
Στον κόσμο του Φάουστ είναι όλα πνιγηρά: συνταρακτικά σχέδια γεννιούνται στο στριμωγμένο μέρος όπου περιδιαβαίνει. Είναι ένας στοχαστής που διαλαλεί ιδέες, μεταδίδει λέξεις, που κάνει σχέδια, ένας ονειροπόλος. Ένας ανώνυμος άντρας που ωθείται από απλά ένστικτα: πείνα, απληστία, λαγνεία. Ένα δυστυχισμένο, κυνηγημένο πλάσμα, που θέτει μια πρόκληση σε αυτόν που πουλάει την ψυχή του στον διάβολο. Γιατί να μείνει εκεί όταν μπορεί να πάει παραπέρα; Κι ακόμα παραπέρα, και πιο πέρα, πιέζοντας πάντα προς τα εμπρός, χωρίς να προσέχει ότι ο χρόνος μένει ακίνητος…
Σκηνοθεσία:
Aleksandr Sokurov
Κύριοι Ρόλοι:
Johannes Zeiler … Heinrich Faust
Anton Adasinsky … ο τοκογλύφος
Isolda Dychauk … Margarete
Georg Friedrich … Wagner
Hanna Schygulla … η γυναίκα του τοκογλύφου
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Aleksandr Sokurov, Marina Koreneva, Yuriy Arabov
Παραγωγή: Andrey Sigle
Μουσική: Andrey Sigle
Φωτογραφία: Bruno Delbonnel
Μοντάζ: Jorg Hauschild
Σκηνικά: Elena Zhukova
Κοστούμια: Lidiya Kryukova
Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Faust
Ελληνικός Τίτλος: Faust
Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Φάουστ
Άμεσοι Σύνδεσμοι
Φάουστ (1926)
Η Ομορφιά του Διαβόλου (1950)
Φάουστ (1994)
Μολώχ (1999)
Τελετές (2001)
Ο Ήλιος (2005)
Σεναριακή Πηγή
- Θεατρικό: Faust του Johann Wolfgang von Goethe.
- Μυθιστόρημα: Doctor Faustus του Thomas Mann.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για φωτογραφία και σκηνικά στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
- Καλύτερη ταινία στα Nika, τα εθνικά βραβεία της Ρωσίας.
- Χρυσός Λέοντας στο φεστιβάλ Βενετίας.
Παραλειπόμενα
- Τέταρτο και τελευταίο μέρος της τετραλογίας του σκηνοθέτη με κεντρικό θέμα τη διαφθορά της εξουσίας. Πρώτο ήταν το Μολώχ (1999), δεύτερο το Τελετές (2001) και τρίτο το Ο Ήλιος (2005).
- Τα κεντρικά γυρίσματα έγιναν στην Τσεχία. Μερικά έλαβαν χώρα στη Γερμανία και την Ισλανδία.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 27/11/2011
Η «τριλογία της ισχύος» του Σοκούροφ («Μολώχ» για τον Χίτλερ, «Ταύρος» για τον Στάλιν, «Ο Ήλιος» για τον Χιροχίτο) έγινε με τον «Φάουστ» τετραλογία, χαρίζοντας του τον φετινό Χρυσό Λέοντα στην Βενετία. Πρόκειται για μια ελεύθερη μεταφορά της τραγωδίας του Γκαίτε, στην οποία ο Μεφιστοφελής (Άντον Αντασίνσκι) δεν εμφανίζεται ως μια τρομερή και σαγηνευτική μορφή που πλανεύει. Είναι ένας γέρος τοκογλύφος με νεκρική όψη και με σώμα (τη φορά που γδύνεται να πέσει στα λουτρά) σαν άμορφη μάζα που ογκώνεται στη μέση και με μικρά γεννητικά όργανα οπισθίως, στη θέση του κόκκυγα. Ένα σώμα κουρασμένο που συχνά σέρνεται, με ασθματική ανάσα. Μια «ψυχή» που δεν χάνει ευκαιρία να φιλήσει αγάλματα του Χριστού και της Παναγίας, έχοντας με τα θεία μια σχέση συγγενών με τους οποίους έχουν χαλάσει οι σχέσεις αλλά που δεν παύουν να είναι «το σόι». Κάποια στιγμή, ο Φάουστ λέει: «ποιος μπορεί να πει σήμερα ότι πιστεύει στο Θεό;» και ο Μεφιστοφελής ψιθυρίζει «εγώ».
Με τέτοιο «αξιωματούχο των παθών», που δεν διαλαλεί τις ηδονές του βίου, ο Φάουστ (Γιοχάνες Τσάιλερ), μένει ακάλυπτος από δικαιολογίες, ότι «παρεσύρθη». Ο Σοκούροφ αποθέτει όλη την ευθύνη της επιλογής πάνω του. Ο Φάουστ απελπισμένος που δεν μπορεί ούτε με την ανατομία ούτε με την αλχημεία να ανακαλύψει την ανθρώπινη ψυχή, στρέφεται στο ερωτικό πάθος προς τη Μαργαρίτα, τον αδελφό της οποίας σκότωσε κατά λάθος σε μια φασαρία σε ταβέρνα. Η όλη ιστορία είναι ένα αγωνιώδες «οδοιπορικό», χέρι-χέρι με τον Μεφιστοφελή, προς την αναζήτηση, μάλλον φαντασιακά, της ηδονής ως μοναδικής λύτρωσης, το οποίο θα τον οδηγήσει, ανεπαισθήτως, στην κόλαση που έχει τη μορφή των μολυβένιων ηφαιστειογενών υψωμάτων της Ισλανδίας.
Η αφήγηση είναι μια ακατάπαυστη ροή, με λίγα στάσιμα, από πλάνα και κίνηση της κάμερας που κολυμπάνε μέσα στους σκοτεινούς εσωτερικούς και ωχρούς εξωτερικούς χώρους (φωτογραφία του Μπρούνο Ντελμπονέλ, «Αμελί», «Χάρι Πότερ και ο Ημίαιμος Πρίγκιψ»), ενώ τα σκηνικά της πόλης και τα κουστούμια παραπέμπουν στους Φλαμανδούς ζωγράφους – μάλιστα, υπάρχουν αναφορές στον Μπρίγκελ όσον αφορά στις ηθογραφίες της ταβέρνας και στον «Μύλο και τον Σταυρό». Η ίδια η Μαργαρίτα κάποια στιγμή φωτίζεται αλά Βερμέρ. Η Χάνα Σιγκούλα ως υποτιθέμενη, συμβολικά, σύζυγος του τοκογλύφου, θυμίζει ανάλογα εικαστικά θέματα ή και Παζολίνι από «Θρύλους του Καντέρμπουρι». Κάποιες φορές τα πλάνα είναι τραβηγμένα με παραμορφωτικό φακό ως αν τα βλέπαμε ελαφρά πλαγίως.
Εντέλει, υπάρχει μια συνεχής ροή του χωροχρόνου σε συνάρτηση με τον λόγο, σε μέσο ή και αργό ρυθμό που ανάγει το όλο έργο σε ένα ψυχολογικό-φιλοσοφικό παραλήρημα. Αυτή η ροή μού έφερνε στο νου άλλοτε τον Ταρκόφσκι κι άλλοτε τον Γκρίναγουεϊ στην σαιξπηρική «Τρικυμία». Δύσκολα παρακολουθείς όλους τους διαλόγους και τις λεπτομέρειες, αλλά σου μένει ένας υψηλός ποιητικός τόνος που προσπαθεί να σταθεί στο ύψος του ρομαντικού κλασικού έπους.
Βαθμολογία: