Στη μεταπολεμική Γερμανία, κι ενώ ακόμη η ομοφυλοφιλία τιμωρείται ως ποινικό αδίκημα, ένας άντρας φυλακίζεται ξανά και ξανά εξαιτίας των σεξουαλικών του προτιμήσεων. Καθώς η ιστορία διατρέχει είκοσι χρόνια της ζωής του, ο εγκλεισμός του μετατρέπεται σε έναν επίμονο αγώνα για επιβίωση και για τη διατήρηση του δικαιώματος σε ό,τι ο ίδιος ορίζει ως πόθο και ως ανεξαρτησία.

Σκηνοθεσία:

Sebastian Meise

Κύριοι Ρόλοι:

Franz Rogowski … Hans Hoffmann

Georg Friedrich … Viktor

Anton von Lucke … Leo Giese

Thomas Prenn … Oskar

Andreas Patton … εισαγγελέας

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Sebastian Meise, Thomas Reider

Παραγωγή: Benny Drechsel, Sabine Moser, Oliver Neumann

Μουσική: Peter Brotzmann, Nils Petter Molvaer

Φωτογραφία: Crystel Fournier

Μοντάζ: Joana Scrinzi

Σκηνικά: Michael Randel

Κοστούμια: Tanja Hausner, Andrea Holzl

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Grosse Freiheit
  • Ελληνικός Τίτλος: Μεγάλη Απόδραση
  • Διεθνής Τίτλος: Great Freedom

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο κοινού και βραβείο ΠΕΚΚ στο φεστιβάλ Αθηνών.
  • Βραβείο επιτροπής για το τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του φεστιβάλ Κανών.
  • Καλύτερη ταινία στο φεστιβάλ του Σεράγεβο.
  • Βραβείο μουσικής και φωτογραφία στα Ευρωπαϊκά Βραβεία. Υποψήφιο για αντρική ερμηνεία (Franz Rogowski).
  • Επίσημη πρόταση της Αυστρίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Έφτασε ως τις 15 επιλαχούσες.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 3/2/2022

Μια ταινία «μεγάλη» και «μικρή» ταυτόχρονα. Που, ενώ καλύπτει ένα διάστημα δεκαετιών, παρέχοντας κάποιες φευγαλέες ματιές σε μια χώρα που γνώρισε κοσμογονικές αλλαγές εντός του συγκεκριμένου χρονικού πλαισίου, επικεντρώνεται σε διαπροσωπικές σχέσεις, σε χειρονομίες και λεπτομέρειες. Που προφανώς εστιάζει στη σεξουαλική ταυτότητα του πρωταγωνιστή της, την οποία αποτυπώνει με δυναμισμό κι ευαισθησία συνάμα, αλλά μιλάει και γενικότερα για το άτομο ως μονάδα πολιτικής αμφισβήτησης. Με ένα ύφος που δεν κάνει καμία έκπτωση στον ρεαλισμό της αναπαράστασης των συνθηκών της φυλακής, ειδικά στις επώδυνες σκηνές της απομόνωσης, ο Sebastian Meise σκηνοθετεί μια ιστορία τόσο συναισθηματικά δυνατή όσο και σύνθετη σε επίπεδο παρατηρήσεων. Ο θεατρικής στόφας μινιμαλισμός των χώρων αποδεικνύεται εξαιρετικά λειτουργικός, καθώς μεγιστοποιεί τις εντάσεις και υπογραμμίζει την ανθρωποκεντρική ματιά του σεναρίου: ναι, στο αδιόρατο φόντο και σε απειροελάχιστες στιγμές υπάρχει μια κοινωνία που αλλάζει σε βάθος πολλών ετών, ο πυρήνας όμως της δραματουργίας είναι ξεκάθαρα η σύγκρουση του ασυμβίβαστου Hans με ένα σύστημα που τον καταπνίγει, και το πώς αυτή διαμορφώνει τελικά το είναι του.

Κι ενώ στον αέρα υπάρχει μια οιονεί επική εσάνς λόγω του χρόνου που καλύπτεται και κάποιων παθιασμένων εξάρσεων, ο Meise ακολουθεί μια λιτή γραμμή, που επιδρά συναισθηματικά στον θεατή με έναν υπόγειο τρόπο. Και κάπως έτσι, ενώ και τραγικές εξελίξεις υπάρχουν και σκληρότητα, στο τέλος αυτό που μένει είναι μια βαθιά, ισοπεδωτική μελαγχολία, και όχι ένα δάκρυ. Η «Μεγάλη Απόδραση» είναι μια τραγωδία για τον απόκληρο κάθε κοινωνικοπολιτικού συστήματος που δίνει έναν αγώνα εναντίον του, όχι για την υπεράσπιση ενός γενικευμένου ιδανικού, αλλά καθαρά για τη διατήρηση της υπόστασής του. Με τον μεγαλύτερο «κακό» να είναι, περισσότερο και από το ίδιο το κράτος που καταδιώκει ανελέητα τον Hans, ο χρόνος. Ο οποίος, σαν ανθρωποποιημένος θεός, μοιάζει να παρακολουθεί απαθής από ψηλά τους ανθρώπους που, υπό την εξουσία του ίδιου, μεταβάλλονται από ανάγκη, ακολουθώντας διαδρομές που δεν θα φαντάζονταν για τους εαυτούς τους πριν οι καταστάσεις τους υποχρεώσουν.

Ταυτόχρονα το δικό της εκτόπισμα έχει μέσα στην πλοκή η σχέση του πρωταγωνιστή με τον Viktor του Georg Friedrich. Πρόκειται για φιλία που σε κάποιες στιγμές βρίσκει και σεξουαλική διέξοδο; Για έρωτα που δεν ομολογείται ποτέ από καμία από τις δύο πλευρές; Για μια σχέση αλληλοϋποστήριξης από ανάγκη προκειμένου αμφότεροι οι εμπλεκόμενοι να διατηρήσουν κάτι από την ανθρωπιά τους; Επίτηδες, η φύση του δεσμού των δύο ανδρών δεν ξεκαθαρίζεται πλήρως, για να τονιστεί κατά πάσα πιθανότητα το ότι, λόγω εγκλεισμού, τα όρια ανάμεσα στους διάφορους τύπους επαφής κι επικοινωνίας είναι συγκεχυμένα, όταν δεν πρόκειται για την τυπική αλληλεπίδραση φυλακισμένου-εξουσιαζόμενου με τον εκάστοτε διοικητή-εξουσιαστή. Στις πορείες των δύο αυτών χαρακτήρων βλέπει κανείς μια σύγκριση ανάμεσα στις στάσεις ενός κομφορμιστή κι ενός αντικομφορμιστή απέναντι σε μια καταπιεστική νόρμα, την εσωτερίκευση του πόνου στον πρώτο και την αρχική αντίσταση του δεύτερου, που μεταβάλλεται σταδιακά σε μια άλλη συνθήκη που κορυφώνεται στο εξαιρετικά πεσιμιστικό φινάλε, το οποίο συνοψίζει την ουσία του φιλμ. Μια κατάληξη που έρχεται προμελετημένη από το σύστημα που την «έχτισε» με ασταμάτητη σωματική και ψυχολογική κακοποίηση, το στρατηγικό βάθος της οποίας φανερώνεται στην ολότητά του σε αυτήν την ιδιαίτερα κρίσιμη τελική σκηνή.

Θεωρητικά, η «Μεγάλη Απόδραση», λόγω σημασίας της νοηματικής και φιλοδοξίας, θα μπορούσε να αγγίξει και αριστουργηματικά ύψη, αλλά αυτό δεν συμβαίνει για δύο λόγους. Ο πρώτος βρίσκεται στην έμφαση στο προσωπικό στοιχείο, που εδώ είναι και πολιτικό βέβαια. Η ταύτιση όμως αυτών των δύο συστατικών δεν αφήνει την πολιτική διάσταση να αναπτυχθεί αυτούσια και πιο σύνθετα. Κάπως έτσι, η ταινία γίνεται πιο ευρέως προσβάσιμη μεν, αλλά και πιο απλοϊκή. Ο δεύτερος λόγος είναι η απόφαση για τη ροή της αφήγησης σε τρία κεφάλαια (1945, 1957, 1968) αντί για μια σταδιακή μετάβαση από έτος σε έτος, με αποτέλεσμα πολλές μεταβολές να φαίνονται απότομες και για αυτό όχι εντελώς πειστικές. Φυσικά, οι συγκεκριμένες αδυναμίες δεν «πληγώνουν» σε κρίσιμο βαθμό το τελικό αποτέλεσμα, απλά το αποτρέπουν από το να φτάσει στο μέγιστο των δυνατοτήτων του.

Βέβαια πρέπει να γίνει αναφορά στο βαρύ ερμηνευτικό χαρτί του Franz Rogowski, το ταλέντο του οποίου εδώ «εκρήγνυται» σε έναν ρόλο που, αν ερχόταν από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, θα έπαιρνε Όσκαρ χθες. Περνώντας από δραστικές σωματικές «μεταμορφώσεις», επιδεικνύοντας τρομερό νεύρο κι ευαλωτότητα παράλληλα, μεταδίδει τον γολγοθά του ήρωά του στον θεατή με αμεσότητα και ταυτόχρονα πείθει για την εσωτερική αλλαγή του με το πέρασμα του χρόνου. Ταυτόχρονα υπερβαίνει το ίματζ του συνεσταλμένου που του έχει «κολλήσει» από το ξεκίνημα της καριέρας του, δείχνοντας ένα εύρος που υπόσχεται πολλά για το μέλλον.

Η επίγευση του φιλμ είναι πλούσια, παρά τα δύο προαναφερθέντα «στραβοπατήματα». Είναι μια διεισδυτική ματιά σε μια εποχή που η Δύση «πατούσε» τη διαφορετικότητα περισσότερο από σήμερα, παρά τη ρητορεία περί σεβασμού της ατομικότητας, κι ένα έντονο ψυχογράφημα ενός οριακού (για αυτό και συναρπαστικού) χαρακτήρα. Ο Meise αποφεύγει την παγίδα του αβανταδόρικου και τα κλισέ του δράματος φυλακής που έχουν επικρατήσει εν γένει στη μετά Frank Darabont εποχή και κάνει σινεμά ουσιαστικό.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

8 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *