Η Monarch είναι μια κρυφή ζωολογική ομάδα που παρακολουθεί από κοντά την εξέλιξη και τη δράση μυθικών πλασμάτων που ζουν στον βυθό της θάλασσας. Ανάμεσα σε αυτά, είναι ο Γκοτζίλα που θα επιστρατευτεί και πάλι υπέρ της ανθρωπότητας, καθώς θα αντιμετωπίσει τέρατα όπως τους Μόθρα, Ροντάν αλλά και την απόλυτη νέμεσή του, τον τρικέφαλο βασιλιά Γκιντορά. Οι μάχες του θα παίξουν θεμελιώδη ρόλο στην ισορροπία του πλανήτη και το μέλλον της ανθρώπινης ύπαρξης.

Σκηνοθεσία:

Michael Dougherty

Κύριοι Ρόλοι:

Kyle Chandler … Δρ Mark Russell

Vera Farmiga … Δρ Emma Russell

Millie Bobby Brown … Madison Russell

Bradley Whitford … Δρ Rick Stanton

Sally Hawkins … Δρ Vivienne Graham

Charles Dance … Alan Jonah

Thomas Middleditch … Sam Coleman

Aisha Hinds … συνταγματάρχης Diane Foster

O’Shea Jackson Jr. … ανθυπασπιστής Jackson Barnes

David Strathairn … ναύαρχος William Stenz

Ken Watanabe … Δρ Ishiro Serizawa

Ziyi Zhang … Δρ Ilene Chen/Δρ Ling

Anthony Ramos … αρχιλοχίας Anthony Martinez

Elizabeth Faith Ludlow … ανθυπολοχαγός Lauren Griffin

Jonathan Howard … Asher Jonah

CCH Pounder … γερουσιαστής Williams

Joe Morton … Δρ Houston Brooks

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Michael Dougherty, Zach Shields

Στόρι: Max Borenstein, Michael Dougherty, Zach Shields

Παραγωγή: Alex Garcia, Jon Jashni, Mary Parent, Brian Rogers, Thomas Tull

Μουσική: Bear McCreary

Φωτογραφία: Lawrence Sher

Μοντάζ: Roger Barton, Bob Ducsay, Richard Pearson

Σκηνικά: Scott Chambliss

Κοστούμια: Louise Mingenbach

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Godzilla: King of the Monsters
  • Ελληνικός Τίτλος: Γκοτζίλα ΙΙ: Ο Βασιλιάς των Τεράτων
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Godzilla 2 [ανεπίσημος]

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

  • Χαρακτήρες: Godzilla, Ghidorah, Mothra, Rodan της Toho.

Παραλειπόμενα

  • Τρίτη ταινία του σύμπαντος MonsterVerse της Legendary και άμεσο σίκουελ του Godzilla (2014). Επίσης, 35η με ήρωα το συγκεκριμένο τέρας, αλλά μόλις τρίτη που βγαίνει από το Χόλιγουντ.
  • Το πράσινο φως για την παραγωγή άναψε μόλις με την πρεμιέρα της πρώτης ταινίας, κι ενώ αναμένονταν να επιστρέψει ο Gareth Edwards στη σκηνοθεσία (προτίθονταν αρχικά να προχωρήσει ο ίδιος σε τριλογία). Όταν αυτός αποφάσισε να μη συνεχίσει, συμπαρέσυρε και τον Aaron Taylor-Johnson.
  • Για τον σχεδιασμό του νέου Γκοτζίλα, ο Michael Dougherty είχε δηλώσει πως ήθελε να ξαναμπεί το “God” στο “Godzilla”. Επί αυτού, ανέτρεξε στον σχεδιασμό του ιαπωνικού τέρατος από το 1954.
  • Για τα κεφάλια του Κινγκ Γκίντορα έγινε χρήση του performance-capture, με ηθοποιούς να αναλαμβάνουν ο καθένας και διαφορετικό κεφάλι.
  • Τα γυρίσματα στην Ατλάντα έγιναν υπό τον μυστικό τίτλο Fathom.
  • Για τα ειδικά εφέ συνεργάστηκαν διάφορες εταιρίες: Moving Picture Company, DNEG, Method Studios, Raynault VFX, Rodeo FX και Ollin VFX. Έντονη χρήση έγινε και πρακτικών εφέ.
  • Σύμφωνα με τον Dougherty, το αρχικό μοντάζ έφτανε στις τρεις ώρες. Γι’ αυτό και ο ίδιος αναφέρονταν σε αυτό ως Godzilla: The Miniseries. Σκέψη υπήρξε επί τούτου για το ενδεχόμενο να κόβονταν η ταινία σε δύο μέρη.
  • Ο Seth Green και ο Eli Roth εμφανίζονται ως πιλότοι σε κάμεο ρόλους.
  • Αναφέρθηκε ότι η Legendary ξόδεψε 100-150 εκατομμύρια δολάρια μόνο για την προώθηση.
  • Ένα πρίκουελ κόμικ βιβλίο με τίτλο Godzilla: Aftershock κυκλοφόρησε τον Μάη του 2019. Τον ίδιο μήνα εμφανίστηκε και το art-book The Art of Godzilla: King of the Monsters.
  • NECA, Jakks Pacific και Bandai ανέλαβαν τη σειρά παιχνιδιών της ταινίας.
  • Η ταινία βγήκε και τρισδιάστατη, IMAX, RealD 3D, IMAX 3D, 4DX και ScreenX.
  • Με μπάτζετ από 150 έως 200 εκατομμύρια δολάρια, έβγαλε από τα ταμεία 386,6.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Το σάουντρακ ανοίγει μια εκδοχή του κλασικού Godzilla των Blue Öyster Cult, με τη φωνή του Serj Tankian.

Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur

Έκδοση Κειμένου: 30/5/2019

Η δεύτερη αμερικανική ανάγνωση του γιαπωνέζικου «Godzilla» το 2014 από τον Gareth Edwards (μετά από εκείνη του Emmerich το  1998) αποτέλεσε τη νέα απόπειρα της Warner Bros προς την έναρξη ενός μαρβελ-ίζοντος κινηματογραφικού σύμπαντος. Στο τελευταίο προστέθηκε το 2017 κι ο Κινγκ Κονγκ, οδεύοντας προς την αναπόφευκτη συνύπαρξη-σύγκρουσή των δύο τεράτων στο πανί που είναι προγραμματισμένη για το 2020. Μέχρι τότε, παίρνουμε μια δεύτερη γεύση της μεγάλης ραδιενεργής σαύρας, σε ένα σίκουελ που δείχνει να έχει ακούσει και προσαρμοστεί στα παράπονα των φαν για το πρώτο φιλμ, συγκεκριμένα την περιορισμένη παρουσία του Γκοτζίλα, που με το ζόρι ξεπερνούσε τα 10 λεπτά σε μια συνολική διάρκεια δύο ωρών.

Το νέο φιλμ, σε σκηνοθεσία Michael Dougherty (του συμπαθέστατου χαλοουινικού «Trick ‘r Treat»), έχει αναμφίβολα ικανοποιητικό γκοτζιλ-ικό θέαμα. Οι σκηνές των τεράτων που πλακώνονται μεταξύ τους είναι άφθονες και οπτικά φαντασμαγορικές, οι -ψηφιακές- εικόνες που σκαρφίζονται σκηνοθέτης Dougherty και φωτογράφος Lawrence Sher εκθαμβωτικές και επιβλητικότατες. Ως προς το κομμάτι της δράσης και του θεάματος, το φιλμ αξίζει αναγνώρισης της τιμιότητάς του. Γνωρίζει τι θέλει να δει το κοινό και το προσφέρει όχι μόνο απλόχερα, μα και πραγματικά καλά. Η τελική μάχη, ειδικά, είναι αρκετά επική κι ενθουσιώδης ώστε να αφήσει καλή επίγευση ακόμα και σ’ όσους έχουν πιάσει τον εαυτό τους να βαριέται λιγάκι στο ενδιάμεσο. Ας μιλήσουμε, όμως, γι’ αυτό το ενδιάμεσο…

Μέσα στην συνειδητά ανεγκέφαλη δράση τεράτων και τον πάντα ευπρόσδεκτο φόρο τιμής στα πρωτότυπα γιαπωνέζικα kaiju films, ο γενναιόδωρος σε θέαμα «Βασιλιάς των Τεράτων» αποδεικνύεται φειδωλότατος σε αφηγηματικό ενδιαφέρον κάθε φορά που η κάμερα αποτραβιέται από τα γιγάντια τέρατα για να εστιάσει στους ανθρώπινους χαρακτήρες. Αν το πρώτο φιλμ πληττόταν από τις βαρετές ιστορίες των μονοδιάστατων πρωταγωνιστών του, τότε το παρόν σίκουελ τρέφει τον νιχιλιστικό μισάνθρωπο μέσα μας, ο οποίος ελπίζει να γίνει κάθε ανθρώπινο ον επί γης κολατσιό γιαπονέζικων Λερναίων Υδρών. Κάθε διάλειμμα από την απολαυστικότατη δράση γίνεται μονάχα για να επεξηγηθεί λεκτικά η πλοκή, η οποία περιλαμβάνει πεισματικά απρόσωπους «χαρακτήρες» (ο Ken Watanabe εξακολουθεί να βρίσκεται εκεί μόνο για να προφέρει δραματικά γιαπωνέζικες λέξεις), μάταιες απόπειρες αμήχανου χιούμορ και ένα απίστευτα μη-τίμιο κακέκτυπο τετριμμένου περιβαλλοντολογικού μηνύματος. Για άλλη μια φορά, δύο κινηματογραφικές ώρες γεμίζονται με κάτι που θυμίζει αμυδρά αφήγηση και χαρακτήρες, το οποίο, σαν ψηλός κύριος στο μπροστινό κάθισμα, μάς κρύβει συνεχώς τη θέα αυτού που θέλουμε να δούμε πραγματικά -του μπαμ μπουμ.

Όποιος δίκαια αποζητά μονάχα ανεγκέφαλα εφέ και θόρυβο -πράγμα που δεν λέω καθόλου υποτιμητικά, τονίζω- ενδεχομένως να ξεχάσει τις βαρετές παρενθέσεις ανούσιου μπλα-μπλα μέχρι την ενθουσιώδη τελική μάχη. Μα και να δεχτούμε χαριστικά πως ανάγκη σοβαρής δραματουργίας δεν υπάρχει σε μια ταινία Γκοτζίλα, το φιλμ δυστυχώς δειλιάζει να αγκαλιάσει με πραγματική αυτογνωσία την -θεμιτή- βλακεία του και την κοινή αποδοχή πως όλοι για να δούμε ξύλο τεράτων ήρθαμε.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

17 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *