
Ένα κορίτσι, μικροπαντρεμένο, ταξιδεύει από το Αϊδίνι στην Ελλάδα με τη μητέρα και τις δύο της κόρες. Στο πλοίο του ξενιτεμού παίρνει απόφαση να μην αφήσει τη ζωή να την προσπεράσει, αλλά να τη ζήσει, όπως θέλει. Και τη ζει! Γράφει ακατάπαυστα σε ό,τι πιάνει το μελάνι, από χαρτοπετσέτες και κουτιά από τσιγάρα μέχρι υπόλοιπα λογαριασμών. Καπνίζει, ερωτεύεται με πάθος, χαρτοπαίζει με θράσος σε πολυτελή σαλόνια, αλλά και σε παράνομα υπόγεια. Μια δασκάλα που γίνεται ηθοποιός στα μπουλούκια και στο θέατρο, μια ποιήτρια που γίνεται η μεγαλύτερη ελληνίδα στιχουργός του λαϊκού τραγουδιού. Συνεργάζεται με όλες τις διάσημες μουσικές προσωπικότητες της χώρας, από τον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Απόστολο Καλδάρα, ως τον Μανώλη Χιώτη, τον Αντώνη Ρεπάνη και τον Μάνο Χατζιδάκι, υψώνοντας θαρραλέα ανάστημα σε έναν σκληρό και τυπικά ανδροκρατούμενο κόσμο.
Σκηνοθεσία:
Άγγελος Φραντζής
Κύριοι Ρόλοι:
Καρυοφυλλιά Καραμπέτη … Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου
Κάτια Γκουλιώνη … Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου (νεότερη)
Πυγμαλίων Δαδακαρίδης … Γιώργος Παπαγιαννόπουλος
Θάνος Τοκάκης … Λουκάς
Ντίνα Μιχαηλίδου … Μαριόγκα
Παύλος Ορκόπουλος … Κώστας Νικολαΐδης
Ευαγγελία Συριοπούλου … Μαίρη
Λίλα Μπακλέση … Καίτη
Ευγενία Σαμαρά … Ρέα
Αντώνης Λουδάρος … Μάνος Χατζιδάκις
Κρατερός Κατσούλης … Μανώλης Χιώτης
Ματθίλδη Μαγγίρα … Ρένα Βλαχοπούλου
Γιάννης Δρακόπουλος … Φραγκίσκος Μανέλλης
Ανδρέας Κωνσταντίνου … Νίκος Αλεξίου
Χρύσα Ρώπα … Σωτηρία Μπέλλου
Φοίβος Δεληβοριάς … κονφερασιέ
Χάρης Μαυρουδής … Απόστολος Καλδάρας
Λεωνίδας Κακούρης … Βασίλης Τσιτσάνης
Κατερίνα Διδασκάλου … Μαρίκα Κοτοπούλη
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Κατερίνα Μπέη
Παραγωγή: Διονύσης Σαμιώτης
Μουσική: Μίνως Μάτσας
Φωτογραφία: Γιάννης Δρακουλαράκος
Μοντάζ: Λάμπης Χαραλαμπίδης
Σκηνικά: Γιάννης Παπαδόπουλος, Μιχάλης Σαμιώτης
Κοστούμια: Ιουλία Σταυρίδου
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Ευτυχία
- Διεθνής Τίτλος: My Name Is Eftihia
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Eftihia
Σεναριακή Πηγή
- Βιβλίο: Η Γιαγιά μου η Ευτυχία της Ρέας Μανέλη.
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο καλύτερης ταινίας, πρώτου αντρικού ρόλου (Πυγμαλίων Δαδακαρίδης), δεύτερου αντρικού ρόλου (Θάνος Τοκάκης), δεύτερου γυναικείου ρόλου (Κάτια Γκουλιώνη), σκηνικών, κοστουμιών, ήχου και μακιγιάζ στα βραβεία Ίρις. Υποψήφιο για σκηνοθεσία, πρώτο γυναικείο ρόλο (Καρυοφυλλία Καραμπέτη), μουσική, φωτογραφία και μοντάζ.
Παραλειπόμενα
- Μέχρι την παρεμβολή του Διονύση Σαμιώτη, πέρασαν δύο χρόνια που υπήρχε η θέληση να γίνει η ταινία αλλά δεν υπήρχαν τα απαραίτητα κεφάλαια.
- Ο Άγγελος Φραντζής επιλέχθηκε από τον παραγωγό, την εποχή που ολοκλήρωνε το Ακίνητο Ποτάμι. Ο σκηνοθέτης διάβασε πρώτα το σενάριο, και ενέκρινε τη συμμετοχή του.
- Σύμφωνα με τον Σαμιώτη, πολύτιμη για την έναρξη γυρισμάτων ήταν η χρηματοδότηση με 250 χιλιάδες ευρώ από το ΕΚΟΜΕ μέσω επιστροφής επένδυσης (cash rebate).
- Μια κι επιλέχθηκε να ερμηνεύσουν δύο ηθοποιοί την Ευτυχία, η Κάτια Γκουλιώνη και η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη χρειάστηκε να περάσουν αρκετό χρόνο μαζί με πρόβες και αυτοσχεδιασμό, αλλά και να παίξει η μία τις σκηνές της άλλης, με απώτερο σκοπό να ταιριάζουν οι ερμηνείες τους.
- Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη δεν ήταν καπνίστρια, αλλά για τις ανάγκες της ταινίας αναγκάστηκε να καπνίσει πολλά άφιλτρα τσιγάρα.
- Στην ταινία εμφανίστηκαν 71 ηθοποιοί και 900 κομπάρσοι, ενώ τα γυρίσματα έγιναν σε 32 διαφορετικούς χώρους.
- Κόβοντας συνολικά 667.217 εισιτήρια, δεν έγινε μόνο η ελληνική εμπορική επιτυχία της χρονιάς, αλλά και μία από τις εμπορικότερες του ελληνικού κινηματογράφου. Έφτασε να προβάλλεται επί 36 εβδομάδες. Σε καμία όμως άλλη χώρα δεν πήρε διανομή.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Το τραγούδι Ευτυχία γράφτηκε από τον Μίνω Μάτσα, σε στίχους Σοφίας Καψούρου, κι ερμηνεύεται από τους: Γιώργος Νταλάρας, Ελεωνόρα Ζουγανέλη, Κώστας Τριανταφυλλίδης, Μαρία Κίτσου.
- Στις νέες εκτελέσεις των κλασικών κομματιών ακούγονται οι: Σταυρούλα Εσαμπαλίδη, Κώστας Τριανταφυλλίδης, Ασπασία Στρατηγού, Βασίλης Προδρόμου και Κατερίνα Ευγενικού.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 14/12/2019
Όχι ότι αυτή η ανάγκη δεν υπήρχε και παλιότερα στο ελληνικό σινεμά, και πιο συγκεκριμένα μετά τη δύση της Φίνος Φιλμς, αλλά ειδικά από την «Πολίτικη Κουζίνα» και μετά, ακόμη κι εντός οικονομικής κρίσης, η εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή σαν να βρίσκεται σε μια αέναη αναζήτηση από χρονιά σε χρονιά της μεγάλης λαϊκής ταινίας που θα βάλει το ευρύ κοινό εντός της αίθουσας. Τέτοια απόπειρα αποτελεί και η νέα ταινία του Άγγελου Φραντζή, στο πρώτο ουσιαστικά άνοιγμά του στο mainstream κύκλωμα. Όσο όμως φιλότιμες και να είναι οι προθέσεις του φιλμ για να αποτελέσει ένα αγνό, παλαιάς κοπής μελόδραμα με μοντέρνες ευαισθησίες, προσβάσιμο και οικείο όπως και οι μουσικές που συνοδεύουν τους στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, άλλο τόσο η εκτέλεση μοιάζει «λίγη».
Ο προϋπολογισμός εμφανώς είναι σχετικά περιορισμένης εμβέλειας, ωστόσο μια κατάλληλη αξιοποίηση των οπτικών μέσων μπορεί να καλύψει επαρκώς τις ατέλειες της παραγωγής που προκύπτουν εξαιτίας αυτού του παράγοντα. Δυστυχώς αυτό δεν συμβαίνει, και θα ήταν ωφέλιμο να γίνει μια σύγκριση με το «Ακίνητο Ποτάμι» ως προς τη σύνθεση εικόνων με ταυτότητα και σχετικό πλούτο. Με εξαίρεση την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής, της οποίας η επί της οθόνης αναπαράσταση χαρίζει στην «Ευτυχία» τις πιο δυνατές δραματουργικά στιγμές της, οι εναλλαγές της Ιστορίας περνούν και δεν αγγίζουν σχεδόν καθόλου τους ήρωες, σπαταλώντας την ευκαιρία για μια τοιχογραφία τρομερά κρίσιμων δεκαετιών για την Ελλάδα παράλληλα με την εξιστόρηση της ζωής της θρυλικής στιχουργού. Το ότι η εστίαση βρίσκεται στο προσωπικό επίπεδο παραβλέποντας εν μέρει το χρονολογικό υπόβαθρο, κατά βάση είναι μια κατανοητή επιλογή που ενίοτε αποδίδει, λείπει όμως μια γραφή αρκούντως δυνατή για να παραγάγει έντονο συναίσθημα μέσα από αυτήν τη στρατηγική.
Το σενάριο της Κατερίνας Μπέη προχωρά μηχανικά από το ένα σημαδιακό γεγονός για την Παπαγιαννοπούλου στο άλλο, δίχως να αξιοποιεί τον κινηματογραφικό χρόνο για να πλάσει έναν χαρακτήρα με επαρκές βάθος, που να αποκτά εκτόπισμα ανεξάρτητο από το βάρος της πραγματικής προσωπικότητας που απεικονίζει. Ακόμη πιο προβληματικοί είναι οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, με αποκορύφωμα τον Λουκά του Θάνου Τοκάκη, που δυστυχώς φέρνει στον νου ακόμη κι αντίστοιχες εκδοχές από παλιά που θέλουμε να ξεχάσουμε. Για να λέγονται όλα, πάντως, ένα στοιχειώδες επίπεδο σίγουρα διατηρείται. Σπάνια ξεφεύγουν «βατράχια» από τα στόματα των ερμηνευτών, και η σκηνοθεσία είναι σε γενικές γραμμές μετρημένη, προσηλωμένη ορθώς σε μια κατασκευαστική και όχι σε μια καλλιτεχνίζουσα νοοτροπία ελέω στόχευσης και θεματικής. Κάποια ευρήματα έχουν χαρακτήρα (η τελική σκηνή, αν και όχι πρωτότυπη, βγάζει έναν συναισθηματισμό που δεν συναντάται σε άλλα σημεία), κάποια άλλα είναι κάπως τεμπέλικα (η σύναξη κατά τη διάρκεια της οποίας συνεργάτες της στιχουργού την εγκωμιάζουν και που αποτελεί την αφορμή για την αναδρομική αφήγηση της ταινίας).
Το ερμηνευτικό δίπτυχο των Κάτια Γκουλιώνη και Καρυοφυλλιά Καραμπέτη δεν αποδεικνύεται αρκετά δυνατό για να υπερβεί τα στεγανά ενός κειμένου με προβλήματα. Η μεν πρώτη εκπέμπει έναν αέρα περισσότερο σημερινό, μοιάζει σαν να δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στα πλαίσια μιας ταινίας εποχής, γεγονός περίεργο μιας και το είχε καταφέρει στην «Πολυξένη». Η δε δεύτερη επιτυγχάνει σε μεγαλύτερο βαθμό να προσεγγίσει τον λαϊκό αέρα του προσώπου που υποδύεται, αλλά δυστυχώς αστοχεί σε κάποιες πιο απαιτητικές σκηνές. Από τους μπόλικους δευτεραγωνιστές ξεχωρίζει κάπως το μετριοπαθές και σύντομο μεν, μεστό και περιεκτικό δε πέρασμα της Χρύσας Ρώπα. Το ότι δεν υπάρχει κάποια ερμηνευτική παρουσία που να ακτινοβολεί πραγματικά είναι κυρίως ευθύνη του σεναρίου, που δεν παρέχει τις σωστές βάσεις για να αναδειχθούν αληθινά πολυδιάστατοι ήρωες.
Όσο κι αν κάποιος μπορεί να δηλώσει εύλογα την ανακούφισή του για το ότι δεν προκύπτει εδώ μια περίπτωση βιογραφίας τύπου «Καζαντζάκη», άλλο τόσο μπορεί να πικραθεί με το ότι δεν αξιοποιείται μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για σινεμά κοινού που να αφήνει στίγμα και να προσφέρει πηγαία, βαθιά συγκίνηση και ανάταση.
Βαθμολογία: