1159, περίοδος των επαναστάσεων των Χεϊτζί. Κατά τη διάρκεια προσπάθειας πραξικοπήματος, μια από τις κυρίες επί των τιμών, η Κέσα, μεταμφιέζεται σε σύζυγος του άρχοντα, και ένας πιστός σαμουράι τη μεταφέρει από την πόλη. Αυτό επιτρέπει στην οικογένεια του άρχοντα να δραπετεύσει. Όταν το πραξικόπημα αποτυγχάνει. ο σαμουράι ζητά το χέρι της Κέσα ως αντίτιμο για τις υπηρεσίες του. Ο άρχοντας συμφωνεί, αλλά δεν θα αργήσει να ανακαλύψει ότι η Κέσα είναι ήδη παντρεμένη με έναν τοπικό φεουδάρχη. Ο σαμουράι όμως έχει υποπέσει για τα καλά στη γοητεία της, και την πιέζει να αφήσει τον σύζυγο της. Αυτή δεν ενδίδει, αλλά τα αποτελέσματα θα είναι τραγικά. 

Σκηνοθεσία:

Teinosuke Kinugasa

Κύριοι Ρόλοι:

Machiko Kyo … λαίδη Kesa

Kazuo Hasegawa … Morito Endo

Isao Yamagata … Wataru Watanabe

Yataro Kurokawa … Shigemori

Kotaro Bando … Rokuro

Jun Tazaki … Kogenta

Koreya Senda … Kiyomori

Masao Shimizu … Nobuyori

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Teinosuke Kinugasa, Masaichi Nagata

Παραγωγή: Masaichi Nagata

Μουσική: Yasushi Akutagawa

Φωτογραφία: Kohei Sugiyama

Μοντάζ: Shigeo Nishida

Σκηνικά: Hiroshi Ozawa

Κοστούμια: Shima Yoshizane

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Jigokumon
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Πύλη της Κολάσεως
  • Διεθνής Τίτλος: Gate of Hell
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Η Πύλη της Κόλασης

Σεναριακή Πηγή

  • Θεατρικό: Kesa’s Husband του Kan Kikuchi.

Κύριες Διακρίσεις

  • Όσκαρ κοστουμιών, και τιμητικό βραβείο ξενόγλωσσης ταινίας (Ιαπωνία).
  • Υποψήφιο για Bafta καλύτερης ταινίας από οποιαδήποτε προέλευση.
  • Μέγα Βραβείο στο φεστιβάλ Κανών.
  • Βραβείο καλύτερης ταινίας στο φεστιβάλ του Λοκάρνο.

Παραλειπόμενα

  • Παρότι θρύλος για το βωβό ιαπωνικό σινεμά, αυτή είναι η μόνη ομιλούσα ταινία του Teinosuke Kinugasa που κατάφερε διεθνή επιτυχία.
  • Θεωρείται ότι είναι η πρώτη έγχρωμη ιαπωνική ταινία που πήρε ποτέ διανομή εκτός της χώρας της. Για κάποιους όμως αυτό είναι αμφισβητήσιμο, αλλά το σίγουρο είναι πως ήταν η πρώτη έγχρωμη ταινία του κραταιού στούντιο Daiei.
  • Γυρισμένο άμεσα με το πέρας της αμερικανικής κατοχής, οι δημιουργοί του μπόρεσαν να προμηθευτούν φιλμ Eastmancolor της Kodak κατευθείαν από τις ΗΠΑ.
  • Πρώτη ιαπωνική ταινία που κερδίζει την ανώτερη των τιμών στις Κάνες. Η δεύτερη θα είναι μόλις το 1980.
  • Το 2011 έγινε η πλήρης αποκατάσταση του φιλμ στο Τόκιο.

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 13/7/2024

Ο ιάπωνας Teinosuke Kinugasa (1896-1982) μπορεί να μην απέκτησε ποτέ τη φήμη των Kurosawa, Mizoguchi και Ozu, αλλά είχε μια παραγωγική καριέρα, και στη διάρκεια της ζωής του θεωρούνταν ένας από τους πιο αξιοσέβαστους σκηνοθέτες στη χώρα του. Υπήρξε ο πρώτος ιάπωνας σκηνοθέτης που παρουσίασε την ιστορία του από τη υποκειμενική σκοπιά ενός από τους χαρακτήρες, ενώ πρωτοστάτησε στη χρήση αναδρομών και στη δημιουργία ατμοσφαιρικών οπτικών εφέ. Στην πρώτη του επιτυχία, «Kurutta ippeiji» (1926), ο Kinugasa περιόρισε την οπτική γωνία, με το κοινό να βλέπει τον χώρο δράσης -ένα ψυχιατρείο- μέσα από το υποκειμενικό βλέμμα του ήρωα. Το «Jūjiro» (1928) ήταν η πιο διάσημη ιαπωνική βωβή ταινία του, στην οποία χρησιμοποίησε αναδρομές για να προσομοιώσει την κατάσταση του νου του ήρωα. Δημοφιλείς αποδείχτηκαν και οι παραδοσιακές επικές ταινίες εποχής «Chūshingura» (1932) και «Futatsu tōro» (1933).

Ωστόσο ήταν η «Η Πύλη της Κολάσεως/Jigokumon» (1953) που βρήκε παγκόσμια απήχηση κερδίζοντας βραβεία κύρους και συστήνοντας τον ιαπωνικό κινηματογράφο στο κοινό της Δύσης. Αυτό το οπτικά εντυπωσιακό jidai-geki (δράμα εποχής) απέδειξε τη μαεστρία του Kinugasa, με τη μαγευτική  έγχρωμη κινηματογράφηση και τη σχολαστική ανασύνθεση της ιστορικής περιόδου. Το σενάριο του Kinugasa διασκευάζει ένα θεατρικό έργο του διάσημου ιάπωνα συγγραφέα Kan Kikuchi, που είναι εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα. Διαδραματίζεται στην Ιαπωνία του τέλους του 12ου αιώνα, όταν στο αυτοκρατορικό παλάτι ξεσπά απόπειρα πραξικοπήματος.

Η ταινία ξεκινά με το ξετύλιγμα ενός ζωγραφισμένου κυλίνδρου που απεικονίζει τα γεγονότα που πρόκειται να δούμε. Ο πιστός σαμουράι Morito (Kazuo Hasegawa) οργανώνει έναν αντιπερισπασμό για να βοηθήσει τη διαφυγή του αυτοκράτορα. Η κυρία της αυλής Kesa (Machiko Kyô) προσφέρεται εθελοντικά να υποδυθεί τη γυναίκα του αυτοκράτορα για να παραπλανηθούν οι στασιαστές. Στο σύντομο χρονικό διάστημα που είναι μαζί, o Morito ερωτεύεται βαθιά τη θαρραλέα Kesa, αγνοώντας ότι είναι ήδη παντρεμένη με τον ευγενή Wataru Watanabe (Isao Yamagata). Μετά την καταστολή της εξέγερσης, ο Morito ζητά από τον αυτοκράτορα το χέρι της Kesa, ως ανταμοιβή για την πίστη και τη γενναιότητά του. Όταν μαθαίνει για τον γάμο της, ο έρωτάς του μετατρέπεται σε εμμονική επιθυμία. Τυφλωμένος από το ερωτικό του πάθος, επιμένει σ’ αυτή την παράλογη απαίτηση και σταδιακά γίνεται ο περίγελος της κοινωνίας του Κιότο, φτάνοντας στο σημείο να απειλεί να σκοτώσει την Kesa και την οικογένειά της. Εκείνη, πιστή και αφοσιωμένη στον σύζυγό της, επιλέγει να δώσει ένα τραγικό τέλος στο αδιέξοδο…

Η αρχιτεκτονική της ταινίας αποτελείται από δυο εντελώς διαφορετικά μέρη, με διαφορετική προσέγγιση και στυλ. Το πρώτο μέρος εξελίσσεται σαν μια πολεμική ταινία με άψογα σκηνοθετημένες, χορογραφημένες σκηνές μάχης. Βασίζεται σε έντονα ρυθμικό μοντάζ που υπογραμμίζει τον επείγοντα χαρακτήρα της δράσης, την αναγκαιότητα της σύγκρουσης και τον ανεπανόρθωτο χαρακτήρα της εκτύλιξής της. Στο δεύτερο μέρος το φιλμ μετατρέπεται σε μια τραγική ερωτική ιστορία, μέσα από την οποία αναδύονται προσωπικές ίντριγκες, πολιτικές μηχανορραφίες και κυρίως η απόλυτη ερωτική εμμονή που φέρνει καταστροφικά αποτελέσματα. Σε αυτό το δεύτερο μέρος ο Kinugasa χρησιμοποιεί πιστά τις συμβάσεις του μελοδράματος και επιλέγει μια στατική, ληθαργική  δραματουργική δομή, πιο κοντά στο θέατρο kabuki, εστιάζοντας σε σκηνές διαλόγου ανάμεσα στους βασικούς χαρακτήρες του εν δυνάμει ερωτικού τριγώνου.

Η αλλαγή του αφηγηματικού ρυθμού είναι τόσο έντονη που πολλοί τη θεωρούν ως αδυναμία της ταινίας. Στην πραγματικότητα σηματοδοτεί τη σαφή διαχωριστική γραμμή μεταξύ δύο διαφορετικών κόσμων: ο εξωτερικός κόσμος που ταλανίζεται από τους συνεχείς πολέμους, και  ο εσωτερικός κόσμος των βασικών χαρακτήρων όπου η πίεση και η βία περιορίζεται μέσα στο ίδιο το άτομο. Στον εξωτερικό κόσμο ο σαμουράι Morito είναι στο στοιχείο του, τα γεγονότα τού επιτρέπουν να διοχετεύσει την επιθετικότητά του σε εξαιρετικές πράξεις θάρρους και ηρωισμού. Στον εσωτερικό κόσμο, ωστόσο, είναι ένα ψάρι έξω από το νερό, δεν είναι καλά εξοπλισμένος για τη μάχη ενάντια σε εκείνες τις εσωτερικές δυνάμεις -πόθο, ματαιοδοξία, ζήλια- που καθοδηγούν το πεπρωμένο του. Η «Πύλη της Κόλασης» είναι ένα κλασικό δίπτυχο στο οποίο το πρώτο και το δεύτερο μέρος της ιστορίας αντικατοπτρίζονται το ένα με το άλλο ως ιδιοφυής τραγική ειρωνεία.

Ο οπτικός αντίκτυπος της ταινίας του Kinugasa αντλεί τη δύναμή του από την επιθυμία να γίνει η σαφήνεια των αφηγηματικών στοιχείων συνεπής με την εφαρμογή συμπαγών εκφραστικών μέσων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο σκηνοθέτης, μαζί με την ενδυματολόγο Shima Yoshizane και τον κινηματογραφιστή Kohei Sugiyama πέτυχαν την απόλυτη συμμετρία και αρμονία σε όλα τα εκφραστικά στοιχεία της ταινίας: τη σύνθεση των κάδρων, τη μοναδική αξιοποίηση των χρωμάτων, τη μουσική, τη σκηνογραφία και φυσικά τις ερμηνείες των ηθοποιών, με κυρίαρχη αυτή της αιθέριας Machiko Kyô .Έτσι, ακόμη κι αν κάποιον θεατή δεν τον συνεπάρει η ερωτική ιστορία, είναι αδύνατον να μην παρασυρθεί από την κορεσμένη έγχρωμη φωτογραφία που μοιάζει να ξεφεύγει από τα στενά όρια της οθόνης ως μια διαδοχή από μαγευτικά ταμπλό βιβάν. Το παιχνίδι με τα χρώματα χρησιμοποιείται ευρέως σε όλη τη ταινία: ανοίγει με ζωηρούς και φωτεινούς τόνους, για να μετατοπιστεί σταδιακά, ειδικά στην τελευταία σεκάνς, προς ψυχρά, σκοτεινά και πένθιμα χρώματα.

Σπάνια η έμφυτη οπτική δύναμη του κινηματογράφου έχει αξιοποιηθεί τόσο πολύ και τόσο κομψά όσο στην «Πύλη της Κολάσεως», με τρόπο που την καθιστά ένα λυρικό οπτικοακουστικό ποίημα εξαντλητικής ομορφιάς, μια άθροιση αισθητικών τρόπων για τη μεταγραφή της ιαπωνικής τέχνης ukiyo-e σε κινηματογραφικές εικόνες. Σε καθαρά θεματικό επίπεδο, η «Πύλη της Κολάσεως» είναι μια πρωτο-φεμινιστική ταινία, που αναρωτιέται: τι μπορεί να κάνει μια γυναίκα, σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο, μεταξύ της εμμονικής επιθυμίας ενός παράλογου παρεμβαίνοντα και της λησμονιάς ενός συμπαθούς συζύγου, κουβαλώντας το βάρος της «γυναικείας αρετής» μέχρι θανάτου; Για αυτήν, η απόφαση να προσφερθεί εθελοντικά για να σώσει την αυτοκράτειρα μετατρέπεται σε ένα ακόμη παράδειγμα της ιαπωνικής κινηματογραφικής παραδοξότητας, στην οποία ”καμία καλή πράξη δεν μένει ατιμώρητη”.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

21 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *