Ο Τζον Γουίτακερ, ένας πλούσιος νεαρός Βρετανός, παντρεύεται τη Λαρίτα, μια σέξι και ελκυστική Αμερικανίδα. Όταν την πηγαίνει στο σπίτι του για να τη γνωρίσει στους γονείς του, η μητέρα του θα αντιδράσει περίεργα απέναντι στη νύφη της, γεγονός που θα γίνει αντιληπτό από τη Λαρίτα, η οποία θα προσπαθήσει να κερδίσει τη συμπάθεια της πεθεράς της.

Σκηνοθεσία:

Stephan Elliott

Κύριοι Ρόλοι:

Jessica Biel … Larita Whittaker

Kristin Scott Thomas … Veronica Whittaker

Ben Barnes … John Whittaker

Colin Firth … Jim Whittaker

Kimberley Nixon … Hilda Whittaker

Katherine Parkinson … Marion Whittaker

Kris Marshall … Furber

Charlotte Riley … Sarah Hurst

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Stephan Elliott, Sheridan Jobbins

Παραγωγή: Joseph Abrams, James D. Stern, Barnaby Thompson

Μουσική: Marius De Vries

Φωτογραφία: Martin Kenzie

Μοντάζ: Sue Blainey

Σκηνικά: John Beard

Κοστούμια: Charlotte Walter

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Easy Virtue
  • Ελληνικός Τίτλος: Ένας Ονειρεμένος Γάμος

Άμεσοι Σύνδεσμοι

  • Εύκολη Αρετή (1927)

Σεναριακή Πηγή

  • Θεατρικό: Easy Virtue του Noel Coward.

Παραλειπόμενα

  • Επιστροφή του αυστραλού Stephan Elliott στη μεγάλη οθόνη μετά από 9 έτη.
  • Το θεατρικό του Noel Coward έχει μεταφερθεί ξανά στην οθόνη. Ήταν το 1927, ως βωβό από τον Alfred Hitchcock, αλλά είχαν εξαλειφθεί οι κωμικές του αποχρώσεις.
  • Η εκδοχή του Hichkock δεν αναφέρεται πουθενά στην αυτοβιογραφία του Noel Coward. Η νέα εκδοχή, αντίθετα, πήρε τα εύσημα από το ίδρυμα του συγγραφέα.
  • Ο σκηνοθέτης είπε στην Kristin Scott Thomas να ερμηνεύει την Κα Γουίτακερ ως μια “μάγισσα της Disney που στρίβει το μουστάκι”! Η ηθοποιός θα δηλώσει πως αυτή ήταν η χειρότερη σκηνοθετική οδηγία που πήρε ποτέ, αν και αργότερα θα εκθειάσει την αδυναμία του ρόλου της και τη μη κολακευτική της γκαρνταρόμπα.
  • Στη σκηνή του Μόντε Κάρλο όπου ανοίγει η ταινία, όταν η Λαρίτα βλέπει τον Τζον, οι κινήσεις του είναι πιο αργές από τους γύρω του. Αυτό επιτεύχθηκε με την τεχνική που γίνονται τα ψηφιακά εφέ. Τράβηξαν μόνους τους τους δύο ηθοποιούς με το δάπεδο και την μπλε οθόνη πίσω τους, και τους υπόλοιπους ξεχωριστά.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Υπό την επωνυμία The Easy Virtue Orchestra, ακούγονται κλασικά κομμάτια του Coward, του Cole Porter, κ.α., ερμηνευμένα από τους ηθοποιούς και τους Andy Caine και Celia Graham. Ανάμεσα σε αυτά, κάνει τραγουδιστικό ντεμπούτο η Jessica Biel (Mad About the Boy), ενώ το φιλμ κλείνει με διασκευή του When the Going Gets Tough the Tough Get Going του Billy Ocean, με τις φωνές των Jessica Biel, Colin Firth, Ben Barnes και Andy Caine.

Κριτικός: Βασίλης Καγιογλίδης

Έκδοση Κειμένου: 25/5/2009

Πληθώρα αρνητικών στοιχείων, εντοπισμένα κυρίως στη σκηνοθεσία του Stephan Elliott, με τα ελάχιστα θετικά να φανερώνονται, μετά επισταμένων αναζητήσεων, στο σενάριο που συνέγραψε με τον Sheridan Jobbins, στο άτυπο αυτό ριμέικ της ταινίας του Alfred Hitchcock. Ο Elliott τοποθετεί πολυάριθμους χαρακτήρες μέσα σε επίπεδα σκηνοθετημένες ενδοοικογενειακές καταστάσεις, γκλάμουρ πάρτι, κοινωνικές εκδηλώσεις και στα αδύναμα φωτισμένα δωμάτια μίας έπαυλης, πάντα μπροστά από τα φολκλόρ σκηνικά, όμως καταφέρνει να τους αναπτύξει σε ικανοποιητικό βαθμό, στηριζόμενος σε ανατρεπτικούς και πολυσύνθετους διαλόγους. Σε αυτό συμβάλουν βέβαια και οι αξιόλογοι ή απλά αναγνωρισμένοι ερμηνευτές, οι οποίοι ξεχωρίζουν αμέσως μέσα στο αδιάφορο ερωτικό αλισβερίσι, στις αναίτιες οικογενειακές διαφορές, στις ίντριγκες και στις ατελείωτες προσωπικές διαμάχες.

Παρακολουθώντας το φιλμ διακρίνεις μία (αν)ακολουθία ανούσιων γεγονότων, ντυμένα με αναπάντεχα λειτουργικούς διαλόγους, που αναδεικνύουν τα διαδραματιζόμενα και σαφώς αδιάφορα γεγονότα. Και παρά το κενό περιεχόμενο, η ταινία καταφέρνει να σε οδηγήσει αγκομαχώντας μέχρι το κακόγουστο φινάλε της, έχοντας πάντα τα μάτια στραμμένα στους πρωταγωνιστές της και προσπερνώντας την επίπεδη σκηνοθεσία και τις όποιες σεναριακές εκπλήξεις. Όμως τα προηγηθέντα, μαζί με τη φθηνή δραματοποίηση των τελευταίων λεπτών, φυσική συνέπεια μίας συγκρατημένης και προκλητικά σαδιστικής προσπάθειας του σκηνοθέτη να σταθεί το κινηματογραφικό του δημιούργημα σε ώριμα επίπεδα, το οδηγούν τελικά σε ένα μέτριο και κάτω από τη βάση αποτέλεσμα.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 17/7/2009

Για μία ώρα, είναι αλήθεια πως αδράζεις το πιπεράτο και λεπτό χιούμορ της Γηραιάς Αλβιόνας και το διασκεδάζεις, Μπορείς εύκολα να παρασυρθείς από το θεατρικού ύφους σκρούμπολ και την ατμόσφαιρα εποχής που εμπλουτίζεται από φυσική φωτογραφία χώρου. Τηλεοπτικής δυναμικής, βέβαια, αλλά επειδή μοιάζει με σάτιρα του James Ivory βρίσκεις ακόμα λόγους να βρίσκεσαι ενώπιον μιας μεγάλης οθόνης. Έχεις πάντα κι ένα σύνολο ερμηνευτών, που χωρίς να βρίσκονται στα καλύτερα τους, γεμίζουν την οθόνη. Κάπου εκεί έχουμε τα λυπηρά αποκαλυπτήρια…

Όταν το χιούμορ καταλαγιάζει, φανερώνεται η έλλειψη σκηνοθετικής δυναμικής του Elliott, και οι χαρακτήρες του έργου μοιάζουν ολόγυμνοι. Έχεις πλήρως συνειδητοποιήσει πως ήταν εξαρχής ένα κενό θέαμα, μια πολύ ελαφριά κωμωδία, με κύρια θεματολογία που θα σε άγγιζε αν είχες πατήσει τα 150! Από αυτό το σημείο, μάλιστα, είναι μια απλή αντίστροφη μέτρηση προς ένα σπιρτόζικο μεν φινάλε, που έχεις μαντέψει δε κάπου ένα τέταρτο πριν. Η ταινία «φοριέται» με καλοκαιρινή διάθεση, αλλιώς δεν έχει το ειδικό βάρος να αντέξει σε καταστάσεις προβληματισμού. Καθόλου κακή, και πάλι, η Jessica Biel με τις ελπίδες να τη δούμε ακόμα ψηλότερα να παραμένουν ακμαίες. Η Scott Thomas όμως παίζει μονάχα με το βλέμμα και τη θωριά. Κατά τα άλλα, θα μπορούσες να πεις ότι βαριέται όσο κι ο Colin Firth…

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

13 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *