Δεκαετία 1960. Η Κέλι Τζόουνς, το παιδί-θαύμα του μάρκετινγκ, έρχεται για να φτιάξει τη δημόσια εικόνα της ΝΑΣΑ και προκαλεί χάος στο ήδη δύσκολο έργο του διευθυντή εκτόξευσης, Κόουλ Ντέιβις. Όταν ο πρόεδρος θεωρεί την αποστολή πολύ σημαντική για να αποτύχει, η Τζόουνς λαμβάνει εντολή να οργανώσει μια ψεύτικη, εφεδρική προσεδάφιση στο φεγγάρι και η αντίστροφη μέτρηση αρχίζει πραγματικά…
Σκηνοθεσία:
Greg Berlanti
Κύριοι Ρόλοι:
Scarlett Johansson … Kelly Jones
Channing Tatum … Cole Davis
Ray Romano … Henry Smalls
Jim Rash … Lance Vespertine
Anna Garcia … Ruby
Woody Harrelson … Moe Berkus
Nick Dillenburg … Neil Armsstrong
Colin Woodell … Buss Aldrin
Noah Robbins … Don
Christian Zuber … Michael Collins
Donald Elise Watkins … Stu
Peter Jacobson … Chuck Meadows
Joe Chrest … γερουσιαστής Vanning
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Rose Gilroy
Στόρι: Keenan Flynn, Bill Kirstein
Παραγωγή: Keenan Flynn, Scarlett Johansson, Jonathan Lia, Sarah Schechter
Μουσική: Daniel Pemberton
Φωτογραφία: Dariusz Wolski
Μοντάζ: Harry Jierjian
Σκηνικά: Shane Valentino
Κοστούμια: Mary Zophres
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Fly Me to the Moon
- Ελληνικός Τίτλος: Fly Me to the Moon
Παραλειπόμενα
- Τα Apple Studios ανακοίνωσαν την ταινία το 2022, αλλά με τίτλο Project Artemis. Για τους κεντρικούς ρόλους ετοιμάζονταν οι Scarlett Johansson και Chris Evans, με τον Jason Bateman σκηνοθέτη. Πρώτος αποχώρησε ο Bateman, επικαλούμενος δημιουργικές διαφορές Ο Evans αναγκάστηκε να φύγει, επειδή το σχέδιο καθυστέρησε με την αλλαγή σκηνοθέτη.
- Στην ταινία παρακολουθούμε αληθινή εκτόξευση πυραύλου από το ακρωτήριο Κανάβεραλ, η οποία κινηματογραφήθηκε με κάμερες 4K.
Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος
Έκδοση Κειμένου: 9/7/2024
Η επιστροφή του Greg Berlanti στην κινηματογραφική σκηνοθεσία μετά την ανάληψη αμέτρητων τηλεοπτικών σειρών μοιάζει να πηγαίνει ένα βήμα πίσω σε σχέση με τα αποτελέσματα που είχε δώσει στο “Με Αγάπη, Σάιμον”. Το “Fly Me to the Moon” είναι ένα φιλόδοξο εγχείρημα που παραπέμπει σε μια παρελθοντική προσέγγιση εύθυμης ταινίας με στόχο την ευχαρίστηση του κοινού, αλλά ταυτόχρονα προσπαθεί να ισορροπήσει διάφορες υποπλοκές με εναλλασσόμενο ύφος, ιδιαίτερα ανεπιτυχώς.
Αρχικά έχουμε το μεγάλο δίλημμα: κωμωδία ή δράμα; Ο Berlanti δεν ακολουθεί ποτέ σταθερά τον δρόμο της χαλαρότητας ή της σοβαρότητας, περιπατώντας και στους δύο χωρίς ιδιαίτερη συνοχή στην πλοκή. Από τον πρόλογο που προδιαθέτει για κάτι ανάλογο του “Πρώτου Ανθρώπου” του Damien Chazelle μέχρι το βεβιασμένο love-story που αρκεί μια γρήγορη ματιά στα γεγονότα ώστε να φαντάζει αδικαιολόγητο, είναι εύκολο να παρατηρήσεις μια 60s γοητευτική ελαφρότητα που -ευτυχώς- διατηρεί από την αρχή μέχρι το φινάλε. Ταυτόχρονα, το εμποτίζει διαρκώς με μια ιστορικού τύπου ανάλυση της διαδικασίας της NASA για την πρώτη επανδρωμένη προσσελήνωση, με τον τρόπο που θα έκανε ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ, με τη συναισθηματική εμπλοκή των ανθρώπων που δούλεψαν γι’ αυτή να μην πείθει ποτέ για τη σημασία της, επειδή μένει πάντα στο παρασκήνιο σε σχέση με ασήμαντα περιστατικά.
Στα υπέρ έχουμε μια πολύ προσεγμένη ματιά πάνω στη δεκαετία του 1960 όσον αφορά το εικαστικό κομμάτι, και ο Berlanti κρατιέται από αυτήν για να προσφέρει μια ευεργετική ενέργεια στην ταινία του, αποφεύγοντας την αίσθηση της νοσταλγίας. Μια χαριτωμένη λεπτομέρεια είναι τα χρώματα των ρούχων του Channing Tatum, του υπεύθυνου της αποστολής, που παραπέμπουν στο Star Trek και συμβολίζουν τις ηγετικές ικανότητες και τις επιστημονικές του γνώσεις. Στον αντίποδα όμως έχουμε το παραφουσκωμένο σενάριο της Rose Gilroy που κινείται επιφανειακά μεταξύ διαφόρων ειδών χωρίς να βρίσκει την απαραίτητη ισορροπία, παρασέρνοντας στο διάβα του την ερμηνεία του Tatum που αδυνατεί να βρει μια χρυσή τομή στα δάνεια των Cary Grant και Gregory Peck, ερμηνεύοντας ανάλογα με τις ασυνάρτητες απαιτήσεις των αυτόνομων σκηνών, σε αντίθεση με την Scarlett Johansson που πραγματικά λάμπει και είναι το ιδανικό σημείο αναφοράς μέσα σε μια ταινία που μπερδεύει τον θεατή ως προς τις επιθυμητές αντιδράσεις που θέλει να του αποσπάσει.
Περισσότερο από μια ιστορία με συνοχή, η ταινία συναρμολογεί μια σειρά από περιστατικά χωρίς αίσθηση ρυθμού, με τα 132 λεπτά της διάρκειας να κάνουν αισθητή την ύπαρξή τους, με υποπλοκές που υπερτονίζονται είτε αποδυναμώνοντας το σύνολο ή κάνοντας αχρείαστη την αναφορά της “αληθινής ιστορίας” για την οποία κομπάζει η αφήγηση. Το αποτέλεσμα είναι μια ταινία που δεν κατατάσσεται σε κανένα είδος λόγω της επιδερμικής υπερπροσφοράς τους παρά την εικαστική γοητεία και την πολύ δυνατή πρωταγωνιστική παρουσία της Johansson.
Βαθμολογία: