Ένα μπαρ, ένα συνηθισμένο μεσημέρι. Η ζωή κυλάει κανονικά μέχρι που ένας πελάτης βγαίνει από το μπαρ και σκοτώνεται από κάποιον πυροβολισμό μέσα στη μέση της έρημης πλατείας. Ένας άλλος πελάτης βγαίνει έξω να βοηθήσει, αλλά κάποιος τον πυροβολεί κι αυτόν. Μέσα στον πανικό, παρατηρούν ότι κάποιος μετακίνησε τα πτώματα. Και τότε η φαντασία τους οργιάζει για να καταλήξουν σε μία ιδέα: και αν ο κίνδυνος βρίσκεται μέσα στο μπαρ; Και αν οι πυροβολισμοί τελικά είναι για να τον κρατήσουν μέσα και να μην κινδυνέψουν αυτοί που είναι έξω;

Σκηνοθεσία:

Alex de la Iglesia

Κύριοι Ρόλοι:

Mario Casas … Nacho

Blanca Suarez … Elena

Alejandro Awada … Sergio

Carmen Machi … Trini

Terele Pavez … Amparo

Joaquin Climent … Andres

Secun de la Rosa … Satur

Jaime Ordonez … Israel

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Jorge Guerricaechevarria, Alex de la Iglesia

Παραγωγή: Carolina Bang, Alex de la Iglesia, Mercedes Gamero, Mikel Lejarza, Kiko Martinez

Μουσική: Carlos Riera, Joan Valent

Φωτογραφία: Angel Amoros

Μοντάζ: Domingo Gonzalez

Σκηνικά: Jose Luis Arrizabalaga, Biaffra

Κοστούμια: Paola Torres

 

  • Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
  • Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.

Τίτλοι

Αυθεντικός Τίτλος: El Bar

Ελληνικός Τίτλος: Το Μπαρ

Διεθνής Τίτλος: The Bar

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για ήχο στα Goya.

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

Κριτικός Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur

Έκδοση Κειμένου: 13/7/2017

Ο Alex de la Inglesia έχει μια συγκεκριμένη στιλιστική ταυτότητα, με την οποία οφείλει να εξοικειωθεί κανείς για να απολαύσει τη δουλειά του. Το κινηματογραφικό σύμπαν του χαρακτηρίζεται από μια πανταχού παρούσα υπερβολή, που ξεκινάει από τις ατάκες, τις ερμηνείες και τη μουσική και φτάνει μέχρι το μοντάζ, τις γωνίες λήψης και τις χρωματικές παλέτες. Τα πάντα μοιάζουν τραβηγμένα σε μια πομπώδη, ηθελημένη κινηματογραφική επιτήδευση, που σκεπάζει ολόκληρο το στόρι με μια ομπρέλα ειρωνείας. Ακόμα και η -ηδονοβλεπτικά- ακραία βία του δεν παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά, ανάγοντας τη θέαση σε μια ανοικονόμητη σκηνοθετική εξτραβαγκάντσα, που δεν ξέρει πότε να χαμηλώσει τους τόνους. Έτσι, όσο κι αν είναι κατανοητό το να απολαμβάνει κανείς το εν λόγω στιλ, άλλο τόσο είναι εύκολο να κουράζεται από αυτό, καθώς φλερτάρει επικίνδυνα με την αισθητική βιντεοκλίπ.

Έτσι κι εδώ, τα πάντα παραμένουν βαρύγδουπα και παραφουσκωμένα, ειρωνικά και κατά έναν απροσδιόριστο τρόπο σχεδόν σατιρικά. Ο μικρόκοσμος του «Μπαρ» προσφέρεται για ουσιώδεις κοινωνικές παραβολές και η ασυγκράτητη σκηνοθεσία προμηνύει απουσία ορίων, κάποιο ενδεχόμενο ξέσπασμα παράνοιας και απρόβλεπτη κατάληξη στην προβληματική του. Δυστυχώς, όμως, ακόμη κι αν κανείς απολαύσει τη στιλιστική άποψη, δεν θα βρει ανταπόκριση στον νοηματικό άξονα του φιλμ. Ο Inglesia μοιάζει διαρκώς να σπρώχνει την ιστορία προς διαφορετικές κατευθύνσεις κοινωνιολογικού προσανατολισμού, χωρίς όμως να κατασταλάζει κάπου συγκεκριμένα, αφήνοντας την υπόνοια σάτιρας κενή και χωρίς αποδέκτη. Το σενάριο χοροπηδάει από υποπλοκή σε υποπλοκή, καταλήγοντας εντέλει στα ασφαλή, χιλιοειδωμένα και προβλέψιμα, με τις προσδοκώμενες εκπλήξεις να μένουν στη φαντασία μας.

Η πρόθεση του Inglesia είναι, πιθανά, να καταδείξει την αλλαγή ή, καλύτερα, το ξεγύμνωμα της ανθρώπινης συμπεριφοράς υπό τη δράση του ενστίκτου επιβίωσης απέναντι στην άμεση απείληση της ζωής του, με άλλα λόγια το πέσιμο της μάσκας της τυπικής ευγένειας. Μα παρόλο που αυτό υπογραμμίζεται εύστοχα μέσω των τελευταίων πλάνων, συνολικά ο Inglesia αδυνατεί να το διατυπώσει σε ένα ολοκληρωμένο, ουσιώδες και αξιοσημείωτο σχόλιο, που να ξεχωρίζει στοιχειωδώς από τις αμέτρητες, καλύτερες εκδοχές του που έχουμε ξαναδεί πολλάκις. Άλλωστε, η πρωταγωνίστρια δεν υπόκειται σε καμία ουσιαστική αλλαγή, παραμένοντας στερεοτυπικά ως το τέλος η «άγια κούκλα πρωταγωνίστρια», αναιρώντας την όλη προβληματική για χάρη της ασφαλούς σεναριακής δομής. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να λειτουργήσει μόνο αν υιοθετούσαμε εξαρχής την οπτική του συγκεκριμένου χαρακτήρα, μα η αφήγηση είναι πάντα τριτοπρόσωπη και ως επί το πλείστον ισόποσα κατανεμημένη μεταξύ των χαρακτήρων. Γι` αυτό και είναι άλλωστε τόσο «προδοτικό» προς τον θεατή που εντέλει το φιλμ παραδίνεται αποστομωτικά άνετα στα πιο ξεπερασμένα κινηματογραφικά στερεότυπα: Η -υπερσεξουαλικοποιημένη- «κούκλα» είναι έξυπνη, ταπεινότατη και ηθικά ακέραια, το χίπστερ ομορφόπαιδο αναγνωρίζει και συγχωρείται για τα λάθη του, ενώ ο τρελός άστεγος αναδεικνύεται στον αιμοδιψή κακό. Όλα αυτά μοιάζουν αόριστα να βρίσκονται εκεί στα πλαίσια κάποιου ειρωνικού, αυτοαναφορικού σχολιασμού, μα το φιλμ ποτέ δεν καταφέρνει να πατήσει σταθερά στα πόδια του και να διατυπώσει με σαφήνεια τις καλλιτεχνικές του φιλοδοξίες.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

10 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *