Μάης, 1996. Δύο ομάδες ορειβατών βρίσκονται μπροστά στην πρόκληση των Ιμαλαΐων, καθοδόν για την κορυφή του Έβερεστ. Ο κόσμος γύρω τους συνταράσσεται από μια τεράστια χιονοθύελλα, όπου τα σκληρότερα στοιχεία της φύσης βάλλονται κατά των ανθρώπων. Πλέον, η εμμονή των ορειβατών για ανάβαση μετατρέπεται σε ένα αδυσώπητο αγώνα επιβίωσης.

Σκηνοθεσία:

Baltasar Kormakur

Κύριοι Ρόλοι:

Jason Clarke … Rob Hall

Jake Gyllenhaal … Scott Fischer

Josh Brolin … Beck Weathers

Robin Wright … Peach Weathers

John Hawkes … Doug Hansen

Sam Worthington … Guy Cotter

Michael Kelly … Jon Krakauer

Keira Knightley … Jan Hall

Emily Watson … Helen Wilton

Thomas M. Wright … Michael Groom

Martin Henderson … Andy ‘Harold’ Harris

Elizabeth Debicki … Δρ Caroline MacKenzie

Naoko Mori … Yasuko Namba

Vanessa Kirby … Sandy Hill Pittman

Ingvar Sigurdsson … Anatoli Boukreev

Mia Goth … Meg Weathers

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: William Nicholson, Simon Beaufoy

Παραγωγή: Nicky Kentish Barnes, Tim Bevan, Eric Fellner, Baltasar Kormakur, Brian Oliver, Tyler Thompson

Μουσική: Dario Marianelli

Φωτογραφία: Salvatore Totino

Μοντάζ: Mick Audsley

Σκηνικά: Gary Freeman

Κοστούμια: Guy Speranza

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Everest
  • Ελληνικός Τίτλος: Έβερεστ

Παραλειπόμενα

  • Το φιλμ παίρνει στοιχεία από το βιβλίο Into Thin Air του Jon Krakauer (όπως και από μαρτυρίες επιζώντων), που αναλύει τα γεγονότα της περίφημης τραγωδίας του Έβερεστ, τον Μάιο του 1996.
  • Κατά τα γυρίσματα της ταινίας στο Νεπάλ, έλαβε χώρα μια ακόμα μεγαλύτερη τραγωδία που ξεπέρασε σε αριθμό νεκρών αυτή του 1996.
  • Η ταινία ήταν σχεδιασμένη να ξεκινήσει γυρίσματα τον Νοέμβρη του 2013, αλλά αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα, όταν μια εταιρία παραγωγής απέσυρε τη χρηματοδότηση της. Βρέθηκαν δύο άλλες εταιρίες πρόθυμες, και τα γυρίσματα ξεκίνησαν στις 13 Ιανουαρίου του 2014 στις ιταλικές Άλπεις, συνεχίζοντας σε Νεπάλ και Ισλανδία.
  • Αρχικά ήταν να πρωταγωνιστεί ο Christian Bale στον ρόλο του Ρομπ Χαλ και η ταινία να επικεντρώνεται πάνω του. Όταν ο ουαλός ηθοποιός αποχώρησε προτιμώντας να παίξει στο Η Έξοδος: Θεοί και Βασιλιάδες, ο σκηνοθέτης αποφάσισε να πλατειάσει την πλοκή ανά το καστ και να προσληφθούν περισσότεροι διάσημοι ερμηνευτές.
  • Η ταινία βγήκε και τρισδιάστατη.
  • Το φιλμ απέδωσε καλά στα ταμεία, με κέρδη 203,4 εκατομμύρια δολάρια, κι ενώ κόστισε 55.

Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου

Έκδοση Κειμένου: 28/9/2015

Ποιος έχει τον τελευταίο λόγο; Η ψυχραιμία και η αποφασιστικότητα ή η αυτού μεγαλειότητα της φύσης και των στοιχείων της; Πολύχρωμα ορειβατικά ρούχα, σκηνές κι εξοπλισμοί χάνονται μέσα στην άγρια μονοτονία του λευκού τοπίου, σε μια ταινία που το σασπένς μένει τελικά μετέωρο λόγω της κλισέ θεματολογίας και της απουσίας ψυχολογικής ανάπτυξης των χαρακτήρων της.

Ένα μείγμα προσωπικής ματαιοδοξίας, πνεύματος εξερεύνησης, ανάγκης της κατάκτησης του απάτητου και εσωτερικού, σχεδόν φροϊδικού ανταγωνισμού καλύπτει τις (για πολλούς) ακατανόητες αποστολές των ορειβατών στον υψηλότερο ορεινό όγκο της Γης. Σε ένα μέρος στο οποίο «ο άνθρωπος δεν είναι κατασκευασμένος για να μπορεί να ζει». Εκεί που τα σώματα κυριολεκτικά πεθαίνουν ώρα με την ώρα και το πολύτιμο οξυγόνο είναι τόσο λίγο που χρειάζεται να κουβαλάς μπουκάλες για να μπορείς να αντέξεις. Όπως είναι κατανοητό, η τραγωδία αργά η γρήγορα θα χτυπήσει την πόρτα, κάποιοι δεν θα υπομείνουν τις απάνθρωπες συνθήκες ή δεν θα μπορέσουν ποτέ να φτάσουν να αγγίξουν την κορυφή του πλανήτη.

Η ταινία του Μπαλτάσαρ Κορμάκουρ επιχειρεί να εξιστορήσει μια τέτοια πραγματική τραγωδία, μια πάλη ίσως κόντρα στο ανέφικτο. Μια ιστορία στην οποία το παιχνίδι της φήμης, της επιτυχίας και σε τελική ανάλυση της ίδιας της επιβίωσης παίζεται κυρίως με τους όρους της τύχης και λιγότερο με αυτούς της ικανότητας. Όμως, όταν οι απαραίτητοι για την εξέλιξη της πλοκής εκφοβισμοί, αλλά και οι μακρόπνοες επεξηγήσεις (για να γίνει ακόμη και στον πιο αδιάφορο θεατή κατανοητή η ριψοκινδυνότητα του εγχειρήματος) κοπάσουν, τότε αποκαλύπτεται η έλλειψη βάθους και η πολιτικώς ορθή αιτιολόγηση των κίνητρων των λαμπερών ομολογουμένως πρωταγωνιστών, που τους καθιστούν μονοδιάστατους, ίσως και τυποποιημένους. Η δε δραματική εστίαση διασπάται συνεχώς σε καμιά δεκαριά ξεχωριστούς χαρακτήρες που δεν έχουν προλάβει (ή δεν υπάρχει διάθεση) να αναπτυχθούν όσο έπρεπε και συνεπώς αυτό λειτουργεί εις βάρος της συναισθηματικής ανάμειξης του κοινού, κάτι τόσο σημαντικό σε ταινίες τέτοιου είδους.

Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα (σε μία ίσως από τις πιο περιπετειώδεις ορειβατικές αποστολές, τον Μάιο του 1996), το φιλμ προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην τεχνική του αρτιότητα -οι εικόνες του θεόρατου βουνού, σε συνδυασμό με το επιδέξιο μοντάζ κόβουν την ανάσα- και στην υπονομευτική του αναποφασιστικότητα γύρω από το ποιος τελικά είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής: ο άνθρωπος ή η φύση. Το σενάριο (υπογεγραμμένο και από τον Σάιμον Μποφόι, σεναριογράφο του παρόμοιου «127 Ώρες») προσπαθεί σημαντικά να αποφύγει τις δακρύβρεχτες παγίδες μιας κλασικής ταινίας καταστροφής, παρότι τελικά υποκύπτει στους απαράβατους κανόνες του genre. Τρεμάμενες γυναίκες περιμένουν στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, καθώς οι μεσήλικες σύντροφοί τους συνωστίζονται στο ψηλότερο σημείο του κόσμου προσπαθώντας να αγγίξουν (ίσως γεμάτοι υπαρξιακή ανασφάλεια, ή ακόμη και με πρωτόγονο φόβο επίδοσης) την κατάκτηση του προσωπικού τους ονείρου. Γίνεται πολύ γρήγορα κατανοητό, ότι η ταινία δεν επιθυμεί να ξεφύγει από την περπατημένη, να παραβεί τους κανόνες. Κάτι που θα μπορούσε σίγουρα να πετύχει (εξάλλου οι πρώτες ύλες υπάρχουν) εστιάζοντας περισσότερο στην ανάμειξη της τύχης και της δεξιότητας που συνοδεύουν πάντα τέτοιους είδους αποστολές. Στην αντίθεση των ατομικών προτεραιοτήτων που φέρνουν στο φως τα μεγάλα επιτεύγματα του ανθρώπου κόντρα στο αδύνατο. Στηρίζοντας την κινηματογραφική της οντότητα στους μοιραίους που τους καταπίνει το μαύρο, που χάνονται στην παγωμένη αγκαλιά της φύσης, που ξεκουράζονται ακίνητοι, στην ίδια θέση οπού έπεσαν, εκεί όπου ο ουρανός αρχίζει να αποκτά το απόκοσμο μαύρο χρώμα του σύμπαντος και η Γη φαντάζει τόσο μικρή και τόσο μακρινή.

Η Έμιλι Γουάτσον, ενσαρκώνοντας τη συντονίστρια της όλης αποστολής, κλέβει ερμηνευτικά την παράσταση προσπαθώντας να διαχειριστεί από απόσταση (βρίσκεται «παροπλισμένη» στον καταυλισμό, στους πρόποδες της κορυφής) το χάος που ξετυλίγεται μπροστά της. Πρόσωπο και φωνή συνθέτουν το πορτρέτο του επίπονα συγκρατημένου πανικού, με το φιλμ να αλλάζει αισθητά ταχύτητα όταν η ηθοποιός εμφανίζεται στην οθόνη. Οι υπόλοιποι ρόλοι μάλλον αναλώνονται σε ανούσια περάσματα από τη φιλμική σκηνή (με την ιστορία του Τζος Μπρόλιν να είναι κατεξοχήν η πιο ενδιαφέρουσα από όλες), ενώ ο ρόλος του σχεδόν πάντοτε εξαιρετικού Τζέικ Τζίλεγχαλ καταλήγει περίπλοκα περιφερειακός.

Εκτεθειμένο σε ένα αδιάκοπο exposition, μόνο και μόνο για να «χαρτογραφηθούν» εύληπτα τα όσα βλέπεις, το «Έβερεστ» δεν αποδίδει τον ενθουσιασμό της εικόνας και δεν συναρπάζει τόσο όσο θα ήθελες. Παρότι η κεντρική κι αληθινή ιστορία φαντάζει ακαταμάχητη, το φιλμ μοιάζει τελικά να φτάνει κοπιαστικά στην κορυφή (κυρίως εξαιτίας της τεχνικής του επιδεξιότητας), χωρίς όμως να σου δίνει τη δυνατότητα να νιώσεις δέος απολαμβάνοντας την επιβλητική θεά που απλώνεται ολόγυρά σου.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 29/10/2017

Μπορεί να είναι σύμβολο για το ισλανδικό σινεμά, οι αγγλόφωνες όμως ταινίες του Μπαλτάσαρ Κόρμακουρ δεν είναι εξίσου δημιουργικές. Στην περίπτωση του «Έβερεστ», έχουμε όλα όσα θα περιμέναμε κι από έναν συνηθισμένο αμερικανό σκηνοθέτη, που φυσικά θα είχε το ανάλογο μπάτζετ στα χέρια του. Η ταινία είναι ακόμα μία δυναμική περιπέτεια επιβίωσης, και μάλιστα επί της δράσης σίγουρα εντυπωσιάζει. Παρακολουθώντας όμως τον σοβαρό τρόπο που προσεγγίζει ο Κόρμακουρ την ιστορία του, είναι φυσιολογικό να λυπάσαι για την τόσο απλοϊκή προσέγγιση επί των χαρακτήρων, με συνέπεια να χάνεται η ευκαιρία για κάτι αληθινά αξιομνημόνευτο. Και μάλιστα όταν έχει τόσο καλά ονόματα στο καστ, όπως του Τζέικ Τζίλενχααλ και της Κίρα Νάιτλι, δεν είναι το θεμιτό αυτό που εντέλει παρακολουθούμε: ένα καταπληκτικό δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ. Καθόλου περίεργο που τα Όσκαρ γύρισαν την πλάτη στο έργο, κρίνοντας το επί το σύνολο, ακόμα και στις τεχνικές κατηγορίες.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

15 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *