Οι εβδομαδιαίες του βραδιές παιχνιδιών του Μαξ και της Άνι με φιλικά ζευγάρια θα γίνουν ακόμη πιο ενδιαφέρουσες, όταν ο Μπρουκς, ο χαρισματικός αδερφός του Μαξ, θα οργανώσει ένα παιχνίδι μυστηρίου και φόνων, με ψεύτικους κακοποιούς και ομοσπονδιακούς πράκτορες. Ξαφνικά, όμως, ο Μπρουκς απαγάγεται. Είναι κι αυτό μέρος του παιχνιδιού; Καθώς οι έξι ανταγωνιστικοί παίκτες προσπαθούν να λύσουν το μυστήριο και να κερδίσουν, θα ανακαλύψουν πως ούτε το «παιχνίδι», ούτε και ο Μπρουκς είναι αυτό που φαίνονται. Κατά τη διάρκεια μιας χαοτικής βραδιάς, οι φίλοι θα βρεθούν έξω από τα νερά τους, καθώς οι ανατροπές διαδέχονται η μια την άλλη, οδηγώντας το παιχνίδι σε απροσδόκητες κατευθύνσεις. Χωρίς κανόνες, χωρίς σκορ και χωρίς καμία ιδέα για το ποιος είναι ο καθένας στο παιχνίδι, η βραδιά θα μπορούσε να εξελιχθεί στο πιο απολαυστικό τους παιχνίδι… ή απλά στο τελευταίο τους.
Σκηνοθεσία:
John Francis Daley
Jonathan Goldstein
Κύριοι Ρόλοι:
Jason Bateman … Max Davis
Rachel McAdams … Annie Davis
Kyle Chandler … Brooks Davis
Sharon Horgan … Sarah Darcy
Billy Magnussen … Ryan Huddle
Lamorne Morris … Kevin Sterling
Kylie Bunbury … Michelle Sterling
Jesse Plemons … Gary Kingsbury
Michael C. Hall … ο Βούλγαρος
Danny Huston … Donald Anderton
Jeffrey Wright … πράκτορας Ron Henderson
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Mark Perez
Παραγωγή: Jason Bateman, John Davis, John Fox, James Garavente
Μουσική: Cliff Martinez
Φωτογραφία: Barry Peterson
Μοντάζ: David Egan, Jamie Gross, Gregory Plotkin
Σκηνικά: Michael Corenblith
Κοστούμια: Debra McGuire
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Game Night
- Ελληνικός Τίτλος: Game Night
Παραλειπόμενα
- Αρχικά ήταν να το σκηνοθετήσει ο Jason Bateman, αλλά ο Daley κι ο Goldstein συμφώνησαν να διορθώσουν το σενάριο μονάχα με την προϋπόθεση ότι θα το σκηνοθετήσουν. Παρότι όμως υποστήριξαν ότι άλλαξαν πολλά από το αρχικό σενάριο, τα ονόματα τους δεν έγιναν δεκτά για το συγκεκριμένο κρέντιτ.
- Πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, το καστ πέρασε μια δική του “game-night”, παίζοντας Clue και Joking Hazard, ώστε να μπουν στο κλίμα.
- Το φιλμ κόστισε 37 εκατομμύρια δολάρια, αλλά έβγαλε 117,7.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 6/4/2018
Ύστερα από την παταγώδη καλλιτεχνική αποτυχία με την απόπειρα αναβίωσης των περιπετειών των Griswold με το ανεκδιήγητα προχειροστημένο και «κρύο» “Vacation” που αποτέλεσε το σκηνοθετικό τους ντεμπούτο, το σεναριακό δίδυμο πίσω από το “Horrible Bosses” επιστρέφει στο ύφος και το χιούμορ που χαρακτήριζε τη συγκεκριμένη μαύρη κωμωδία, αν και τα εύσημα μάλλον αξίζουν περισσότερο στο σενάριο του Mark Perez που παίζει με τις συμβάσεις του θρίλερ, πότε ανατρέποντάς τις και πότε υιοθετώντας τις, κυρίως όμως παρέχοντας επιτυχημένα αστεία που υποστηρίζονται υποδειγματικά από ένα λειτουργικό στη συντριπτική του πλειοψηφία καστ. Ο ρυθμός είναι όσο σφιχτοδεμένος πρέπει, η δοσολογία των ανατροπών ισορροπημένη με το κείμενο να το παρακάνει μονάχα κάποιες ελάχιστες φορές και η ένταση κρατιέται σε υψηλά επίπεδα συνυπάρχοντας αρμονικά με την ελαφρότητα και το χαβαλέ, χωρίς να υπονομεύεται το ένα στοιχείο από το άλλο.
Πρέπει να διευκρινιστεί ωστόσο ότι λίγα πράγματα υπάρχουν εδώ πέρα από τις απολαύσεις που αναμένονται σε μια καλή ταινία είδους: το φιλμ δεν λειτουργεί ως τίποτα περισσότερο ή τίποτα λιγότερο από μια αποτελεσματική κατασκευή αποδραστικής ψυχαγωγίας κι ως εκ τούτου πρόκειται για μια δημιουργία με περιορισμούς σε επίπεδο νοηματικού βάθους και καλλιτεχνικών φιλοδοξιών. Κοινώς, όσοι ψάχνουν για την υπέρβαση επί της οθόνης, δε θα τη βρουν εδώ. Υπάρχουν κάποια παραστρατήματα εδώ κι εκεί που αποτελούν παραφωνίες στο σύνολο, όπως ο κλισέ και γλυκανάλατος τρόπος με τον οποίο επιλύεται η αδελφική κόντρα μεταξύ Jason Bateman και Kyle Chandler ή οι απανωτές σεναριακές ευκολίες από ένα σημείο κι έπειτα, σε γενικές γραμμές όμως πρόκειται για ένα προϊόν που δείχνει σεβασμό απέναντι στη νοημοσύνη του θεατή. Παρότι μαύρη κωμωδία, το «σκοτάδι» που υπάρχει εδώ είναι του ίδιου τύπου με αυτό που θα βρει κανείς σε ένα τρενάκι του τρόμου, αρκετό για να προκληθεί έντονη αντίδραση μια δεδομένη χρονική στιγμή, ποτέ όμως σε τέτοια ποσότητα που πραγματικά να ενοχλεί ή να ρίχνει μια βαριά σκιά. Όσο πάντως κι αν υπάρχει αυτό το νοητό δίχτυ ασφαλείας που αποδυναμώνει ελαφρώς το σασπένς, η επίγνωση δηλαδή της παρακολούθησης μιας mainstream αμερικάνικης κωμωδίας, που όσο κι αν τραβάει κάποιες καταστάσεις στα άκρα θα βρει έναν τρόπο, έστω βεβιασμένο, για να επαναφερθεί η τάξη, το όλο στήσιμο είναι σχεδόν υποδειγματικό, και σε αντίθεση με την προηγούμενη σκηνοθετική απόπειρα του διδύμου, υπάρχει τόσο αισθητική όσο κι επίπεδο αλλά και τρισδιάστατοι χαρακτήρες που δεν αφήνουν το τελικό αποτέλεσμα να καταντήσει μια φτηνιάρικη φάρσα, ένα φιλμικό ανέκδοτο για ταχεία κατανάλωση. Εν ολίγοις, ενώ πρόκειται για ξεκάθαρα εμπορικό σινεμά, έχει ψυχή και προσωπικότητα που το διαφοροποιούν από το σωρό. Τα πράγματα σίγουρα δε θα ήταν τα ίδια χωρίς την επιλογή των συγκεκριμένων ηθοποιών. Με την εξαίρεση της κάπως μονολιθικής Sharon Horgan, ολόκληρη η βασική ερμηνευτική εξάδα έχει εκπληκτική χημεία και σκέρτσο, με προεξέχουσα τη Rachel McAdams (που υπερισχύει του Jason Bateman ο οποίος αναλώνεται σε χρήση των τυποποιημένων συμπεριφορών της κινηματογραφικής περσόνας που έχει χτίσει και ξεκίνησε ήδη από την τηλεόραση) η οποία έχει ένα πολύ υποτιμημένο κωμικό ταλέντο το οποίο δυστυχώς δεν έχει αναδειχθεί όσο θα έπρεπε λόγω επιλογών σε ρόλους. Απολαυστικός είναι και ο Jesse Plemons που διαχειρίζεται μαεστρικά τις αμήχανες σιωπές και τους μανιερισμούς του ήρωα που υποδύεται. Στα θετικά προστίθεται μια διακριτική μεν, απολαυστικότατη δε έμμεση κριτική στη ρηχότητα και την ανωριμότητα της πρώτης φουρνιάς των millennials που τώρα φτάνει σε μια ηλικία με δυνατότητα άσκησης κοινωνικής επιρροής, αλλά και γενικότερα της αμερικάνικης μεσοαστικής τάξης στην εποχή του Trump και των ψευδών ειδήσεων.
Από τα καλά παραδείγματα εύθυμου κινηματογράφου από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και μια από τις ευχάριστες εκπλήξεις εκ των πρώτων παραγωγών του 2018, το “Game Night” παραδίδει τα περισσότερα από τα οποία υπόσχεται. Βέβαια καλό θα ήταν η επιτυχία που γνώρισε το φιλμ να μη σηματοδοτήσει και περιττά σίκουελ, ενδεχόμενο που αφήνεται ανοιχτό στο φινάλε…
Βαθμολογία: