Η Έμιλι Μπροντέ είναι μιας επαναστάτρια και αλλόκοτη κοπέλα, η οποία καθώς μεγαλώνει, αυτοπροσδιορίζεται, βρίσκει τη φωνή της και τελικά γράφει το κλασικό έργο «Ανεμοδαρμένα Ύψη». Η σύντομη ζωή της και το έργο της σημαδεύεται από διάφορους παράγοντες και πρόσωπα: η ωμή και παθιασμένη σχέση της με τις αδερφές της, ο πρώτος της απαγορευμένος έρωτας με τον Γουίτμαν, και η στοργική της αγάπη και ο θαυμασμός της για τον αντισυμβατικό αδερφό της, Μπράνγουελ.
Σκηνοθεσία:
Frances O’Connor
Κύριοι Ρόλοι:
Emma Mackey … Emily Bronte
Fionn Whitehead … Branwell Bronte
Oliver Jackson-Cohen … William Weightman
Alexandra Dowling … Charlotte Bronte
Amelia Gething … Anne Bronte
Adrian Dunbar … Patrick Bronte
Gemma Jones … Elizabeth Branwell
Sacha Parkinson … Ellen Nussey
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Frances O’Connor
Παραγωγή: David Barron, Robert Connolly, Robert Patterson, Piers Tempest, Brett Wilson
Μουσική: Abel Korzeniowski
Φωτογραφία: Nanu Segal
Μοντάζ: Sam Sneade
Σκηνικά: Steve Summersgill
Κοστούμια: Michael O’Connor
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Emily
- Ελληνικός Τίτλος: Emily
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Αφοσίωσις (1946)
- Οι Αδελφές Μπροντέ (1979)
Παραλειπόμενα
- Μετά από πολλά χρόνια καριέρας ως ηθοποιός, η Frances O’Connor υπογράφει εδώ το πρώτο της σενάριο και την πρώτη της σκηνοθεσία.
- Το σενάριο αναμιγνύει την ιστορική αλήθεια με επιμέρους μυθοπλαστικά στοιχεία.
- Στο αρχικό καστ είχαν ανακοινωθεί και οι Joe Alwyn και Emily Beecham.
- Ντεμπούτο στη μεγάλη οθόνη για την Amelia Gething, γνωστή στη Βρετανία από το τηλεοπτικό σόου The Amelia Gething Complex.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 29/10/2022
Η αξιόλογη αγγλο-αυστραλή ηθοποιός Frances O’Connor (Mansfield Park, A.I.: Artificial Intelligence) σκηνοθετεί την πρώτη της ταινία, το «Emily», εικονογραφώντας το δικό της όραμα για τη συγγραφέα Emily Bronte (1818-1848). Προγενέστερες απεικονίσεις της συγγραφέως υπήρχαν στα φιλμ «Devotion» (1946) του Curtis Bernhardt και «Les Soeurs Bronte» (1979) του Andre Techine.
Η Emily (μια έξοχη Emma Mackey), μια από τις τρεις κόρες της οικογένειας Bronte, υπήρξε μια αδιαπέραστη φιγούρα: ντροπαλή, απομονωμένη, ακοινώνητη, καχύποπτη. Οι λεπτομέρειες της ζωής της είναι ελάχιστες, στα θολά όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Ήταν όμως ταλαντούχα ποιήτρια, της οποίας η μοναδική απόπειρα στη μυθοπλασία, το «Ανεμοδαρμένα Ύψη» (1847), δημιούργησε μια ιστορία τόσο εκκεντρική και παθιασμένη που συναρπάζει ακόμη και σήμερα.
Η αφήγηση της ταινίας ανοίγει στο ανεμοδαρμένο σκηνικό του Yorkshire του 19ου αιώνα, με την ετοιμοθάνατη Emily να μιλά με την αδερφή της, Charlotte (Alexandra Dowling), με εμφανή τον ανταγωνισμό και τη δυσαρέσκεια που σημαδεύουν τη σχέση τους. «Πώς έγραψες το ‘Ανεμοδαρμένα Ύψη’;», ρωτά με δυσπιστία η Charlotte . «Πήρα την πένα μου και την έβαλα σε χαρτί», απαντά η εξουθενωμένη Emily.
Στη συνέχεια ξετυλίγονται εκτεταμένες αναδρομές στη ζωή της οικογένειας Bronte που ζει κάτω από την πατριαρχική εξουσία του χήρου κληρικού Patrick (Adrian Dunbar). Ενώ η Charlotte προορίζεται για δασκάλα, η Emily (γνωστή στο χωριό ως «η παράξενη») τριγυρνάει στους βαλτότοπους, χαϊδεύει δέντρα και βρύα, κυλιέται στο γρασίδι και κρυφά γράφει ποιήματα και μυθιστορήματα. Υποτίθεται ότι θα εργαζόταν ως γκουβερνάντα, αλλά υποφέρει από κοινωνικό άγχος, με αποτέλεσμα να προσβάλλεται και να απολύεται από τους εργοδότες της. Απομονωμένη και βαριεστημένη, διευθύνει το νοικοκυριό του πατέρα της, έως ότου ο αδερφός της, Branwell (Fionn Whitehead), επιστρέφει στο σπίτι αφού απολύεται από τη θέση του καθηγητή, ανατρέποντας τη μονότονη καθημερινότητα τους: μεθάει τακτικά στις παμπ, από όπου η Emily πρέπει να τον περιμαζέψει, φλερτάρει με παντρεμένες γειτόνισσες και είναι εθισμένος στο όπιο (που δοκιμάζει και η ίδια). Ο αγαπημένος της αδελφός είναι ένα ανήσυχο πνεύμα, με τη φράση «Ελευθερία της Σκέψης» χαραγμένη στο μπράτσο, που τη βοηθά να απελευθερωθεί από τις αναστολές της και να καλλιεργήσει τη ρομαντική της άποψη για τον κόσμο.
Εντωμεταξύ, η άφιξη του όμορφου νεαρού υπεφημέριου William Weightman (Oliver Jackson-Cohen) αναστατώνει όλες τις γυναίκες της ενορίας, συμπεριλαμβανομένων των αδερφών της Emily. Η ίδια αρχικά τον απορρίπτει καθώς θεωρεί τα κηρύγματα του κοινότοπα και πομπώδη (π.χ. «Ο Θεός είναι στη βροχή»), αλλά όταν αυτός αναλαμβάνει να τη βελτιώσει στα γαλλικά, τον ερωτεύεται παράφορα.
Η O’Connor προσεγγίζει το φιλμ ως «κριτική βιογραφία». Το ευαίσθητο και ενίοτε διασκεδαστικό σενάριο της δομείται από λεπτομερείς βινιέτες, που πάντως ελέγχονται ως προς την πιστότητά τους στην πραγματική ζωή της οικογένειας Bronte. Η σκηνοθέτις δημιουργεί μια εμπνευσμένα αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στην ταινία και το «Ανεμοδαρμένα Ύψη»: συνθέτει το ψυχολογικό πορτρέτο της συγγραφέως μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος, προκειμένου να διηγηθεί μια μάλλον επινοημένη ερωτική ιστορία, που ωστόσο επαγωγικά χαράσσει τη δημιουργική πορεία προς τη συγγραφή του ίδιου του «Ανεμοδαρμένα Ύψη». Έτσι αναδεικνύει ως πηγή έμπνευσης για τα πυρετώδη πάθη που κυριαρχούν στο μυθιστόρημα τη λαθραία, έντονα σεξουαλική, αλλά τελικά ματαιωμένη σχέση ανάμεσα στην Emily και στον γοητευτικό υπεφημέριο. Η ταινία υποδηλώνει ότι τα συναισθηματικά τραύματα και οι απογοητεύσεις της Emily, από ένα περιβάλλον που δεν την κατανοεί και δεν την αποδέχεται, διοχετεύονται στην ιστορία της Catherine και του Heathcliff. Η O’Connor παραμερίζει την εικόνα της ντροπαλής, αντικοινωνικής νεαρής γυναίκας αντικαθιστώντας τη με μια αντιηρωίδα, της οποίας η αδυναμία να ταιριάξει με τον τακτοποιημένο κόσμο είναι πηγή δύναμης στη δύσβατη διαδρομή για να βρει τον εαυτό της και τη δημιουργική φωνή της, ενώ παράλληλα βιώνει τον έρωτα και την απώλεια.
Η O’Connor χρησιμοποιεί μια διαισθητική, ιμπρεσιονιστική οπτική προσέγγιση για να δημιουργήσει ένα ξεχωριστό στυλ, που συνδυάζει αρμονικά την κλασική αφήγηση και τη σύγχρονη αισθητική, με «fade to black» ως κινηματογραφικά σημεία στίξης. Ο κινηματογραφιστής Nanu Segal χρησιμοποιεί παλέτα σε σίγαση, εκμεταλλεύεται το τοπίο και το φυσικό του φως: υπάρχει μια αμυδρή, ζοφερή ένταση στη μουσκεμένη από τη συνεχή βροχή άγρια φύση, στους ανεμοδαρμένους κυματιστούς λόφους και τον συννεφιασμένο ουρανό. Οι εσωτερικοί χώροι που φωτίζονται από κεριά και λάμπες αποπνέουν πένθιμη κατήφεια. Η παρτιτούρα του Abel Korzeniowski ενισχύει τον γοτθικό ρομαντισμό και προσθέτει μια νότα αγωνίας και τρόμου σε σκηνές περίκλειστων χώρων. Σε μια τέτοια έξοχη σεκάνς, ένα παιχνίδι σαλονιού απροσδόκητα μετατρέπεται από την Emily, με τη χρήση μιας μάσκα ρόλων, σε προσπάθεια επικοινωνίας με τη νεκρή μητέρα της. Όντως η Emily έχει καταληφθεί από το πνεύμα της και μιλά πραγματικά με τη φωνή της, ή είμαστε όλοι παγιδευμένοι στην ακαταμάχητη δύναμη της φαντασίας της;
Δεν υπήρχε μεγαλύτερη φιλοδοξία για μια γυναίκα στην Αγγλία του 19ου αιώνα από μια ήρεμη και αξιοσέβαστη ζωή. Η Emily Bronte ξοδεύει τη σύντομη ζωή της παλεύοντας ψυχή και σώματι ενάντια σε αυτό τον ισχυρισμό. Όσο για την απάντηση στο ερώτημα της αδελφής της, για το πώς κατάφερε να γράψει το «Ανεμοδαρμένα Ύψη», αυτή προκύπτει αβίαστα κατά τη θέαση της ταινίας: παρατηρώντας γύρω της με προσοχή και ζώντας με πυρακτωμένο πάθος.
Βαθμολογία: