Florence: Φάλτσο Σοπράνο
- Florence Foster Jenkins
- 2016
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά, Γερμανικά, Ιταλικά, Ρωσικά
- Βιογραφία, Δραμεντί, Εποχής, Ιστορική, Μουσική
- 16 Ιουνίου 2016
Γεννημένη το 1868, η Φλοράνς Φόστερ Τζένκινς ήταν μια αποκάλυψη στο πιάνο, με αποκορύφωμα το ότι έπαιζε μικρή μέσα στον Λευκό Οίκο. Ζώντας με τη μητέρα της στη Νέα Υόρκη, ξεκίνησε να ζει το όνειρο της ως τραγουδίστρια όπερας, παρότι ήταν ολοφάνερο ότι σε αυτό τον τομέα δεν είχε το παραμικρό ταλέντο. Ερωτεύτηκε τον Σεντ Κλερ Μπέιφιλντ, ένας βρετανό σαιξπηρικό ηθοποιό, που αργότερα έγινε ο ατζέντης της και σύζυγος της.
Σκηνοθεσία:
Stephen Frears
Κύριοι Ρόλοι:
Meryl Streep … Florence Foster Jenkins
Hugh Grant … St. Clair Bayfield
Simon Helberg … Cosme McMoon
Rebecca Ferguson … Kathleen Weatherley
Nina Arianda … Agnes Stark
Stanley Townsend … Phineas Stark
Allan Corduner … John Totten
Christian McKay … Earl Wilson
David Haig … Carlo Edwards
John Sessions … Δρ Hermann
Brid Brennan … Kitty
John Kavanagh … Arturo Toscanini
Maggie Steed … Κα James O’Flaherty
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Nicholas Martin
Παραγωγή: Michael Kuhn, Tracey Seaward
Μουσική: Alexandre Desplat
Φωτογραφία: Danny Cohen
Μοντάζ: Valerio Bonelli
Σκηνικά: Alan Macdonald
Κοστούμια: Consolata Boyle
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Florence Foster Jenkins
- Ελληνικός Τίτλος: Florence: Φάλτσο Σοπράνο
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Μαργκερίτ (2015)
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου (Meryl Streep) και κοστουμιών.
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (κωμωδία/μιούζικαλ), πρώτου αντρικού (Hugh Grant) και πρώτου γυναικείου (Meryl Streep) στην ίδια κατηγορία, και δεύτερου αντρικού ρόλου (Simon Helberg).
- Βραβείο Bafta μακιγιάζ/κομμώσεων. Υποψήφιο για πρώτο γυναικείο ρόλο (Meryl Streep), δεύτερο αντρικό ρόλο (Hugh Grant) και κοστούμια.
- Υποψήφιο για αντρική ερμηνεία (Hugh Grant) στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
Παραλειπόμενα
- Παρότι εκεί τα ονόματα είναι αλλαγμένα, η Florence Foster Jenkins ήταν το κεντρικό πρόσωπο και για την ταινία Μαργκερίτ (2015).
- Το 2005, ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ το Glorious!, μια κωμωδία για την Jenkins. Αυτήν είχε υπόψιν του και ο Frears όταν ανέλαβε την ταινία.
- Ο Frears δεν είχε κατά νου τη Meryl Streep για τον ρόλο, αλλά όταν προσφέρθηκε το όνομα της δεν έφερε αντίρρηση. Σκέφτηκε ότι θα ήταν και κάτι φρέσκο για αυτήν.
- Μάλλον από σύμπτωση, η Meryl Streep είχε ερμηνεύσει το 1987 στο Ξένοι στην Ίδια Πόλη μια γυναίκα που πίστευε ότι ήταν πιο ταλαντούχα στο τραγούδι από ό,τι φαίνονταν στους άλλους.
- Είναι η ίδια η Streep που ακούγεται να τραγουδάει, κάτι για το οποίο χρειάστηκε να περάσει ειδικά μαθήματα. Αλλά και ο Simon Helberg είναι ο ίδιος που ερμηνεύει στο πιάνο. Όλα τα τραγούδια είχαν ηχογραφηθεί από αυτούς πριν το ξεκίνημα των γυρισμάτων, αλλά ο Frears τούς ζήτησε να τα επαναλάβουν και ζωντανά.
- Ο Hugh Grant βρίσκονταν στο μεταίχμιο να εγκαταλείψει την υποκριτική, όταν ο Frears τον έπεισε ότι ήταν ο κατάλληλος για το καστ. Ρόλο σε αυτό έπαιξε ότι ο βρετανός ηθοποιός θα είχε την ευκαιρία να παίξει στο πλάι της Streep.
Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur
Έκδοση Κειμένου: 15/6/2016
Η αληθινή ιστορία που πρόσφατα είδαμε στο γαλλικό «Μαργκερίτ» επαναδιατυπώνεται στα πάτρια εδάφη της από τους Stephen Frears και Nicholas Martin, ως ταινία βιογραφική κι όχι απλώς εμπνευσμένη από την πραγματική Florence Foster Jenkins. Η ομώνυμη φιλόδοξη, μα μοναδικά ατάλαντη σοπράνο των αρχών του 20ού αιώνα ερμηνεύεται από την (εμφανώς) έμπειρη στο τραγούδι Meryl Streep, που τσαλακώνει -συνειδητά, αυτή- τις φωνητικές της ικανότητες διασκεδάζοντάς το. Αν όμως στη γαλλική βερζιόν «Μαργκερίτ» το χιούμορ ήταν διακριτικό και πικρό, υπηρετώντας το καλλιτεχνικό όραμα του δημιουργού Xavier Giannoli, εδώ τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά και ξεκάθαρα. Έως και απρόσωπα mainstream, η ταινία του Frears αντιμετωπίζει την ιστορία της (αρχικά τουλάχιστον) ως καθαρή κωμωδία, με την εξόφθαλμη κωμικότητα των παραφωνιών της Streep και των μορφασμών του Simon Helberg («The Big Bang Theory») να αποδεικνύεται αποτελεσματική, όσο και εύκολη. Μια τέτοια έλλειψη χιουμοριστικής υπαινικτικότητας κι ευρηματικότητας θα μπορούσε να εκληφθεί κι ως έλλειψη δημιουργικού σεβασμού απέναντι σε μια πραγματική -και με πάμπολλες δυνατότητες καλλιτεχνικής εμβάθυνσης- ιστορία, αν όχι και προς τον θεατή. Ευτυχώς, η ταινία εντοπίζει τις δικές της αρετές σε άλλα σημεία από εκείνη του Giannoli, εκμεταλλευόμενη τη μία δυνατότητα δραματικού βάθους που αχνοφαίνεται διαρκώς πίσω από το προφανές της κωμωδίας.
Κατά βάθος, το «Florence: Φάλτσο Σοπράνο» αφηγείται μια γλυκόπικρη ιστορία ενός καταδικασμένου ονείρου, μιας ζωής βυθισμένης στις ψευδαισθήσεις και μιας «κουτσής» συζυγικής αγάπης. Ίσως με εύπεπτο και ανάλαφρο τρόπο, μα το σενάριο του Nicholas Martin στήνει προσεκτικά αυτό το δραματικό υπόβαθρο και τελικά αφουγκράζεται με ευαισθησία τον πικρό εσωτερικό του παλμό. Έτσι, όλα τα στοιχεία του στόρι, από τις σχέσεις της Florence με τον άντρα της -έξυπνα διφορούμενη ως ένα σημείο- και με τον προσωπικό της πιανίστα ως τις εκάστοτε υποπλοκές, συμβάλλουν αποτελεσματικά στην σκιαγράφηση της προσωπικότητας και στη δυνατή, αν κι όχι λιγότερο εκβιαστική απ` όσο απαιτούν τα χολιγουντιανά δεδομένα, συναισθηματική φόρτιση του θεατή. Αν θέλετε να βρείτε προβληματισμούς ως προς την καθορισμένη από τα χρήματα ζωή και περί υποκειμενικής αντίληψης του ψεύδους και της αλήθειας (έχει στ` αλήθεια σημασία αν μια υποκειμενική αλήθεια είναι κι ένα αντικειμενικό ψέμα;) θα τους βρείτε, κι αν πάλι όχι, δύσκολα δεν θα περάσετε όμορφα, ασχέτως αν θα θυμάστε το φιλμ για πάντα.
Μήπως τελικά ο Frears κάνοντάς μας, πριν να ανοίξει όλα τα δραματικά χαρτιά του, να γελάσουμε με την αταλαντοσύνη της Florence μάς τοποθετεί στη θέση του κυνικού κοινού που τόσο θα έχουμε αντιπαθήσει ως το τέλος της ταινίας; Μα, απ` την άλλη, κι αυτό το ίδιο κοινό δεν αποτελεί το λόγο που το όνειρο της καλοκάγαθης φάλτσας σοπράνο έγινε (έστω και ως ψευδαίσθηση) πραγματικότητα;
Βαθμολογία: