Δεκαετία του 1990 και στο Κόσοβο υπό το καθεστώς του Μιλόσεβιτς, ζει ο μικρός Νόρι με τον πατέρα του, Γκεζίμ, πουλώντας τσιγάρα στους δρόμους για να επιβιώσουν. Ο πατέρας βρίσκει έναν τρόπο να μεταναστεύσει παράνομα στη Γερμανία και ο μικρός κάνει ό,τι μπορεί για να παραμείνει κοντά του. Διχασμένοι ανάμεσα στη θέληση να ζήσουν μαζί, και τη σκληρή πραγματικότητα, η σχέση ανάμεσα στους δύο φτάνει σε ένα σημείο όπου τίποτα πια δεν είναι ίδιο.
Σκηνοθεσία:
Visar Morina
Κύριοι Ρόλοι:
Val Maloku … Nori
Astrit Kabashi … Gezim
Adriana Matoshi … Valentina
Xhevdet Jashari … Bedri
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Visar Morina
Παραγωγή: Nicole Gerhards
Μουσική: Benedikt Schiefer
Φωτογραφία: Matteo Cocco
Μοντάζ: Stefan Stabenow
Σκηνικά: Jutta Freyer
Κοστούμια: Genoveva Kylburg
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Babai
Ελληνικός Τίτλος: Ο Μπαμπάς μου
Διεθνής Τίτλος: Father
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι.
- Επίσημη πρόταση του Κοσόβου για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Παραλειπόμενα
- Ήταν η πλέον ακριβή παραγωγή στη χώρα του, με 1,7 εκατομμύρια ευρώ μπάτζετ, και η δεύτερη που πρότεινε ποτέ στα Όσκαρ το Κόσοβο.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 20/11/2016
Ο Gezim και ο δεκάχρονος γιος του, Nori, τα βγάζουν πέρα δύσκολα με την καθημερινότητά τους. Η σύζυγος έχει εγκαταλείψει και τους δύο και πλέον μένουν στο σπιτικό του θείου Adem μαζί με την πολυπληθή του οικογένεια όπου προετοιμάζεται για τον γάμο ενός εκ των νέων σε ηλικία μελών της. Αμφότεροι το μόνο εισόδημα που έχουν είναι από τα πακέτα με τσιγάρα που πουλούν στους δρόμους του Κοσόβου όπου ζουν. Όταν ο Gezim φύγει για τη Γερμανία αφήνοντας πίσω τον γιο του με την οικογένεια του θείου Adem, αυτός θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να επανενωθεί με τον πατέρα του.
Το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Visar Morina είναι η πιο ακριβή κινηματογραφική παραγωγή στην ιστορία του Κοσόβου και επίσημη πρόταση της χώρας για ξενόγλωσσο Όσκαρ το 2016 χωρίς να κερδίσει την υποψηφιότητα. Πρόκειται για ένα οικογενειακό δράμα που καταπιάνεται άμεσα και με το θέμα της μετανάστευσης, αλλά και τη σημασία της πατρικής φιγούρας για ένα μικρό παιδί. Η πλοκή ξεδιπλώνεται με κέντρο βάρους την παιδική οπτική γωνία του μικρού Nori, που προσπαθεί να κρατήσει κοντά του στην ίδια χώρα και ύστερα να επαναπροσεγγίσει έναν πατέρα που δεν αποτυπώνεται ως ένας γονέας στοιχειωδώς επαρκής στον ρόλο του αυτό. Πολλάκις απεικονίζεται ως ένα άτομο ανίκανο να αφουγκραστεί την ευαίσθητη ψυχοσύνθεση του ίδιου του γιου του, ενώ εξαντλεί επάνω του μια αυστηρότητα που αποκαλύπτεται από συγκεκριμένες χειρονομίες (δεν διστάζει να χειροδικήσει επάνω του, όχι με μεγάλη βιαιότητα μεν, αλλά και πάλι το γεγονός ότι δεν «φιλτράρει» αυτή την τάση του δείχνει την έλλειψη ικανοτήτων του στο πεδίο του γονέα). Αν υπάρχει ένα μικρό στοίχημα που κερδίζει η συγκεκριμένη ταινία, είναι πως όντως η σχέση μεταξύ πατέρα και γιου που παρατηρούμε στην οθόνη δεν χαρακτηρίζεται από γλυκανάλατο συναισθηματισμό και αποτυπώνει μια δυναμική ρεαλιστική κι ενδιαφέρουσα που αν μη τι άλλο αποτελεί το δραματουργικό πυρήνα της ιστορίας. Ο ντοκιμαντεριστικός ρεαλισμός χαρακτηρίζει τη σκηνοθεσία του Morina που σωστά αποφεύγει να ωραιοποιήσει καταστάσεις, να χρυσώσει το χάπι.
Δεν είναι όμως αρκετή μια προσήλωση στον συγκεκριμένο τρόπο καταγραφής και κινηματογράφησης για να μπορέσει να υπερκεράσει η ταινία τα προβλήματα που έχει και τα οποία δεν είναι και λίγα. Το σενάριο της ταινίας είναι λιπόσαρκο εκεί που θα έπρεπε να έχει συσσωρευμένη περισσότερη ουσία, τόσο στο κομμάτι της περιγραφής της ψυχοσύνθεσης των χαρακτήρων (ποτέ δεν μπαίνει ο θεατής στη θέση να υιοθετήσει τη νοοτροπία και τον τρόπο σκέψης τόσο του Gezim όσο και του Nori, μια και η κάμερα λειτουργεί περισσότερο αποστασιοποιημένα ως παρατηρητής και όχι ως κοινωνός των δράσεών τους στις οποίες καταφεύγουν για να πετύχουν τους σκοπούς τους), όσο και στον πολιτικό σχολιασμό των κοινωνικών συνθηκών που βιώνουν, ο οποίος περιορίζεται σε μια ειλικρινή μεν, στεγνή δε καταγραφή. Όσο εξελίσσεται η πλοκή και όσο πιο κοντά έρχεται η ώρα της επανασύνδεσης πατέρας και γιου, τόσο εντείνεται περισσότερο η αίσθηση ότι ο ίδιος ο Morina, που έχει τον ρόλο και του σεναριογράφου, δεν ξέρει πώς θα εξελιχθεί η ιστορία του από ένα σημείο κι έπειτα, κάτι στο οποίο συμβάλλει και το εξαιρετικά απότομο και ιδιαίτερα αντικλιμακτικό φινάλε που δεν δίνει καμία λύση ή κάθαρση σε όσα προηγήθηκαν και αφήνει έτσι μια πικρή επίγευση απογοήτευσης. Δεν βοηθάει επίσης το γεγονός ότι όλο αυτό το χρονικό καταγραφής απόγνωσης και δυστυχίας στο οποίο παρατηρούμε φαινόμενα όπως οικογενειακή κακοποίηση, διακίνηση ανθρώπων και οικονομική δυσχερεία μεταξύ άλλων, δεν περιέχει καμία ανάπαυλα από τα όσα δυσάρεστα ξετυλίγονται στη μεγάλη οθόνη, με την έλλειψη έστω λίγου λυτρωτικού ανθρώπινου χιούμορ και την υπέρμετρη σοβαρότητα να αποβαίνει καταλυτική για το τελικό ύφος της ταινίας που είναι πεζό και δίχως χυμούς.
Προφανώς είναι σεβαστή η απόφαση του Morina να θελήσει να θίξει τους προβληματισμούς του με ύφος αυστηρότητας και αφηγηματικής λιτότητας, ωστόσο αυτό απαιτεί μεγαλύτερη δεξιοτεχνία από αυτήν που κατέχει.
Βαθμολογία: