Έμμα.
- Emma.
- 2020
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά
- Δραμεντί, Εποχής
- 27 Φεβρουαρίου 2020
Γοητευτική, έξυπνη και πλούσια, η Έμμα είναι μια ανήσυχη “βασίλισσα των μελισσών” χωρίς ανταγωνισμό σε μια μικρή, σχεδόν βαρετή πόλη. Σε αυτήν την απαστράπτουσα σάτιρα κοινωνικών τάξεων και ενηλικίωσης, η Έμμα πρέπει να περιπλανηθεί, να λάβει μέρος σε «πειραγμένους» αγώνες και να κάνει λάθος βήματα, για να βρει την αγάπη που υπήρχε εκεί από την αρχή.
Σκηνοθεσία:
Autumn de Wilde
Κύριοι Ρόλοι:
Anya Taylor-Joy … Emma Woodhouse
Johnny Flynn … George Knightley
Bill Nighy … Κος Woodhouse
Mia Goth … Harriet Smith
Miranda Hart … Δις Bates
Josh O’Connor … Κος Elton
Callum Turner … Frank Churchhill
Rupert Graves … Κος Weston
Gemma Whelan … Κα Weston
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Eleanor Catton
Παραγωγή: Tim Bevan, Graham Broadbent, Peter Czernin, Eric Fellner
Μουσική: David Schweitzer, Isobel Waller-Bridge
Φωτογραφία: Christopher Blauvelt
Μοντάζ: Nick Emerson
Σκηνικά: Kave Quinn
Κοστούμια: Alexandra Byrne
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Emma.
- Ελληνικός Τίτλος: Έμμα.
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Έμμα (1996)
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Emma της Jane Austen.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ κοστουμιών και μακιγιάζ/κομμώσεων.
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα πρώτου γυναικείου ρόλου (Anya Taylor-Joy) σε κωμωδία/μιούζικαλ.
- Υποψήφιο για Bafta κοστουμιών.
Παραλειπόμενα
- Παρότι έχει αρκετές φορές αποτελέσει πηγή τηλεταινιών ή σειρών, το κλασικό έργο της Jane Austen μεταφέρεται μόλις για δεύτερη φορά στο σινεμά, μετά την εκδοχή του 1996 με την Gwyneth Paltrow. Μια εκδοχή, έστω και πολύ μοντέρνα και “πειραγμένη”, είναι όμως και το Κορίτσι του Μπέβερλι Χιλς με την Alicia Silverstone.
- Μετά από καιρό ενασχόλησης του με μουσικά βίντεο, αυτό είναι το ντεμπούτο στον κινηματογράφο για τον Autumn de Wilde.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ο Johnny Flynn έγραψε κι ερμηνεύει για το φιλμ το Queen Bee.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 25/2/2020
Αφορά άραγε σήμερα μια διασκευή ενός έργου της Jane Austen ένα μερίδιο του κόσμου εκεί έξω πέραν αυτού των αφοσιωμένων σε έναν παλαιάς κοπής ρομαντισμό; Ίσως, αν το πρωτογενές υλικό τύχει μιας ξεχωριστής μεταχείρισης. Στη διασκευή της εξοικειωμένης με τον χώρο του βιντεοκλίπ Autumn de Wilde δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τουλάχιστον σε επίπεδο ουσίας. Αυτό που προσφέρεται εδώ είναι μια πιο παιχνιδιάρικη και «ποπ» αισθητική, με πιο χτυπητά χρώματα στη σκηνογραφική διεύθυνση και τη φωτογραφία, και φανταχτερά κοστούμια που συχνά φλερτάρουν ακόμη και με το καρτουνίστικο. Μέχρι και η φυσιογνωμία του χιούμορ μοιάζει να έχει εκμοντερνιστεί, παραπέμποντας ευθέως σε σύγχρονη κομεντί, σε συνδυασμό με τις ανάλογου ύφους μουσικές υπογραμμίσεις των David Schweitzer και Isobel Waller-Bridge. Πέραν τούτου, τα αλλεπάλληλα ερωτικά γαϊτανάκια και συναισθηματικά μπερδέματα σίγουρα θα διασκεδάσουν τη μερίδα του κοινού που αρέσκεται σε διασκεδάσεις τέτοιου τύπου.
Πρόκειται για ένα εντελώς ανώδυνο φιλμ, όπου ελέω της μυθιστορηματικής πηγής στην οποία βασίζεται, τα ζητήματα της καρδιάς τοποθετούνται υψηλότερα σε προτεραιότητα από ιστορικές και κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Η απουσία μιας πιο στιβαρής και ακαδημαϊκής σκηνοθετικής γραφής για χάρη μιας νεωτερίζουσας ελαφρότητας ίσως ξενίσει όσους επιθυμούν την κλασική βρετανική ταινία εποχής και τις αρετές με την οποία την έχουν συνδέσει. Είναι προφανές ότι η πλειοψηφία των δημιουργικών επιλογών που γίνονται εδώ έχουν ως πρόθεση τη σύσταση της Austen σε νεαρότερες ηλικίες.
Όχι ότι οι παρεξηγήσεις, οι παρατηρήσεις των συμπεριφορών και η απεικόνιση των ηθών του μικρόκοσμου που ξεδιπλώνεται εδώ στα μάτια του θεατή δεν έχουν μια επαρκή ψυχαγωγική αξία, αλλά αυτή δεν είναι τόσο μεγάλη για να καλύψει την έλλειψη εγκεφαλικότητας που επικρατεί εδώ για χάρη του συναισθήματος. Όλα τα διακυβεύματα και τα διλήμματα έχουν τη βοήθεια ενός νοητού διχτυού ασφαλείας, και η σεναριακή διασκευή της πρωτοεμφανιζόμενης Eleanor Catton δεν μπορεί να βρει τη λύση για να αναιρέσει κάπως αυτή τη συνθήκη που έχει κληρονομηθεί από το πρωτότυπο βιβλίο. Λόγω αυτής της έλλειψης κινδύνου και του οπτικού στιλιζαρίσματος που επικρατεί, το τελικό αποτέλεσμα καταλήγει περισσότερο να «χαζεύεται» παρά να παρακολουθείται με προσοχή.
Η ταινία έχει την τύχη βέβαια να κληρονομεί από την πηγή της μια πλούσια πινακοθήκη χαρακτήρων με διακριτά χαρακτηριστικά, οι οποίοι κατορθώνουν να κεντρίσουν το ενδιαφέρον ακόμη κι εντός της ηπιότητας των καταστάσεων στις οποίες κινούνται. Γενικότερα, η πλειοψηφία των καλών στοιχείων πηγάζει περισσότερο από τα δυνατά σημεία της πρωτογενούς πηγής και όχι τόσο από τις προσωπικές πινελιές που προσθέτουν οι βασικότεροι εκ των συντελεστών για να καταστήσουν το όλο εγχείρημα κάτι παραπάνω από μια ακόμη μεταφορά της Austen στη μεγάλη οθόνη.
Το μεγάλο χαρτί που επιστρατεύεται ερμηνευτικά δεν είναι άλλο από την ανερχόμενη Anya Taylor-Joy στον ομότιτλο ρόλο, η οποία κατορθώνει να πλάσει έναν πολυδιάστατο χαρακτήρα με λεπτές διακυμάνσεις, επιτυγχάνοντας να εκμαιεύσει τόσο συμπάθεια όσο και αντιπάθεια, πάντοτε όμως υπό το πρίσμα μιας ενιαίας και αντιφατικής προσωπικότητας. Το πορτρέτο της είναι εύστοχο στον βαθμό που αναλαμβάνει αυτό να καλύψει τις αρκετές περιφερειακές ατέλειες, και όχι το σκηνοθετικό όραμα της de Wilde. Πέραν της Mia Goth που μεταμορφώνεται εκπληκτικά σε σύγκριση με προηγούμενούς της ρόλους, πείθοντας απόλυτα ως καλοκάγαθη και «άβγαλτη», δεν υπάρχουν άλλοι δευτεραγωνιστές που πραγματικά ξεχωρίζουν (ούτε καν ο συνήθως έξοχος Bill Nighy, που εδώ μοιάζει να έχει μπει στον αυτόματο πιλότο), με αποτέλεσμα καμία άλλη από τις πολλές διαπροσωπικές σχέσεις της κεντρικής ηρωίδας να πείθουν, μιας και δεν υπάρχει άλλο αντάξιο αντίπαλο ερμηνευτικό δέος για να χτιστεί χημεία.
Όχι άδικα, ίσως να αναρωτηθεί κάποιος για τη χρησιμότητα της εν λόγω μεταφοράς, τη στιγμή που έχουν υπάρξει τόσες άλλες, κυρίως τηλεοπτικά, όμως, αντικειμενικά, η συγκεκριμένη «Έμμα» είναι καλοφτιαγμένη και δεν δίνει πατήματα για να την κατηγορήσει κανείς για σοβαρά φάουλ, ωστόσο δεν έχει και αρκετούς άσους στο μανίκι που θα την καθιστούσαν εξαιρετικά αγαπητή.
Βαθμολογία: