Όλα θα Πάνε Καλά
- Every Thing Will Be Fine
- 2015
- Γερμανία
- Αγγλικά
- Αισθηματική, Δραματική
- 13 Αυγούστου 2015
Ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα μεταλλάσσει τη ζωή του συγγραφέα Τόμας Έλνταν. Παρότι δεν είναι άμεσα υπεύθυνος, η σχέση του με την κοπέλα του διαλύεται. Ο Τόμας πέφτει σε μια μαύρη τρύπα στοχασμών. Αποζητά καταφύγιο στη συγγραφή και μια νέα αγάπη ώστε να κάνει οικογένεια. Πάνω από όλα, πρέπει να δώσει νέο νόημα στη ζωή του.
Σκηνοθεσία:
Wim Wenders
Κύριοι Ρόλοι:
James Franco … Tomas Eldan
Charlotte Gainsbourg … Kate
Marie-Josee Croze … Ann
Robert Naylor … Christopher
Rachel McAdams … Sara
Julia Sarah Stone … Mina
Patrick Bauchau … ο μπαμπάς
Peter Stormare … ο εκδότης
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Bjorn Olaf Johannessen
Παραγωγή: Gian-Piero Ringel
Μουσική: Alexandre Desplat
Φωτογραφία: Benoit Debie
Μοντάζ: Toni Froschhammer
Σκηνικά: Emmanuel Frechette
Κοστούμια: Sophie Lefebvre
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Every Thing Will Be Fine
- Ελληνικός Τίτλος: Όλα θα Πάνε Καλά
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο μουσικής στα εθνικά βραβεία της Γερμανίας.
Παραλειπόμενα
- Πρώτη ταινία μυθοπλασίας για τον Wenders μετά από 7 χρόνια.
- Ο Wim Wenders ξεκίνησε τα γυρίσματα στο Μόντρεαλ τον Αύγουστο του 2013. Έπειτα τα διέκοψε και επέστρεψε σε αυτά τον Χειμώνα του επόμενου χρόνου.
- Η ταινία βγήκε και τρισδιάστατη.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ο Alexandre Desplat ηχογράφησε τη μουσική μόλις μία βδομάδα πριν την πρεμιέρα στο φεστιβάλ Βερολίνου.
Κριτικός: Νάνσυ Μιχαηλίδου
Έκδοση Κειμένου: 14/7/2015
Επτά χρόνια μετά το Palermo Shooting, κι έχοντας ενδιάμεσα επικεντρωθεί στο είδος του ντοκιμαντέρ, ο Βιμ Βέντερς επιστρέφει στο αφηγηματικό σινεμά, με το αποτέλεσμα δυστυχώς να μη δικαιώνει την απόφασή του, αφού δεν καταφέρνει να θυμίσει ούτε στο ελάχιστο τον auteur που γνωρίσαμε μέχρι τα μισά της καριέρας του.
Η ιστορία βρίσκει τον συγγραφέα Τόμας Έλνταν, ο οποίος έχει απομονωθεί στον Καναδά για να γράψει, να πρωταγωνιστεί σε ένα θανατηφόρο αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Το τραγικό γεγονός θα αλλάξει τη ζωή του, θα επαναπροσδιορίσει τις διαπροσωπικές του σχέσεις και θα τον οδηγήσει σε ένα δύσκολο μονοπάτι ενοχών. Παράλληλα, η ατυχής αυτή εμπειρία θα αποτελέσει έμπνευση στο συγγραφικό του έργο και θα απογειώσει την καριέρα του, δημιουργώντας έτσι στον ίδιο ένα νέο κύμα τύψεων, που με τη βοήθεια κάποιων «φαντασμάτων» του παρελθόντος θα συνεχίσουν να τον στοιχειώνουν.
Ο Βιμ Βέντερς συγκεντρώνει ένα επώνυμο καστ, αποτελούμενο από τους Τζέιμς Φράνκο, Σαρλότ Γκέινσμπουργκ, Ρέιτσελ ΜακΆνταμς και Μαρί Ζοσέ Κροζέ, τοποθετεί τον Μπενουά Ντεπί στη διεύθυνση φωτογραφίας, αναθέτει στον Αλεξάντρ Ντεσπλά τη μουσική επένδυση της ταινίας κι επιλέγει να χρησιμοποιήσει 3D τεχνολογία για να δώσει περισσότερο βάθος στο ανθρώπινο δράμα των ηρώων του. Αναφερόμαστε αδιαμφισβήτητα σε μια πολύ καλή παραγωγή, της οποίας ωστόσο η αισθητική ακρίβεια λειτουργεί αντιστρόφως ανάλογα με την ίδια την ουσία της. Η αγάπη του Βέντερς για το 3D φαίνεται πως τον παρασύρει ώστε να χάσει τον προσανατολισμό του, εστιάζοντας στην τεχνική και παραδίδοντας ένα χλιαρό δράμα. Μια δραματική ταινία δεν χρειάζεται τέτοια αξεσουάρ για να απογειωθεί, κι ενώ το συγκεκριμένο εργαλείο λειτούργησε θεαματικά στο ντοκιμαντέρ Πίνα Μπάους, εδώ μοιάζει σαν χαμένη χρήση μιας τεχνολογίας πάνω σε μια δραματική ταινία που δεν χρειαζόταν τονωτικές ενέσεις «τρίτου τύπου», αλλά κυρίως ψυχής. Κι ενώ τα θέματα που γεννούνται από το ατυχές περιστατικό παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον, το σενάριο του Μπιορν Όλαφ Γιοχάνεσεν στερείται εμβρίθειας, καθώς δεν καταφέρνει να μεταδώσει σε βάθος τα έντονα συναισθήματα των ηρώων του, ενώ προσθέτει συνεχώς νέες πληροφορίες, με τα νέα δεδομένα να κυλούν μπροστά στα μάτια του θεατή σαν σαπουνόπερα, ακολουθώντας τους χαρακτήρες για περίπου μία δεκαετία. Πρόκειται για μια δουλειά που θα ταίριαζε περισσότερο στο σινεμά της Σουζάνε Μπίερ παρά του Βιμ Βέντερς…
Μια ιστορία ενοχών, συγχώρεσης και κάθαρσης, που υστερεί σε ουσία και ψυχή, από έναν σκηνοθέτη που μας έχει αποδείξει στο παρελθόν ότι ακόμα και σε συνθήκες λιτότητας μπορεί να κάνει πολύ περισσότερα, χωρίς να επικεντρώνεται στο «κάθε πράγμα» – κατά του σκοπίμως χωρισμένου «every thing» του τίτλου – που ομολογουμένως στη συγκεκριμένη περίπτωση λειτουργεί περίφημα, τουλάχιστον όσον αφορά το τεχνικό κομμάτι αυτής της πανάκριβης παραγωγής…
Βαθμολογία: