Στα τέλη του 19ου αιώνα, ένας νεαρός δανός ιερέας ταξιδεύει σε ένα απομακρυσμένο μέρος της Ισλανδίας για να χτίσει μια εκκλησία και να φωτογραφίσει τους ανθρώπους της. Όμως, όσο πιο βαθιά βυθίζεται στο εσωτερικό αυτού του επιβλητικού τόπου, τόσο πιο πολύ απομακρύνεται από τον σκοπό του, την αποστολή και την ηθική του.

Σκηνοθεσία:

Hlynur Palmason

Κύριοι Ρόλοι:

Elliott Crosset Hove … πάτερ Lucas

Ingvar Sigurdsson … Ragnar

Vic Carmen Sonne … Anna

Jacob Lohmann … Carl

Ida Mekkin Hlynsdottir … Ida

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Hlynur Palmason

Παραγωγή: Eva Jakobsen, Mikkel Jersin, Katrin Pors, Anton Mani Svansson

Μουσική: Alex Zhang Hungtai

Φωτογραφία: Maria von Hausswolff

Μοντάζ: Julius Krebs Damsbo

Σκηνικά: Frosti Fridriksson

Κοστούμια: Nina Gronlund

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Vanskabte Land
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Χώρα του Θεού
  • Διεθνής Τίτλος: Godland
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Volada Land [ισλανδικά]

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του φεστιβάλ Κανών.
  • Καλύτερη ταινία στο φεστιβάλ του Σικάγο.
  • Ειδικό βραβείο στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.
  • Επίσημη πρόταση της Ισλανδίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Έφτασε ως τις 15 επιλαχούσες.

Παραλειπόμενα

  • Η ταινία δανείστηκε την έμπνευση της από μια σειρά φωτογραφιών που είχαν τραβηχτεί από ιερέα στην ισλανδική ύπαιθρο, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 23/1/2023

Εντοπίζεται μια εξέλιξη του Hlynur Palmason σε σχέση με το επίσης έξοχο «Μια Λευκή, Λευκή Μέρα», και αυτή βρίσκεται στην αντίληψή του πάνω στην κινηματογραφική εικόνα. Σίγουρα το πιο δυνατό ατού της «Χώρας του Θεού» είναι η οπτική ομορφιά που διαθέτει, η οποία πιστώνεται εν μέρει στα εκθαμβωτικά ισλανδικά τοπία, αλλά ακόμη περισσότερο στην εκπληκτική δουλειά σ’ επίπεδο φωτογραφίας που έχει γίνει από τη Maria von Hausswolff, με χρώματα άκρως σκανδιναβικά που εκπέμπουν μια αυστηρή γοητεία.

Ο σεναριακός ιστός αποτελεί ένα διαφορετικό κεφάλαιο, πιο αινιγματικό και λιγότερο προφανές. Με επίκεντρο τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα προσεγγίζεται μια μεγάλη ποικιλία θεματικών, από τη θρησκευτική πίστη και τη φύση της ερωτικής επιθυμίας μέχρι το χάσμα ανάμεσα σε πολιτισμούς και τους έμφυλους ρόλους. Το πορτρέτο που φιλοτεχνείται γύρω από αυτόν είναι συναρπαστικά αντιφατικό και πολυσχιδές, διασχίζοντας μεγάλες διαδρομές από τις εσωτερικευμένες ενοχές και την αφέλεια της νιότης μέχρι τη συσσωρευμένη οργή. Ο Palmason όμως είναι εσκεμμένα ελλειπτικός ως προς τα συμπεράσματα που εξάγει μέσω του προβληματισμού του, έχοντας εμπιστοσύνη στον θεατή ώστε να ενώσει ο ίδιος τις τελείες όσον αφορά την ψυχολογία του κεντρικού ήρωα αλλά και άλλων προσώπων. Και η κλιμάκωση που επιλέγει για την ιστορία του, όσο κι αν φαίνεται ότι βρίσκεται σε αντίθεση με το αποστασιοποιημένο, χαμηλόφωνό του ύφος, προκύπτει απολύτως φυσικά μέσα από το ανελέητα καταπιεστικό περιβάλλον της εποχής γύρω από τους ανθρώπους, που κάνει την επιβολή μέσω της βίας να φαντάζει ως η λογικότερη δυνατή επιλογή για τον οποιονδήποτε.

Διόλου τυχαία, ο κόσμος του χρονικού πλαισίου κατά τη διάρκεια του οποίου διαδραματίζεται η δράση είναι αυστηρά ανδροκρατούμενος, με τη γυναικεία παρουσία να ετεροκαθορίζεται από τα περιθώρια που της δίνονται εντός των ασφυκτικών κοινωνικών πλαισίων στα οποία κινείται. Τελικά όμως η δομή του είναι τέτοια, ώστε όλοι όσοι βρίσκονται στον πάτο της νοητής πυραμίδας καταλήγουν να είναι τα θύματά της. Υπό αυτό το πρίσμα έχει και μια βαρύνουσα σημασία η εναρκτήρια σκηνή με το πλουσιοπάροχο γεύμα στην εκκλησία.

Η μεγαλοπρεπής φύση που έχει τον ρόλο του φόντου λειτουργεί και με συμβολικό τρόπο (ο πελώριος καταρράκτης, η λάβα από το ηφαίστειο), αλλά και ως μια διαρκής υπενθύμιση των πρωτόγονων ενστίκτων βάσει των οποίων δρουν οι περισσότεροι κύριοι χαρακτήρες. Στον επίλογο αποκτά και μια επιπρόσθετη αξία, όντας ο παράγοντας μέσω του οποίου ανακυκλώνεται η ζωή και αποκαθίσταται η κανονικότητα, χωρίς να ενδιαφέρεται για τις τραγωδίες των μονάδων που αποτελούν μέρος της. Κι εκεί είναι που το εύρημα της φωτογραφικής μηχανής που χρησιμοποιεί ο πάτερ Lucas γίνεται πιο σαφές ως προς τις προθέσεις του, όχι μόνο ως εργαλείο κατασκευής μιας νέας, λιγότερο δυσάρεστης εικόνας της πραγματικότητας και καλλιτεχνικής έκφρασης ενός ατόμου που από νωρίς στη ζωή του εντάχθηκε σ’ ένα άκρως περιοριστικό modus vivendi, αλλά και ως ένα μέσο διάσωσης της μνήμης από την αποσύνθεση και τη λήθη που επιφέρει το πέρασμα του χρόνου. Οι παραλληλισμοί με την ίδια την τέχνη του κινηματογράφου εδώ είναι ξεκάθαροι.

Αν κάπου σκοντάφτει το όλο εγχείρημα είναι στο ότι το φινάλε, αν και συνοψίζει το σύνολο των θεματικών εύστοχα, είναι ταυτόχρονα και αρκετά προβλέψιμο και κάπως «εύκολο» στη σύλληψή του. Την ίδια στιγμή η εν λόγω κατάληξη θολώνει κάπως τα νερά ως προς το πώς αντιλαμβάνεται σε ηθικό επίπεδο τον ρόλο του Carl, με αποτέλεσμα να υπονομεύεται η νοηματική. Είναι ο τρόπος με τον οποίο ενεργεί ακόμη ένα δείγμα τού πόσο φαύλη αξιακά είναι η κοινωνία τού τότε ή εν μέρει δικαιολογείται ως ένα είδος ανταποδοτικής δικαιοσύνης; Επιμένει τελικά ο Palmason στο να σκιαγραφήσει από την αρχή μέχρι το τέλος τους άντρες της ιστορίας του με γκρίζα χρώματα ή κάπου μεροληπτεί; Και μήπως επικρατεί ηθελημένα μια δημιουργική ασάφεια εκ μέρους του;

Η αμφισημία ως προς την ψυχοσύνθεση των ρόλων αντικατοπτρίζεται στις δύο κεντρικές ερμηνείες. Ο Elliott Crosset Hove ισορροπεί ανάμεσα σε μια εξωτερική σεμνότητα κι ευγένεια και μια εσωτερική οργή που κοχλάζει ολοένα και περισσότερο όσο μπαίνουν τα κομμάτια του παζλ στη θέση τους, προσέχοντας πάρα πολύ να μη χρωματίσει αξιολογικά τον Lucas κι έτσι να πέσει στην παγίδα των στρατοπέδων του καλού και του κακού. Ο Ingvar Sigurdsson ως το «αντίπαλο δέος» είναι ακόμη καλύτερος, εκπέμποντας φαινομενικά μια εντελώς άξεστη, ακατέργαστη ενέργεια που κρύβει μια απρόσμενα ευάλωτη πλευρά που αποκαλύπτεται αρκετά αργότερα σ’ έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα μονόλογο. Η παρουσία τους επί της οθόνης διαθέτει μια ιδιαίτερη χημεία, αλληλοσυμπληρωματική και αλληλοεξουδετερωτική ταυτόχρονα. Και η ιδέα με την εναλλαγή ανάμεσα σε δανέζικα και ισλανδικά στους διαλόγους δημιουργεί ένα ιδιόμορφο παιχνίδι εξουσίας στη μεταξύ τους αλληλεπίδραση.

Μπορεί να υπάρχουν κάποιες μεμονωμένες ενστάσεις, όμως το τελικό αποτέλεσμα σίγουρα αποτιμάται θετικά. Είναι μια εμπειρία που λειτουργεί σχεδόν μυσταγωγικά, που υποβάλλει, ένα φιλμ που επιλέγει να ψιθυρίσει εμφατικά την αλήθεια του αντί να τη βροντοφωνάξει επιδεικτικά.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

9 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

2 Σχόλια

  1. Γιώργος 3 Φεβρουαρίου 2023

    Κατά τους τίτλους τέλους της ταινίας ακούγεται, σαν επίλογος, αλλά και -παραδόξως- κορύφωση, ένα εκπληκτικό μουσικό κομμάτι, που λέγεται “Brennið þið, vitar” (https://www.youtube.com/watch?v=0WwlrN6YOY4), παλιό ισλανδικό τραγούδι των ναυτικών, μια παράκληση το φως κάποιου φάρου να τους οδηγήσει μέσα στη νύχτα, που λέει περίπου τα εξής (μεταφράζοντας από αγγλική μετάφραση):Φώτισε, φως του φάρου! Ήρωες στέκονται δυνατά στο πηδάλιο, μα η νύχτα τα κυκλώνει όλα. Φώτισε, φως του φάρου! Μέσα από τη σκοτεινή άμμο του βυθού η θάλασσα απαγγέλλει ονόματα νεκρών. Φώτισε, φως του φάρου! Φώτισε για κάθε συμπατριώτη που γυρεύει το σπίτι του, που ποθεί ένα λιμάνι.Κάτι από τη μεγαλόπρεπη, ποιητική, άγρια ομορφιά (σε όλα τα επίπεδα) αυτού του τραγουδιού υπάρχει στα απέραντα, επιβλητικά Ισλανδικά τοπία και κρυμμένο πίσω από την (ενίοτε υπερβολικά) αυστηρή όψη της «Χώρας του Θεού». Εδώ η αδιάφορη Φύση είναι η απόλυτη πρωταγωνίστρια και ο τυφλωμένος από την αλαζονεία του άνθρωπος, με τις θρησκείες και την ψευδαίσθηση πολιτισμού του, μια μικρή εφήμερη κουκκίδα. Πιστεύω βέβαια ότι ο σκηνοθέτης με τα θέματα που είχε θα μπορούσε να κάνει το κάτι παραπάνω, πάντως, ακόμα κι αν κατά τη γνώμη μου χρειαζόταν μια κορύφωση αλά Herzog ή μια δόση Bergman για να "δέσει" πλήρως, πρόκειται για δυνατή ταινία-εμπειρία.

    1. Σταύρος Γανωτής 3 Φεβρουαρίου 2023

      Κακώς εντέλει δεν βάλαμε like για τα σχόλια...