H Άννα υποφέρει από αμνησία, όμως θυμάται πώς να μαγειρεύει. Βρίσκει δουλειά και φιλοξενία σε μια λαϊκή παραθαλάσσια ταβέρνα που ανήκει στον μοναχικό Ρούλα. Στην κουζίνα, ανάμεσα στις μυρωδιές των μπαχαρικών και σε παλιές ξεχασμένες συνταγές, αγωνίζεται να ξαναθυμηθεί το παρελθόν της. Τα απλά αλλά πεντανόστιμα φαγητά της ξυπνάνε αναμνήσεις στους θαμώνες και δημιουργούν δεσμούς ανάμεσα σε αυτούς και στην Άννα. Όμως τα πράγματα παίρνουν απρόσμενη τροπή όταν ο Ρούλας πέφτει τυχαία πάνω στην Πράσινη Θάλασσα και ανακαλύπτει την πραγματική ταυτότητα της Άννας.

Σκηνοθεσία:

Αγγελική Αντωνίου

Κύριοι Ρόλοι:

Αγγελική Παπούλια … Άννα

Γιάννης Τσορτέκης … Ρούλας

Τάσος Παλαντζίδης … Κυριάκος

Χρήστος Κοντογιώργης … Νικήτας

Μελέτης Γεωργιάδης … Θωμάς

Στέφανος Κοσμίδης … Ανδρέας

Βάσω Ιατροπούλου … Μάρω

Αναστασία Δένδια … Νικολέτα

Φοίβος Παπακώστας … Στάθης

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Αγγελική Αντωνίου

Παραγωγή: Αγγελική Αντωνίου, Λιλέτ Μπόταση, Jost Hering

Μουσική: Μίνως Μάτσας

Φωτογραφία: Διονύσης Ευθυμιόπουλος

Μοντάζ: Δημήτρης Πεπονής

Σκηνικά: Μιχάλης Σαμιώτης

Κοστούμια: Χρύσα Δαπόντε

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Πράσινη Θάλασσα
  • Διεθνής Τίτλος: Green Sea

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Για να Δει τη Θάλασσα της Ευγενίας Φακίνου.

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο κοινού στο φεστιβάλ του Κίτζμπουελ.

Παραλειπόμενα

  • Η Αγγελική Αντωνίου είχε να κάνει ταινία μυθοπλασίας από το 2006.
  • Τα γυρίσματα έγιναν στον Ασπρόπυργο και την Αθήνα.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 14/11/2021

Έχει «κάτι» το φιλμ της Αγγελικής Αντωνίου, και ακόμη κι αν τελικά δεν απογειώνεται ποτέ, ένα αίσθημα ζεστασιάς το αφήνει στον θεατή. Η αλληγορία πίσω από την κινηματογραφική διασκευή της ιδέας της ξαφνικής αμνησίας του μυθιστορήματος της Ευγενίας Φακίνου είναι επίτηδες «ανοιχτή» σε πολλές ερμηνείες, θα μπορούσε να αφορά από εκείνη τη γενιά που τώρα τριαντάρισε και πρόλαβε να χαρεί καιρούς με ευημερία, να ζήσει και να σπουδάσει εκτός Ελλάδας και πλέον η ίδια της η χώρα την «ξέβρασε», μέχρι την αναθεώρηση της θέσης της γυναίκας την τελευταία δεκαετία με τις αλλαγές που έφερε παγκοσμίως το τέταρτο κύμα φεμινισμού, οι οποίες ήρθαν και με σχετική χρονοκαθυστέρηση εγχωρίως.

Ο τρόπος με τον οποίο το σενάριο «αγκαλιάζει» τη λαϊκότητα των χαρακτήρων, ακόμη και όσων φαινομενικά φλερτάρουν με την καρικατούρα, που πλαισιώνουν την Άννα της Παπούλια, με τον καθένα να εκπροσωπεί και από μια διαφορετική πτυχή της Ελλάδας από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα κι έπειτα (ενδεικτικά ο μεγαλωμένος στο μεταίχμιο ανάμεσα στην καλλιτεχνικότητα και την υποκουλτούρα της δεκαετίας του 1980, ο βιοπαλαιστής που στερήθηκε οικογένειας ελέω Κατοχής κι Εμφυλίου, ο πρόσφυγας) είναι γνήσια τρυφερός. Παρατηρούνται και μερικές πινελιές καουρισμακικής σχεδόν ιδιορρυθμίας (ο «Άνθρωπος Χωρίς Παρελθόν» σίγουρα αποτέλεσε σημαντική επιρροή), προσαρμοσμένης βέβαια στο ελληνικό στοιχείο. Εκεί που χαλάει κάπως το σύνολο είναι όταν πλησιάζει το φινάλε, κυρίως γιατί παρουσιάζεται μια ελλειπτικότητα που πάει κάπως αντίθετα στο ρεύμα με όσα προηγήθηκαν, αλλά κι επειδή αλλάζει το επίκεντρο της ιστορίας για να εστιάσει αποκλειστικά στην πρωταγωνίστρια από εκεί που το μεγάλο ατού του φιλμ ήταν η χημεία ανάμεσα στην ίδια και τον Ρούλα του Γιάννη Τσορτέκη.

Το εύρημα του φαγητού ως μέσου για την επιστροφή στο γνήσιο, ανόθευτο συναίσθημα έχει ξαναγίνει και καλύτερα, ωστόσο η Αντωνίου, προς τιμήν της, προτιμάει να κάνει κάτι διαφορετικό, διαγράφοντας μια συγκεκριμένη πορεία όσον αφορά την ψυχολογία της ηρωίδας της, με κάθε πιάτο να συμβολίζει και μια μεταβολή της. Η αποτελεσματική λιτότητα της κουζίνας της Άννας ίσως συνοψίζεται και στο ύφος του φιλμ, το οποίο είναι απλό και ανεπιτήδευτο κατά το μεγαλύτερο μέρος της διάρκειάς του. Ίσως όμως είναι και εκείνη η επιμονή στη γραμμή αυτή που να αφήνει ανεξερεύνητες κάποιες από τις προαναφερθείσες προεκτάσεις της προβληματικής.

Το ερμηνευτικό ντουέτο των Παπούλια και Τσορτέκη είναι αυτό που δίνει τον ρυθμό και αποτελεί το ισχυρότερο χαρτί της «Πράσινης Θάλασσας». Η πρώτη αναμειγνύει με επιτυχία τις weird-wave καταβολές της με μια πιο γήινη προσέγγιση, αποτυπώνοντας ουσιαστικά έναν άνθρωπο στο μεταίχμιο ανάμεσα σε μια εσωτερικότητα που αποκλείει το έξωθεν για να προστατευτεί και σε μια όρεξη να ανακαλύψει τον κόσμο από την αρχή. Ο δεύτερος συνθέτει ένα εξαιρετικά ανθρώπινο πορτρέτο, αποφεύγοντας την αβανταδόρικη υπερβολή και προσφέροντας στο φιλμ μια συναισθηματική ραχοκοκαλιά, εκπέμποντας μια μελαγχολία που διαθέτει μια βιωματικού τύπου αυθεντικότητα. Αν οι προσπάθειες αμφότερων δεν ήταν εξίσου επιτυχημένες, τότε δεν θα γινόταν να επικοινωνηθεί και τόσο καλά η τόσο ιδιαίτερη αλληλεπίδραση μεταξύ των χαρακτήρων τους όπως περιγράφεται σεναριακά. Κι ακόμη και αν κάτι μένει ημιτελές στο δημιουργικό όραμα της Αντωνίου, το συγκεκριμένο δίδυμο εξασφαλίζει μια θέαση με αμείωτο ενδιαφέρον για όσο χρονικό διάστημα εμφανίζεται επί της οθόνης.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

7 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *