Αρχές του 20ού αιώνα. Η Φάννυ και ο Αλέξανδρος, παιδιά μιας οικογένειας θεατρίνων, μεγαλώνουν ευτυχισμένα σε ένα ιδανικό περιβάλλον, μέχρι που η ζωή τους συγκλονίζεται από την απώλεια του πατέρα τους. Ο δεύτερος γάμος της μητέρας τους μ’ έναν σαδιστή κι αυταρχικό κληρικό, θα τους φέρει αντιμέτωπους με τους απάνθρωπους καταναγκασμούς του εκκλησιαστικού πουριτανισμού. Ο μικρός Αλέξανδρος, όμως, με όχημα τα όνειρα του, θα αντισταθεί ενστικτωδώς αλλά και σθεναρά στις επιβολές της αρρωστημένης χριστιανικής ηθικής.
Σκηνοθεσία:
Ingmar Bergman
Κύριοι Ρόλοι:
Ewa Froling … Emilie Ekdahl
Bertil Guve … Alexander Ekdahl
Pernilla Allwin … Fanny Ekdahl
Jan Malmsjo … επίσκοπος Edvard Vergerus
Gunn Wallgren … Helena Ekdahl
Allan Edwall … Oscar Ekdahl
Jarl Kulle … Gustav Adolf Ekdahl
Mona Malm … Alma Ekdahl
Erland Josephson … Isak Jacobi
Borje Ahlstedt … Carl Ekdahl
Pernilla August … Maj
Harriet Andersson … Justina
Lena Olin … Rosa
Gunnar Bjornstrand … Filip Landahl
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Ingmar Bergman
Παραγωγή: Jorn Donner, Daniel Toscan du Plantier
Μουσική: Daniel Bell
Φωτογραφία: Sven Nykvist
Μοντάζ: Sylvia Ingemarsson
Σκηνικά: Anna Asp
Κοστούμια: Marik Vos-Lundh
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Fanny och Alexander
- Ελληνικός Τίτλος: Φάννυ και Αλέξανδρος
- Διεθνής Τίτλος: Fanny and Alexander
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Fanny & Alexander
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (Σουηδία), φωτογραφίας, σκηνικών και κοστουμιών. Υποψήφιο για σκηνοθεσία και αυθεντικό σενάριο.
- Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας. Υποψήφιο για σκηνοθεσία.
- Βραβείο Bafta φωτογραφίας. Υποψήφιο για ξενόγλωσση ταινία και κοστούμια.
- Καλύτερη ξένη ταινία στα Cesar.
- Καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία και αντρική ερμηνεία (Jarl Kulle) στα Guldbagge, τα εθνικά βραβεία της Σουηδίας.
- Βραβείο FIPRESCI στο φεστιβάλ Βενετίας.
Παραλειπόμενα
- Αρχικά γυρίστηκε σαν ένα τετράπτυχο για την σουηδική τηλεόραση, με διάρκεια 312 λεπτά. Υπό αυτή τη μορφή έχει προβληθεί και σε αίθουσες, ενώ υπάρχει και στη χώρα μας σε DVD.
- Ο Bergman αναίρεσε την επιλογή του να μην ξανακάνει σινεμά, και έβγαλε αυτή την ταινία στις αίθουσες. Είναι η τελευταία του ταινία επί της μεγάλης οθόνης.
- Η συμμετοχή των Liv Ullmann (η ίδια απέρριψε την συμμετοχή της), Max von Sydow (υπήρχαν προβλήματα με τον μάνατζερ του ηθοποιού) και Ingrid Bergman (έμεινε σαν επιθυμία του σκηνοθέτη) δεν έγινε δυνατή.
- Η πρώην σύζυγος του φωτογράφου Sven Nykvist έχασε τη ζωή της καθώς γυρίζονταν η ταινία. Ανάμεσα σε αυτόν και τον Bergman υπήρξε μεγάλη ρήξη, καθώς ο σκηνοθέτης δεν άφηνε τον φωτογράφο να παραστεί στην κηδεία και να διακόψει τα γυρίσματα.
- Το πρώτο δοκιμαστικό σενάριο που έγραψε ο Bergman ήταν χιλίων σελίδων γραμμένων με το χέρι, και ήταν έτοιμο το 1979. Πολλά στοιχεία είναι αυτοβιογραφικά του.
- Ο Bergman συνεχώς ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει τα γυρίσματα. Ο λόγος ήταν ότι έπασχε από κρίσεις υποχονδρίας, και παραπονιόταν ότι είχε κατάθλιψη ή και καρκίνο.
- Το σουηδικό ντοκιμαντέρ The Making of Fanny and Alexander βγήκε ταυτόχρονα με την ταινία στις αίθουσες.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 6/10/2009
Ο Bergman έκανε την απόλυτη σινεφιλική χάρη, κι επέστρεψε για ακόμη μία φορά στον κινηματογράφο, υπογράφοντας ό,τι καλύτερο έχει το όνομα του και το χρώμα του. Ως μεγάλος διδάσκαλος δασκαλεύει περί του πώς πρέπει να είναι η οπτική σε ένα δράμα εποχής. Οι ήρωες του έχουν έναν τόνο από φάντασμα, δεν μπορείς να τους προσαρμόσεις στο σήμερα, είναι απομεινάρια μιας εποχής με πολύ διαφορετική σκέψη, πολύ διαφορετική κίνηση. Οι ήρωες του ζουν και στο σήμερα, αλλά ως «διασκευές» κι όχι ως υποστάσεις. Κανείς δεν θα αναζητήσει τη Φάννυ και τον Αλέξανδρο πλέον, κανείς πάλι δεν θα πει το κλασικό «κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»…
Η αφήγηση είναι σε μια τέλεια ευθεία σαν ένα ρυάκι που οδεύει στη μεγάλη θάλασσα. Τόσες ώρες έργο κι εσύ νιώθεις να παρατηρείς από πάνω κάτι που λειτουργεί παράλληλα με εσένα, και δεν μπορείς να αποφύγεις, να αποστρέψεις οφθαλμό. Η ιστορία της οικογένειας του έργου σού δίνει την εντύπωση πως δεν σου αφήνει κανένα κενό, πως στην ουσία την έμαθες όλη. Ακόμα και με μικρές σκηνές, ο Bergman σε κάνει γνώστη όλων όσων τους αφορούν, έναν πανόπτη καταστάσεων. Πολύ γρήγορα, δε, σε βάζει στην ηθική λογική της εποχής, και της ηθικής κάθε τάξης ανθρώπων που εμφανίζονται και περικυκλώνουν το σύμπαν της εποχής. Το ίδιο σημαντικός είναι ο χαρακτήρας του αριστοκράτη με αυτόν της υπηρέτριας.
Τα δύο παιδιά δεν τίθενται τυχαία στο επίκεντρο. Είναι το συναίσθημα και η αγνότητα που λείπει από τις μεγαλύτερες ηλικίες. Είναι η ελπίδα που υπονομεύεται από τους μεγάλους, και η ηλικία που χτίζονται τα πρώτα ψυχολογικά προβλήματα. Μια χείρα βοηθείας στον Φρόιντ και στον Ίψεν που καταπιάνονταν από την αντίστροφη, δηλαδή έβλεπαν τα παιδικά προβλήματα μέσω των ώριμων ηλικιών. Δεν είπα τίποτα, σχεδόν, περί των τυπικών, γιατί πιστεύω ότι οι περισσότεροι έχουν ήδη μια εικόνα, αν όχι πλήρη, της αρτιότητας της παραγωγής. Όσο για τις μικρότερες ηλικίες που δεν είχαν την ευκαιρία να το απολαύσουν… το είπα ήδη… ας το απολαύσουν κι αυτοί…
Βαθμολογία:
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 26/12/2020
Σουηδία, 1907. Η Φάνι και ο Αλέξανδρος, νεαρά μέλη μίας πολυμελούς ευρύτερης οικογένειας βρίσκονται με τους γονείς τους Έμιλι και Όσκαρ στο σπίτι της γιαγιάς τους, μητριαρχικής φιγούρας και διάσημης ηθοποιού Έλενα για το χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν. Τα νεότερα αδέρφια του πατέρα τους, ο αποτυχημένος καθηγητής Καρλ με την όχι ιδιαίτερα δημοφιλή στην οικογένεια Γερμανίδα σύζυγό του και ο γραφικός και προδήλως άπιστος Γκούσταβ με την απείρως ψύχραιμη σύντροφό του βρίσκονται επίσης εκεί. Όλο το συγγενολόι μαζί με το προσωπικό του δίνουν την αίσθηση ενός δυσλειτουργικού πλην ελεύθερου συνόλου, προκαλώντας ένα πηγαίο χαμόγελο στα χείλη των δύο παιδιών.
Όταν όμως ο Όσκαρ, κληρονόμος του θεατρικού γονιδίου της οικογένειας, καταρρέει μπροστά στους εμβρόντητους συγγενείς του κατά τη διάρκεια μίας πρόβας στο οικογενειακό θέατρο όπου υποδυόταν τον Άμλετ, οι τύχες των δύο παιδιών αρχίζουν να παίρνουν άσχημη τροπή. Λίγο αργότερα ο πατέρας τους πεθαίνει και η τραγική φιγούρα Έμιλι αποφασίζει να δεχτεί την πρόταση γάμου του ιερωμένου Έντβαρντ Βεγκέρους, θεωρώντας πως αυτό θα ήταν προς όφελος τόσο της ίδιας όσο και των ανήλικων τέκνων της. Η παρουσία του ιερέα όμως στη ζωή της οικογένειας αποδεικνύεται προβληματική. Η καταπιεστική, θρησκόληπτη φύση του τον ωθεί σε τυραννικές επιλογές και η Φάνι με τον Αλέξανδρο βιώνουν για πρώτη φορά τον βασανιστικό εκφοβισμό και τη βία σαν μέθοδο διαπαιδαγώγησης. Μόνη τους αντίσταση η δύναμη της αθώας παιδικής φαντασίας τους.
Ο κολοσσιαίος Ίνγκμαρ Μπέργκμαν φιλοτεχνεί σε αυτό το φιλμ, το οποίο προοριζόταν για κύκνειο άσμα του, έναν από τους μεγαλύτερους θριάμβους στην ιστορία της Τέχνης, μία ταινία βγαλμένη από βιβλία ανθολογίας της ανθρώπινης καλλιτεχνικής δημιουργίας. Βαδίζοντας προς τη δύση της καριέρας του, ανακηρύσσει θριαμβευτικά την Φαντασία –δηλαδή την Τέχνη– συνεκτικό κρίκο της πραγματικότητας.
Βλέπει σε αυτήν το μοναδικό πεδίο στο οποίο ο άνθρωπος μπορεί να υπερβεί τα εγγενή όριά του, τη θνητότητα του και τη μικρότητά του. Σ’ έναν ανθρώπινο παράδεισο που έρχεται σαν αντιστάθμισμα της θεϊκής προδοσίας, της εμβληματικής κενότητας που δημιουργεί η απουσία του Θεού και του απάνθρωπου πόνου που κουβαλά η εφαρμογή των κανόνων που εφηύραν οι αυτόκλητοι ερμηνευτές του.
Ο Μπέργκμαν τοποθετεί ένα κομμάτι από τον εαυτό του σε κάθε ανδρικό χαρακτήρα του έργου. Τα μάτια του όμως τα φυλά για τον Αλέξανδρο, που αποτελεί ίσως την ομορφότερη καταγεγραμμένη προβολή του δημιουργού σε χαρακτήρα του έργου του. Η παιδική ματιά του Αλέξανδρου χαρίζει στον ίδιο και ταυτόχρονα στον θεατή μία sui generis άφεση για αμαρτίες που δεν είναι δικές του, αλλά τον ταλαιπωρούν σαν να ήταν. Η αθωότητα ενός παιδιού είναι αυτό που διασώζει τη ζωή του ενήλικα από την εκκωφαντική έλλειψη νοήματος. Η θεραπευτική φαντασία του αντικαθιστά τον καθολικό Θεό-τιμωρό που βλέπει και κρίνει κάθε σκέψη με την ανακουφιστική ελευθερία. Ακόμα και η θνητότητα, μέσα από τα παιδικά μάτια, είναι απλώς μία μετάλλαξη και όχι ένα οριστικό τέλος.
Αυτοβιογραφικό με την έννοια της ενδοσκόπησης, το φιλμ του Μπέργκμαν μοιράζεται σε δύο κόσμους που συγκροτούν ένα ισχυρό αντιθετικό δίπολο. Ο πρώτος, αυτός των Έκνταλ, ρομαντικός, κατακόκκινος και με μπαρόκ αισθητική, μία σκηνογραφική εξτραβαγκάντζα. Ο δεύτερος, αυτός του ιερέα Βεργκέρους, μινιμαλιστικός, σκοτεινός, σε τόνους ενός λευκού που παραπέμπει σε σωφρονιστικό ίδρυμα γοτθικής αυστηρότητας.
Τα δύο περιβάλλοντα αντανακλούν απόλυτα τις ψυχικές διακυμάνσεις των παιδιών. Από την ασφάλεια της οικογενειακής θαλπωρής με όλες τις γκρίζες ηθικές τις ζώνες στον βάναυσο κόσμο της εκδικητικής τιμωρίας του πουριτανισμού. Με την ταινία να οδηγείται σε ένα συγκλονιστικό κυκλικό σχήμα, ο κινηματογραφικός χώρος γίνεται ο ίδιος αφήγηση, μέσα από τη σπουδαία δουλειά του θρυλικού διευθυντή φωτογραφίας Σβεν Νίκβιστ και την απαράμιλλη καλλιτεχνική διεύθυνση των Άννα Ασπ και Σουζάνα Λιντχάιμ.
Το συγκεκριμένο φιλμ αποτελεί την πιο σεξπηρική στιγμή του Κινηματογράφου. Από τα φαντάσματα που ταλανίζουν το θυμικό του παιδιού μέχρι το δραματικό φινάλε, η αφηγηματική διάρθρωση της ταινίας παραπέμπει σε μία ιστορία που εντάσσεται στο σύμπαν του Άμλετ, με τα ηθικά διλήμματα και τον αρχετυπικό κακό πατριό. Τούτο σηματοδοτεί και την απομάκρυνσή του από τις πεπατημένες οδούς της εργογραφίας του.
Η απόφαση του Μπέργκμαν να εγκαταλείψει το σύνηθες ύφος του δίνοντας τον πρώτο λόγο στη μαγεία και τη φαντασία και εντάσσοντας δραματουργικά στοιχεία που δεν αποτελούν χαρακτηριστικά του (όπως το χιούμορ που κατέχει σημαντικό ρόλο στην ταινία, τα παιδιά σε πρωταγωνιστικούς ρόλους) φαντάζει αξιοπερίεργη. Και όμως, ο σπουδαίος Σουηδός πλησιάζοντας προς το τέλος της τεράστιας καριέρας του επιλέγει να δημιουργήσει την πιο προσιτή του ταινία.
Το Φάνι και Αλέξανδρος συνιστά τη βαθιά προσωπική υπόκλιση του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν στην τέχνη που με πάθος υπηρέτησε. Ο άνθρωπος που μεγαλούργησε σε ασπρόμαυρους τόνους κρατούσε για τη δύση του ένα βαθιά κρυμμένο πολύχρωμο ευχαριστήριο γράμμα για τον Κινηματογράφο που του επέτρεψε να διαφύγει από τους προσωπικούς του δαίμονες, που δέχτηκε αβασάνιστα τη φαντασία του και φρόντισε να αποδειχθεί φιλόξενος για κάθε του σκέψη.
Για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, χρειάστηκε να επιστρατεύσει το αγνό παιδικό βλέμμα που τον οδήγησε στο σύμπαν της καλλιτεχνικής δημιουργίας προκειμένου να επιβιώσει από την καταπίεση του σπιτιού του και που τον ακολουθούσε σε κάθε του μεγαλούργημα. Υπό αυτή την οπτική, πρόκειται πιθανώς για την πιο συγκλονιστική ταινία για την Τέχνη που έγινε ποτέ.
Βαθμολογία: