
Η νέα hostess του μπαρ Genet είναι η τρανσέξουαλ Έντι, της οποίας η αυτοπεποίθηση και η σεξουαλικότητα απειλούν τη μαντάμ Λέντα που εργάζεται εκεί πολλά χρόνια, αλλά προσελκύει τον Γκόντα, τον ιδιοκτήτη του μπαρ. Όταν η Έντι μπλέκεται σε αυτό το ερωτικό τρίγωνο, περνά τον χρόνο της με περιθωριακούς ναρκομανείς, βλέπει πειραματικές ταινίες, χορεύει distorted-rock και συμμετέχει ενίοτε σε διαμαρτυρίες.
Σκηνοθεσία:
Toshio Matsumoto
Κύριοι Ρόλοι:
Pita … Eddie
Osamu Ogasawara … Leda
Yoshimi Jo … Jimi ‘Gonda’
Emiko Azuma … η μητέρα της Eddie
Toyosaburo Uchiyama … Guevara
Don Madrid … Tony
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Toshio Matsumoto
Παραγωγή: Mitsuru Kudo, Keiko Machida
Μουσική: Joji Yuasa
Φωτογραφία: Tatsuo Suzuki
Μοντάζ: Toshie Iwasa
Σκηνικά: Setsu Asakura
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Bara no Soretsu
- Ελληνικός Τίτλος: Η Πένθιμη Παρέλαση των Ρόδων
- Διεθνής Τίτλος: Funeral Parade of Roses
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Funeral Procession of Roses [ΗΠΑ]
Παραλειπόμενα
- Ταινία κλειδί για το ιαπωνικό Νέο Κύμα, με έντονα στοιχεία πειραματικού σινεμά.
- Πρόκειται θεματικά για μια μοντέρνα και queer εκδοχή του μύθου του Οιδίποδα, αν και το πώς και το γιατί δεν γίνεται εντελώς κατανοητό έως το τέλος της ταινίας, όταν γινόμαστε μάρτυρες μιας εξαιρετικά παράδοξης χρήσης μιας υποκειμενικής σκηνής, που είναι σαν να βλέπουμε μια οιδιπόδια φιγούρα.
- Το μικρού μήκους For My Crushed Right Eye του Matsumoto, βγαλμένο την προηγούμενη χρονιά, έχει υλικό όπου θα επαναληφθεί η χρήση του κι εδώ.
- Στη χώρα μας έκανε πρεμιέρα το 2009 στο φεστιβάλ Αθηνών, αλλά το 2019 ήρθε για πρώτη φορά σε διανομή, στην αποκαταστημένη της κόπια.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 28/6/2019
Παρακολουθώντας κανείς την «Πένθιμη Παρέλαση των Ρόδων» σήμερα ενδέχεται να φτάσει σε απαισιόδοξα συμπεράσματα σε σχέση με την εξέλιξη του μέσου τις τελευταίες δεκαετίες. Κι αυτό γιατί παρόλο που από το 1969 έχουν υπάρξει ιστορικά παραδείγματα φιλμ που έχουν καταφέρει εξίσου πολλά, ενίοτε και περισσότερα, με το φιλμ του Matsumoto σε καλλιτεχνικό επίπεδο, είναι ζήτημα αν έχει βρεθεί εντός του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος κάτι αντίστοιχα ριζοσπαστικό όσον αφορά τη φόρμα κι ετεροχρονισμένο θεματικά κι αισθητικά, από την άποψη του ότι μοιάζει να απευθύνεται περισσότερο σε ένα μελλοντικό κοινό, παρότι πρόκειται για «τέκνο» της εποχής του. Πράγματι, αν περιοριστεί κανείς στην περίοδο κατά την οποία γυρίστηκε το φιλμ, πολύ δύσκολα θα βρει κάτι εξίσου φιλόδοξο, ιδιαίτερο, ρηξικέλευθο και παροξυσμικά βίαιο με αυτό. Επίσης είναι δύσκολο για κάποιον να φανταστεί πως ένα μεγάλου μήκους ντεμπούτο καταφέρνει να ισορροπήσει με τέτοια δεξιοτεχνία μεταξύ τριών ταυτοτήτων, της εκσυγχρονισμένης τραγωδίας, της κοινωνικοπολιτικής ηθογραφίας και του σινεμά βεριτέ, παράγοντας κάτι τόσο πειθαρχημένο και ομοιογενές που είναι συνάμα και ρευστό, πέρα από στεγανά αυστηρών κατηγοριοποιήσεων. Ενσωματώνοντας ένα πλήθος ετερόκλιτων επιρροών, από τη νουβέλ βαγκ μέχρι τη βωβή κωμωδία, και αναμειγνύοντάς τις με ένα ξεκάθαρα προσωπικό φίλτρο, ο Matsumoto παραδίδει ένα αποτέλεσμα που συνιστά μια μοναδικότητα εντός της μορφής καλλιτεχνικής έκφρασης που εκπροσωπεί.
Η σωρεία πειραματικών τεχνικών που χρησιμοποιούνται, από τους υπέρτιτλους μέχρι το φρενήρες, συνειρμικής ροής, μοντάζ της σχολής Eisenstein εντείνουν τον πειραματικό και πρωτοποριακό χαρακτήρα του εγχειρήματος, ωστόσο αυτά τα στοιχεία εντάσσονται με έναν τρόπο τέτοιο στο σύνολο ώστε να μην υπονομεύουν τον πολύ δυνατό δραματουργικό σκελετό που υπάρχει στο επίκεντρο. Περίσσεια είναι και η λεπτότητα που επιδεικνύεται στο ευαίσθητο θέμα που επιλέγεται: παρόλο που ουσιαστικά δεν υπάρχει κανένα σχεδόν άξιο προσοχής κινηματογραφικό προηγούμενο σχετικά με το αντικείμενο των βιολογικά αντρών που επιθυμούν να ζήσουν ως γυναίκες, η προσέγγιση που γίνεται εδώ δεν εκπέμπει ούτε στιγμή την αίσθηση της εύκολης και φτηνής εκμετάλλευσης μιας σπανιότητας προς τέρψη της έμφυτης περιέργειας του κοινού. Ο κόσμος που απεικονίζεται, με απαράμιλλη ζωτικότητα και αυθεντικότητα, περιλαμβάνει ανθρώπους όχι απλά με τρισδιάστατη ψυχολογική υπόσταση αλλά γεμάτους εσωτερικές διαμάχες και πολύπλοκες αντιφάσεις, με προεξέχουσα την ευάλωτη Eddie, υποδυόμενη με μοναδική ευαισθησία από τον παρενδυτικό σόουμαν Pita. Και όλος αυτός ο ανθρωποκεντρισμός να συνδυάζεται με ένα αυθόρμητο, αναζωογονητικό μέσα στο βάρος του πυρήνα του μύθου χιούμορ και μια θαρραλέα πολιτική συστράτευση με το κύμα αμφισβήτησης της κυρίαρχης εξουσίας της εποχής που ακόμη κι αν δεν είναι πλήρως συνειδητοποιημένη ιδεολογικά διέπεται από μια πηγαία ειλικρίνεια αντίστοιχη της συλλογικής ψυχοσύνθεσης της γενιάς που τότε δραστηριοποιούταν εντός του συγκεκριμένου κινήματος.
Το «πήγαινε-έλα» στον χρόνο που οδηγεί τον θεατή σε μια αναθεώρηση των δρώμενων που είδε να ξετυλίγονται προηγουμένως μέσα από μια νέα οπτική, οι συνεντεύξεις που τοποθετούνται εκτός του κύριου σκελετού της αφήγησης και λειτουργούν ως μια περαιτέρω διερεύνηση των κύριων θεματικών της ταινίας καθώς και τα μικρά «διαλείμματα» από την ιστορία για χάρη σκηνών που αποτελούν μικρές ασκήσεις ύφους φανερώνουν έναν βιρτουόζο δημιουργό που βρισκόταν σε θέση να έχει τέτοιο έλεγχο επάνω στο υλικό του ώστε να μπορεί να παίζει με άνεση και με τις συμβάσεις του μέσου στο οποίο κινούταν. Πρόκειται για πλήρως αντιπροσωπευτικό δείγμα τέχνης μπροστά από την εποχή της, τόσο πολύ που, παρόλο που ενέπνευσε μεμονωμένες περιπτώσεις με πιο προφανή ίσως το «Κουρδιστό Πορτοκάλι», επί της ουσίας δεν βρήκε ακόλουθους και δεν άνοιξε ένα νέο ρεύμα (ακόμη κι αν τυπικά ανήκει στο πολύ ευρύ πλαίσιο του αποκαλούμενου «γιαπωνέζικου νέου κύματος»), ακριβώς επειδή μάλλον σχεδόν κανείς δεν βρισκόταν στη θέση να ακολουθήσει τα μονοπάτια για τη φιλμική μυθοπλασία που διαγράφονταν ως άμεσα παράγωγα της ύπαρξης αυτής της δημιουργίας. Το ότι πρόκειται για μια ταινία που μετράει ήδη μισό αιώνα ζωής και ακόμη μπορεί να προκαλεί δυνατά συναισθήματα σε μια εποχή που υποτίθεται πως έχει «ψωμοτύρι» την πρόκληση έντονων συγκινήσεων λέει πολλά…
Βαθμολογία: