Μετά από ένα τραυματικό γεγονός που θα συγκλονίσει την οικογενειακή της ζωή, η Έμα, μια νεαρή γυναίκα που ζει μέσα από τον χορό, προσπαθεί να ξαναχτίσει τη ζωή της, αναλαμβάνοντας κάθε ρίσκο για να τα καταφέρει.
Σκηνοθεσία:
Pablo Larrain
Κύριοι Ρόλοι:
Mariana Di Girolamo … Ema
Gael Garcia Bernal … Gaston
Paola Giannini … Raquel
Santiago Cabrera … Anibal
Cristian Suarez … Polo
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Guillermo Calderon, Pablo Larrain, Alejandro Moreno
Παραγωγή: Juan de Dios Larrain
Μουσική: Nicolas Jaar
Φωτογραφία: Sergio Armstrong
Μοντάζ: Sebastian Sepulveda
Σκηνικά: Estefania Larrain
Κοστούμια: Felipe Criado, Muriel Parra
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Ema
- Ελληνικός Τίτλος: Έμα
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας.
Κριτικός: Σοφία Γουργουλιάνη
Έκδοση Κειμένου: 21/2/2020
Αν υφίσταται η έννοια της σεναριακής «μαγκιάς», αυτή βρίσκεται ολόκληρη κρυμμένη στη σάρκα του μαγικού ραβδιού που μετατρέπει το ατομικό σε καθολικό. Εδώ, ο Pablo Larrain πιάνει στα χέρια του την ιστορία μιας χορεύτριας ρεγκετόν, της Έμα (Mariana Di Girolamo), η οποία αδυνατώντας να φέρει στον κόσμο τον καρπό του έρωτα της με τον σκηνοθέτη της (Gael Garcia Bernal), υιοθετεί ένα παιδί. Όταν, όμως, το παιδί εν είδει διαβόλου θα προσπαθήσει να κάψει το πρόσωπο της αδερφής της, οι ευτυχείς γονείς θα το απομακρύνουν από την πρώην ομοούσια οικογενειακή εστία. Και σε ένα κρεσέντο σεξουαλικότητας, ως απόλυτου μέσου για τη διαχείριση του πένθους, η Έμα θα επιδοθεί σε μια πανηδονική εμπειρία αποζητώντας απ’ το κορμί να νιώσει όσα ρητά αποκλείονται για την ψυχή.
Κι ενώ η ταινία παραμένει απ’ την αρχή ως το τέλος της οπτικά ερεθιστική, σεναριακά μοιάζει να δημιουργεί, ανάμεσα σε κοινό και σκηνοθέτη, ένα προχειροφτιαγμένο γεφύρι της Άρτας που σε κάθε προβολή γκρεμίζεται. Ενώ η ταύτιση με την καραβοτσακισμένη ηρωίδα που ενδίδει απεγνωσμένα σε μια αδιάκοπη σεξουαλική πανδαισία, παραμένει πλήρως απούσα. Και οι ενέργειες της μοιάζουν κι αυτές να αντιπροσωπεύουν πλήρως μια τρικυμία εν κρανίω, που όμως αφαιρεί οποιαδήποτε συνοχή από την ίδια την προσωπικότητα της, και επενδύει σε έναν σουρεαλισμό που δεν καταφέρνει ποτέ να ενταχθεί οργανικά σε μια πλήρως ρεαλιστική αφήγηση.
Συνολικά, πρόκειται για μια ταινία προκλητική που επιτελεί τον ρόλο της ως τέχνη ποντάροντας στο στοιχείο της διαρκούς έκπληξης, επιτυγχάνοντας όμως την αρτιότητα της έκπληξης μόνο σκηνοθετικά. Ενώ, σεναριακά, καταλήγει να μοιάζει με έναν συνονθύλευμα μεζέδων σεξουαλικότητας και πένθους, που ποτέ δεν γίνονται ένα ενιαίο μενού.
Βαθμολογία: