Ο Τζον ζει με τον σύντροφό του, Έρικ, και τη μικρή τους κόρη, Μόνικα, στην Καλιφόρνια. Ο πατέρας του, ο Γουίλις, ένας δύστροπος και πολύ συντηρητικός άνδρας, ζει μόνος του στην απομακρυσμένη φάρμα όπου μεγάλωσε ο Τζον. Το μυαλό του Γουίλις σιγά σιγά φθίνει, κι έτσι ο Τζον τον παίρνει μαζί του με σκοπό αυτός και η αδερφή του, η Σάρα, να βρουν έναν οίκο ευγηρίας όπου θα μπορούσε να μένει πιο κοντά τους. Όμως, οι καλές προθέσεις των δύο δύσκολα διαπερνούν την άρνηση του πατέρα τους για οποιαδήποτε αλλαγή στη ζωή του. Ένα ταξίδι από το σκοτάδι στο φως, από τον θυμό και την πικρία στην αποδοχή.
Σκηνοθεσία:
Viggo Mortensen
Κύριοι Ρόλοι:
Viggo Mortensen … John Peterson
Lance Henriksen … Willis Peterson
Sverrir Gudnason … Willis Peterson (νεότερος)
Laura Linney … Sarah Peterson
Hannah Gross … Gwen Peterson
Terry Chen … Eric Peterson
David Cronenberg … Δρ Klausner
Paul Gross … Δρ Solvei
Maxwell McCabe-Lokos … Eddie
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Viggo Mortensen
Παραγωγή: Daniel Bekerman, Chris Curling, Viggo Mortensen
Μουσική: Viggo Mortensen
Φωτογραφία: Marcel Zyskind
Μοντάζ: Ronald Sanders
Σκηνικά: Carol Spier
Κοστούμια: Anne Dixon
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Falling
- Ελληνικός Τίτλος: Falling
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο Sebastiane στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.
- Υποψήφιο για αντρική ερμηνεία (Viggo Mortensen) στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
Παραλειπόμενα
- Σκηνοθετικό ντεμπούτο για τον Viggo Mortensen.
- Ο Mortensen δεν σκόπευε εξαρχής να συμμετέχει και ερμηνευτικά, αλλά συνειδητοποίησε πως επειδή δεν υπήρχαν μεγάλα ονόματα στο καστ, δεν θα έβρισκε αλλιώς την αναγκαία χρηματοδότηση.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 18/2/2021
Είναι σίγουρο ότι ο Mortensen έχει βάλει την καρδιά του σε αυτό το παρθενικό σκηνοθετικό του εγχείρημα. Το συναίσθημα που εκπέμπεται είναι γνήσιο, και το δράμα ενέχει ένα ευδιάκριτο προσωπικό στοιχείο που το κάνει ουσιώδες. Παρατηρεί όμως κανείς λάθη που καθιστούν εξίσου εμφανές το ότι το φιλμ προέρχεται από έναν πρωτάρη στους ρόλους του σκηνοθέτη και του σεναριογράφου. Όχι λάθη καταστροφικά, αλλά αρκετά σοβαρά για να προκαλέσουν προβλήματα και να εμποδίσουν το τελικό αποτέλεσμα από το να φτάσει το μέγιστο των δυνατοτήτων των ιδεών που εντοπίζονται εδώ.
Πιο συγκεκριμένα, αν λάβει κανείς υπόψιν το ότι, στην πραγματικότητα, από όλους τους ήρωες μονάχα το δίδυμο πατέρα-γιου των Henriksen και Mortensen έχει μια αληθινά ολοκληρωμένη υπόσταση σεναριακά (και ίσως ο πατέρας ακόμη περισσότερο από τον γιο, επισκιάζοντάς τον δραματουργικά), μπαίνει κανείς σε σκέψεις για το αν το «Falling» θα λειτουργούσε περισσότερο αν είχε τη μορφή και τη δομή ενός μονόπρακτου που θα περιελάμβανε αποκλειστικά αυτούς τους δύο χαρακτήρες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι καλύτερες στιγμές της ταινίας είναι αυτές που περιέχουν την αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο συγκεκριμένων προσώπων, ακόμη περισσότερο δε τη σύγκρουση, και που επιμένουν σε μια σκηνοθεσία που έχει στο επίκεντρό της τον διάλογο. Όταν ο Mortensen προχωράει σε ελαφρώς βαρυφορτωμένες σκηνοθετικές πινελιές «υπερβατικού» χαρακτήρα με διάφορους συμβολισμούς που παραπέμπουν σε όνειρο, ή επιστρατεύει ένα κάπως άτσαλο χρονικό «πηγαινέλα» με φλας-μπακ (τα οποία δυστυχώς δεν λειτουργούν όσο θα επιθυμούσε ο ίδιος, κυρίως λόγω μέτριων ερμηνειών), μοιάζει να αναιρεί σε έναν βαθμό όσα χτίζει μέσω άλλων οδών, για να μην αναφερθεί η ανομοιογένεια του ύφους που προκύπτει από τις εν λόγω παρεμβάσεις.
Η διαμάχη μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών δεν διαβάζεται μόνο σε οικογενειακό επίπεδο ή επίπεδο νοοτροπίας, αλλά αφορά και το λεγόμενο χάσμα γενεών, εν προκειμένω τη διάσταση ανάμεσα στους μπέιμπι μπούμερ και την αποκαλούμενη ως γενιά Χ. Φιλόδοξη η όλη προσπάθεια του σεναρίου να λειτουργήσει πολυδιάστατα το θέμα του, έστω κι αν σαν στόχος δεν επιτυγχάνεται στο εκατό τοις εκατό. Εκεί που πραγματικά πετυχαίνει η συνταγή είναι στο να πείσει για το ειδικό βάρος της κόντρας στην οποία εστιάζει το κείμενο, κυρίως από την πλευρά του ιδιαίτερα τοξικού λόγου του πατέρα. Το φιλμ δεν φοβάται να γίνει δυσάρεστο ή άβολο ειδικά όσον αφορά τα σχετικά με την υπό εξέταση πατρική φιγούρα, ακόμη κι αν ενίοτε επιλύει κάποιες καταστάσεις υπερβολικά εύκολα. Διέπεται από μια περισσότερο ευρωπαϊκή ιδιοσυγκρασία, παρά τις αμερικάνικες και καναδικές τοποθεσίες της δράσης, στο πώς αντιμετωπίζει τις σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων και τις μεμονωμένες συμπεριφορές τους, χωρίς να τις αξιολογεί μανιχαϊστικά, ξεκινώντας από χαμηλές εντάσεις και ανεβάζοντας τα ντεσιμπέλ τις κατάλληλες στιγμές, χωρίς καταχρήσεις και υπερβολές.
Είναι αναμενόμενο, λοιπόν, δεδομένης της δομής του σεναρίου, παρότι υπάρχει κι ένα αξιόλογο αν και σχετικά σύντομο πέρασμα από την πάντοτε στιβαρή ερμηνευτικά Laura Linney, ότι η προσοχή στρέφεται στους ρόλους των Lance Henriksen και Viggo Mortensen. Αν και ο δεύτερος επιβεβαιώνει για μία ακόμη φορά το εύρος των δεξιοτήτων του, προσεγγίζοντας τον ήρωά του με μεγάλη προσοχή και λεπτομερή δουλειά στην κίνηση και την εκφορά του λόγου, είναι ο πρώτος που κλέβει την παράσταση, σκιαγραφώντας έναν από τους πιο αδυσώπητα σκληρούς πατέρες της πρόσφατης κινηματογραφικής μνήμης, μη φιλτράροντας την ωμότητα του κειμένου που αφορά τον ίδιον, προσφέροντας όμως και ανεπιτήδευτες εκλάμψεις ανθρωπιάς που προσδίδουν επιπλέον πτυχές στην ερμηνεία του. Πρόκειται για έναν ρόλο μεγάλου διαμετρήματος, ίσως μεγαλύτερου από αυτό που αντέχει ο δραματουργικός σκελετός που χτίζει ο Mortensen, για αυτό και παρά τη δυναμική του παραμένει σχετικά “προσγειωμένος”.
Παρά τα προβλήματα που εντοπίζονται, το φιλμ είναι ένα ενδιαφέρον και αρκετά ελπιδοφόρο ξεκίνημα για τον σκηνοθέτη του. Ειδικά στον τομέα της διεύθυνσης ηθοποιών δίνει πολλές υποσχέσεις, και αν συνεχίσει σε μια βιωματικού τύπου διαδρομή και σε επόμενες προσπάθειές του, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα βγάλει «λαβράκια».
Βαθμολογία: