasqualino De Santis
Μοντάζ: Ruggero Mastroianni
Σκηνικά: Mario Garbuglia
Κοστούμια: Vera Marzot
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Gruppo di Famiglia in un Interno
- Ελληνικός Τίτλος: Η Γοητεία της Αμαρτίας
- Διεθνής Τίτλος: Conversation Piece
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο καλύτερης ταινίας και ξένου ηθοποιού (Burt Lancaster) στα David di Donatello.
Παραλειπόμενα
- Ο τίτλος προέρχεται από ένα άτυπο είδος πινάκων του 18ου αιώνα (κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία), όπου μια σειρά ανθρώπων ποζάρουν επί ενός δικού τους τοπίου ή δωματίου. Ο Mario Praz, ένας διάσημος ακαδημαϊκός και κριτικός που είχε γράψει ένα βιβλίο πάνω σε αυτό, ήταν και η έμπνευση για τον ρόλο του καθηγητή.
- Λόγω ενός σοβαρού εγκεφαλικού επεισοδίου του Visconti το 1972, καμία ασφαλιστική εταιρία δεν αναλάμβανε να ασφαλίσει την ταινία. Έτσι, η παραγωγή ξεκίνησε μόνο αφού ο Burt Lancaster υποσχέθηκε ότι θα αναλάβει ρόλο και πίσω από την κάμερα εάν ο Visconti πάθαινε κάτι, ολοκληρώνοντας αυτός το φιλμ.
- Ο Visconti πρόσφερε αρχικά τον ρόλο της κοντέσας στην Audrey Hepburn, σε μια εποχή όμως που η σταρ δύσκολα εμφανίζονταν πλέον επί της οθόνης.
- Το γύρισμα έγινε στην αγγλική γλώσσα, αλλά η ντουμπλαρισμένη στα ιταλικά εκδοχή είναι η επίσημη. Σε αυτή δεν ακούμε τις αληθινές φωνές των Lancaster και Berger, αλλά ιταλών ηθοποιών.
- Από την οντισιόν για τη Λιέτα, διέρρευσε μια φωτογραφία με την Claudia Marsani γυμνόστηθη. Η απάντηση του σκηνοθέτη σε αυτό ήταν πως αφού επρόκειτο να κάνει γυμνή σκηνή, έπρεπε να γνωρίζει αν ήταν όμορφη και χωρίς ρούχα.
- Η ταινία είχε απαγορευθεί στην Ισπανία, όχι μόνο λόγω του γυμνού περιεχομένου, αλλά κυρίως επειδή αναφέρονταν σε διάλογο η κόρη και ο γαμπρός του δικτάτορα Francisco Franco. Αυτό ίσχυσε ως το 1983.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Η Emilia Ravaglia είναι η σοπράνο που ερμηνεύει την άρια Vorrei Spiegarvi, oh Dio! του Wolfgang Amadeus Mozart.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 15/5/2009
Ανέκαθεν ο Visconti φανέρωνε μια λατρεία προς το κλασικό και τον παλιό τρόπο σκέψης. Δύο χρόνια πριν εγκαταλείψει τα εγκόσμια, επέλεξε να φέρει την κόντρα παλιού-νέου στο σήμερα και να γίνει ορθά, έμμεσα, αλλά και καυστικά διδακτικός, πιο πολύ ίσως από ποτέ. Ο Burt Lancaster λειτουργεί ως το άλτερ-έγκο του δημιουργού και ο τόσο καλοχτισμένος του χαρακτήρας κρύβει τη στάση του επί του κόσμου και των αλλαγών που είχαν ήδη έρθει…
Η γενιά του 1968 είχε παρέλθει και στη νεολαία είχε απομείνει μια νευρική σεξουαλική επανάσταση και μια πτώση των αξιών, που μείωνε την ελπιδοφόρα της υπόσταση. Ο γηραιός ήρωας του Visconti έχει περάσει από αληθινές κακουχίες και δεν είναι ένας κακομαθημένος ήρωας, όπως οι νεότεροι. Όμως ο δημιουργός διαβλέπει και το δικό του τέλος, αφού πάνω σε αυτό αφιερώνει και το φινάλε του έργου. Μια εμμονή που είχε ήδη από τον Θάνατο στη Βενετία, λίγα χρόνια πριν (άλλωστε είχε μεσολαβήσει και ένα εγκεφαλικό). Η προσωπική κατάθεση περιλαμβάνει και την αναφορά στην ψυχοσύνθεση της τρίτης ηλικίας, με φράσεις κλειδιά από το στόμα του Lancaster.
Μιλώντας για τον Burt Lancaster, εδώ είναι ίσως ωριμότερος και καλύτερος από ποτέ. Καλύτερος κι από τον Γατόπαρδο, είναι εσωτερικός, εγκρατής, με ξεσπάσματα λεπτά και ευαίσθητα. Ιδανική η αποτύπωση της «κόντρας» στο πρόσωπο του Helmut Berger, ένας ηθοποιός-στοίχημα -και όχι μόνο- του Visconti, που όμως δεν είχε ισάξια συνέχεια μακριά από τον ιταλό μετρ. Υπάρχει και η Silvana Mangano, αλλά παρότι ο ρόλος της είναι αβανταδόρικος, δεν της ανήκει ποτέ η ταινία, ίσως επειδή ο δημιουργός προτιμούσε ανέκαθεν το αντρικό φύλο. Μια ταινία που δεν έχει ούτε ένα εξωτερικό πλάνο κι όμως δεν είναι ποτέ θεατρίζουσα, αφού αν τη φανταστούμε σε σκηνή, θα χάσουμε τη χρυσή εναλλαγή του κλασικού σκηνικού του σπιτιού του Lancaster με το ερείπιο-μοντέρνο διαμέρισμα της νεολαίας.
Μια ταινία αντιθέσεων και εσωτερικού διαπληκτισμού, που ικανοποιεί και τις δύο πλευρές, αφού ο Visconti γνωρίζει τη διαφορά του “συμβουλεύω” με το “γίνομαι διδακτικός”.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 1/4/2023
Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του Ludwig, ο Visconti υπέστη ένα εγκεφαλικό επεισόδιο που τον άφησε σχεδόν παράλυτο. Έτσι περιοριζόταν σε μια αναπηρική καρέκλα, έχοντας δυσχέρεια να ελέγξει την υλικοτεχνική μέριμνα της επόμενης ταινίας του, «Η Γοητεία της Αμαρτίας», με βάση μια ιστορία του Enrico Medioli. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Burt Lancaster που ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό χωρίς να διαβάσει καν το σενάριο είχε δεσμευτεί να αναλάβει και τη σκηνοθεσία αν επιβαρυνόταν η υγεία του Visconti.
Ο αμερικανός καθηγητής ιστορίας (Burt Lancaster), ο οποίος παραμένει ανώνυμος, ζει περιτριγυρισμένος από βιβλία, ζωγραφικούς πίνακες και μνήμες από μια πιο γεμάτη ζωή σε ένα μεγαλοπρεπές διαμέρισμα που κληρονόμησε από τη ιταλίδα μητέρα του. Έχει εμμονή με τη συλλογή βρετανικών ζωγραφικών έργων του 18ου αιώνα που απεικονίζουν στιγμές της οικογενειακής ζωής και στον κόσμο της τέχνης ονομάζονται «Conversation Pieces». Κάποια στιγμή εμφανίζεται η μαρκησία Bianca Brumonti (Silvana Mangano), αλαζονική και ματαιόδοξη, που με μεγάλη φορτικότητα και αγένεια τον πείθει να της νοικιάσει το διαμέρισμα του επάνω ορόφου. Εκεί εγκαθιστά τον νεαρό εραστή της και πρώην επαναστατημένο φοιτητή Konrad (Ηelmut Berger), τη ζωηρή έφηβη κόρη της, Lietta (Claudia Marsani), και τον πλούσιο φίλο της κόρης, Stefano (Stefano Patrizi). Έτσι η ήρεμη ρουτίνα του καθηγητή διαταράσσεται από την αλλοπρόσαλλη και χαοτική συμπεριφορά των ενοίκων. Οι «εισβολείς» εμπλέκουν τον καθηγητή στις πολυάριθμες συγκρούσεις τους, τον ενοχλούν συχνά χρησιμοποιώντας το τηλέφωνό του, σπάζοντας την ήρεμη διάθεση του παίζοντας δυνατά ροκ μουσική, επιδίδονται σε σεξουαλικά όργια και γκρεμίζουν παράνομα έναν τοίχο στο διαμέρισμα. Ο καθηγητής με στωικότητα υπομένει την ωμότητα, τη χυδαιότητα και την αγένεια γιατί αντιλαμβάνεται ότι αυτή είναι η μόνη «οικογένεια» που έχει. Ωστόσο η παρουσία του πανέμορφου Konrad ξυπνά τις λανθάνουσες ερωτικές ομοφυλοφιλικές επιθυμίες του καθηγητή, και συνειδητοποιεί την τραγική μοναξιά του καθώς η σκιά του θανάτου τον πλησιάζει.
«Τα κοράκια ζουν σε συμμορίες… ο αετός υψώνεται μόνος του» λέει ο καθηγητής για να δεχτεί την άμεση απάντηση του Κόνραντ: «Δυστυχία για τον μοναχικό άνθρωπο όταν πέσει, γιατί δεν έχει κανέναν να τον ξανασηκώσει». Αποφασίζει τότε να εγκαταλείψει τη θέση του «θεατή σε περισυλλογή» και να γίνει ένα έστω και διστακτικά δρών πρόσωπο. Αυτή είναι η αυγή της αναζωογόνησής του και η έστω και εκπρόθεσμη απόκτηση μιας «οικογένειας».
Η «Γοητεία της Αμαρτίας» ήταν ένα ακόμη έργο του Visconti που δίχασε τους κριτικούς: άλλοι το εκτιμούν ως έναν θεμελιώδη δομικό λίθο του βισκοντικού οικοδομήματος, ενώ άλλοι το θεωρούν ήσσονος αξίας, άνευρο έργο του, απόρροια και της σκηνοθετικής αδυναμίας λόγω της ασθένειας του. Η αλήθεια πάντοτε είναι κάπου στη μέση. Το σίγουρο είναι ότι το φιλμ διαθέτει μυστήριο, ποιότητα και πλούτο, και ποτέ δεν ξεπέφτει σε μια δήθεν καλλιτεχνίζουσα κενότητα.
Βαθμολογία: