Του Θεού η Χώρα
- God's Own Country
- 2017
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά, Ρουμανικά
- Αισθηματική, Δραματική
- 11 Ιανουαρίου 2018
Ο Τζόνι Σάξμπι εργάζεται επί πολλές ώρες στην απόμακρη φάρμα της οικογένειας του, κάπου στα βόρεια της Αγγλίας. Ο μόνος τρόπος που ξεγελάει τη μοναχική του ύπαρξη, είναι το να πίνει πολύ τα βράδια και να αναζητά περιστασιακό σεξ. Αλλά όταν ένας όμορφος ρουμάνος μετανάστης έρχεται προσωρινά να τον βοηθήσει με τη δουλειά στη φάρμα, ο Τζόνι βρίσκεται μπροστά σε συναισθήματα που δεν είχε νιώσει ξανά. Καθώς οι δυο τους βρίσκονται ολομόναχοι να εργάζονται, μια έντονη σχέση ακμάζει και αλλάζει τη ζωή του Τζόνι για πάντα.
Σκηνοθεσία:
Francis Lee
Κύριοι Ρόλοι:
Josh O’Connor … Johnny Saxby
Alec Secareanu … Gheorghe Ionescu
Ian Hart … Martin Saxby
Gemma Jones … Deirdre Saxby
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Francis Lee
Παραγωγή: Manon Ardisson, Jack Tarling
Μουσική: Dustin O’Halloran, Adam Wiltzie
Φωτογραφία: Joshua James Richards
Μοντάζ: Chris Wyatt
Σκηνικά: Stephane Collonge
Κοστούμια: Sian Jenkins
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: God’s Own Country
Ελληνικός Τίτλος: Του Θεού η Χώρα
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Bafta καλύτερης βρετανικής ταινίας.
- Καλύτερη βρετανική ταινία στο φεστιβάλ Εδιμβούργου.
- Βραβείο σκηνοθεσίας στο παγκόσμιο τμήμα του φεστιβάλ του Sundance.
Παραλειπόμενα
- Εν μέρει, η ταινία βασίζεται σε προσωπικές εμπειρίες του δημιουργού της, Francis Lee.
- Το φιλμ απαγορεύτηκε από τα Αραβικά Εμιράτα, λόγω δύο ιδιαίτερα γραφικών σεξουαλικών σκηνών. Το ίδιο συνέβη έπειτα και σε όλη την Ανατολική Ευρώπη, εκτός από τη Ρουμανία.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Η μουσική ανήκει στο δίδυμο Dustin O’Halloran, Adam Wiltzie, οι οποίο απαρτίζουν το ambien γκρουπ των A Winged Victory for the Sullen.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 9/1/2018
Το μεγάλο προσόν του LGBT σινεμά έγκειται στο κεντρικό εύρημά του, την ύπαρξη «διαφορετικών» χαρακτήρων ή κι ενός «απαγορευμένου» ειδυλλίου που έρχεται σε σύγκρουση με έναν περίγυρο που δεν εγκρίνει κάτι τέτοιο, μια κατάσταση που δυστυχώς εδράζεται στην πραγματικότητα που επικρατεί στην πλειοψηφία των σύγχρονων κοινωνιών. Έτσι η κεντρική σύγκρουση που υπάρχει στο σενάριο κι αποτελεί το κύριο στοιχείο των περισσότερων ταινιών γενικά με μια παραδοσιακή δραματουργική δομή είναι πηγαία κι αυθεντική. Συνήθως όμως αυτή η διαμάχη μεταξύ των επιθυμιών του ατόμου και του κοινωνικού περιβάλλοντος μονοπωλεί την προβληματική αυτής της σχολής, γεγονός που δεν είναι κακό ειδικά αν ο πυρήνας του δράματος έχει μεγάλη δύναμη (στο μυαλό έρχεται το κλασικό παράδειγμα του είδους “Brokeback Mountain”) αλλά το περιορίζει κάπως θεματολογικά.
Το “God’s Own Country” ναι μεν δεν ξεφεύγει από αυτήν την παγίδα, παίρνοντας μονοπάτια γνώριμα για το ιδίωμα, όμως για πολλούς λόγους είναι ένα φιλμ που λειτουργεί εντέλει, κυρίως λόγω της συναισθηματικής ειλικρίνειας που διατρέχει το σενάριο και αντανακλάται και στις λιτές αλλά περιεκτικές ερμηνείες του πρωταγωνιστικού διδύμου, με την καθεμιά να εκπέμπει σε διαφορετικά κύματα, οδηγώντας έτσι σε μια συναρπαστική αλληλεπίδραση και χημεία που κρατάνε την ουσία του έργου στους ώμους τους. Θα πρέπει να μνημονευθούν επίσης και οι στωικές παρουσίες των Ian Hart και Gemma Jones, με τα βλέμματα και τις σιωπές τους πολλές φορές να εκφράζουν περισσότερα από το λόγο τους. Ειδικά στην περίπτωση του πρώτου το πώς φαίνεται η εξέλιξη της σχέσης του με τον κινηματογραφικό γιο του Josh O’Connor ακόμη και μέσα από τη γλώσσα του σώματός του δείχνει ένα σκηνοθέτη που αγαπάει τη λεπτομέρεια κι έχει την τύχη να διαθέτει τους κατάλληλους ηθοποιούς για να υλοποιήσουν το όραμά του. Κι αν ακόμη το πώς θα καταλήξει η πλοκή μοιάζει να προδιαγράφεται ακόμη και για όσους δεν έχουν εντρυφήσει ιδιαίτερα σε αυτήν την κατηγορία κινηματογράφου, υπάρχουν άλλες χάρες που αντισταθμίζουν αυτήν την προβλεψιμότητα και κάνουν τη διαδρομή να έχει αξία μέχρι την κατακλείδα.
Μια από αυτές είναι οι μεγάλοι συμπρωταγωνιστές που δεν είναι άλλοι από τα πανέμορφα, παρθένα φυσικά τοπία του Γιορκσάιρ όπου έγιναν τα γυρίσματα. Η επιλογή να εκτυλιχθεί το δράμα σε αυτόν το χώρο στον οποίο ο κεντρικός ήρωας εργάζεται δεν είναι καθόλου τυχαία. Οι απέραντες πεδιάδες και οι λόφοι που τον περιβάλλουν, αλλά κυρίως η πανίδα με την αφιλτράριστη, ενστικτώδη, αγνή συμπεριφορά της συμβολίζουν την επαναφορά σε μια ιδεατή αρχέγονη κατάσταση του ανθρώπου, αυτή που υπάρχει και στο βιβλίο της Γενέσεως της Παλαιάς Διαθήκης στο κομμάτι των πρωτόπλαστων Αδάμ κι Εύα. Έτσι μπορεί και να εξηγηθεί ο τίτλος του έργου, αν και η θεολογική ερμηνεία κάλλιστα μπορεί να γίνει δεκτή και ως οικολογική και φιλοζωική, καθώς οι πρωταγωνιστές βιώνουν τον έρωτα κι έρχονται σε επαφή με τα ευγενέστερα συναισθήματά τους αποτινάζοντας το εθνοτικό φράγμα που υπάρχει μεταξύ τους όντας ανάμεσα στη φύση και τα ζώα ενώ τα κατώτερα ένστικτα ξεπροβάλλουν, κυρίως όσον αφορά τον Johnny, στο ανθρωπογενές περιβάλλον ενός μπαρ. Όμως ακόμη και για κάποιον που δεν ενδιαφέρεται για αυτήν τη σημειολογία, το φιλμ είναι ούτως ή άλλως προσβάσιμο λόγω της απλότητας και της αμεσότητάς του. Ο χάρτης της ψυχοσύνθεσης των ηρώων κερδίζει πόντους κυρίως από το πως περιγράφεται ο πρωταγωνιστής: ανώριμος, εγωιστής, ρατσιστής, δεν είναι μια αναμενόμενα ευγενής φιγούρα που βρίσκεται συνήθως σε ένα ομοφυλοφιλικό ρομάντζο ώστε να εκμαιευθεί το ενδιαφέρον του θεατή πιο εύκολα για αυτήν, έτσι όμως θέτονται οι βάσεις για μια πιο ουσιαστική επένδυση από την πλευρά αυτού που παρακολουθεί που αδημονεί για μια πιθανή επερχόμενη μεταστροφή των ποιοτικών χαρακτηριστικών του ήρωα.
Κάπως έτσι, ακόμη κι όταν από μια άποψη ακολουθείται μια συνταγή, το στοίχημα κερδίζεται. Πρόκειται για μια δημιουργία με ειλικρίνεια κι ευαισθησία, ένα ξεκίνημα γεμάτο υπόσχεση για το Francis Lee.
Βαθμολογία: