Αράκις, ο πλανήτης των ερήμων. Ένας κόσμος μυστηριώδης, άγονος, αφιλόξενος. Ο Αράκις, γνωστός και ως Ντιουν, είναι το μοναδικό μέρος σε ολόκληρο το γνωστό σύμπαν όπου υπάρχουν φυσικά αποθέματα του μπαχαρικού μελάνζ, της πολυτιμότερης ουσίας στην αυτοκρατορία. Το μελάνζ παρατείνει τη ζωή, διευρύνει την ανθρώπινη συνείδηση κι επιτρέπει στους πλοηγούς της Διαστημικής Συντεχνίας να αναδιπλώνουν το διάστημα, προσφέροντας έτσι στην ανθρωπότητα τη δυνατότητα να ταξιδεύει στ’ αστέρια. Ο νεαρός Πολ Ατρείδης θα είναι αυτός που θα σφραγίσει το μέλλον του πλανήτη και ολόκληρης της αυτοκρατορίας. Θα πάρει την εκδίκηση του για την τρομερή συνομωσία κατά της οικογένειας του, που θα έχει σαν αποτέλεσμα τον θάνατο του πατέρα του, και θα δώσει σάρκα κι οστά στο πανάρχαιο και πιο μεγαλεπήβολο όνειρο της ανθρωπότητας.

Σκηνοθεσία:

David Lynch

Κύριοι Ρόλοι:

Kyle MacLachlan … Paul Atreides

Francesca Annis … λαίδη Jessica

Jurgen Prochnow … δούκας Leto Atreides

Sean Young … Chani

Virginia Madsen … πριγκίπισσα Irulan

Everett McGill … Stilgar

Sting … Feyd Rautha

Jack Nance … Nefud

Sian Phillips … γάιος Helen Mohiam

Kenneth McMillan … βαρόνος Vladimir Harkonnen

Max von Sydow … Δρ Kynes

Dean Stockwell … Δρ Wellington Yueh

Jose Ferrer … αυτοκράτορας Shaddam IV

Brad Dourif … Piter De Vries

Silvana Mangano … ηγούμενη Ramallo

Linda Hunt … Shadout Mapes

Freddie Jones … Thufir Hawat

Patrick Stewart … Gurney Halleck

Alicia Witt … Alia

Richard Jordan … Duncan Idaho

Paul L. Smith … Beast Rabban

Leonardo Cimino … ο γιατρός του βαρόνου

Danny Corkill … Orlop

Angelica Aragon … Bene Gesserit

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: David Lynch

Παραγωγή: Raffaella De Laurentiis

Μουσική: Toto

Φωτογραφία: Freddie Francis

Μοντάζ: Antony Gibbs

Σκηνικά: Anthony Masters

Κοστούμια: Bob Ringwood

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Dune
  • Ελληνικός Τίτλος: Ντιούν

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Dune του Frank Herbert.

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ ήχου.

Παραλειπόμενα

  • Μετά την άμεση επιτυχία του μυθιστορήματος του 1965, έγιναν γρήγορα προσπάθειες να μεταφερθεί και στο σινεμά. Το 1971, ήταν ο παραγωγός Arthur P. Jacobs που αγόρασε πρώτος τα δικαιώματα, αλλά ενώ ο David Lean είχε ήδη προσεγγισθεί για να το αναλάβει, ο Jacobs έφυγε από τη ζωή το 1973. Τον επόμενο χρόνο μπήκε στο προσκήνιο δυναμικά ο Alejandro Jodorowsky, με τον μεξικανό δημιουργό να έρχεται σε επαφή με τα μουσικά γκρουπ Pink Floyd και Magma, τον Dan O’Bannon για τα ειδικά εφέ, και τους H.R. Giger, Jean Giraud και Chris Foss για τον σχεδιασμό των σκηνικών και των χαρακτήρων. Για το καστ, είχε κατά νου τον Salvador Dali (ο αυτοκράτορας), τον Orson Welles (βαρόνος Χάρκονεν), τον Mick Jagger (Φέιντ Ρόθα), τον Udo Kier (Πίτερ Ντε Βρίες), τον David Carradine (Λέτο Ατρείδης), τον γιο του, Brontis Jodorowsky (Πολ Ατρείδης), αλλά και την Gloria Swanson. Πολλοί λόγοι όμως ανέβαλαν συνεχώς το σχέδιο, με τον κυριότερο να είναι ότι ο δημιουργός του ήθελε να γίνει ένα έπος 10 έως 14ων ωρών. Παρότι η ταινία δεν έγινε ποτέ, ο σχεδιασμός της επηρέασε το sci-fi σινεμά, ειδικά το Άλιεν του 1979. Υπάρχει και το ντοκιμαντέρ Jodorowsky’s Dune του 2013, που αναλύει όλη αυτή την αποτυχημένη προσπάθεια.
  • Το 1976, ο μεγαλοπαραγωγός Dino De Laurentiis πήρε με τη σειρά του τα δικαιώματα, και ανέθεσε στον ίδιο τον Frank Herbert να γράψει ένα νέο σενάριο. Αυτό βγήκε 175 σελίδων, που αντιστοιχούσαν σε μια τρίωρη ταινία. Το 1979 προσέλαβε τον Ridley Scott για να το σκηνοθετήσει, αλλά και τον Rudy Wurlitzer για να δουλέψει εκ νέου πάνω στο σενάριο, με τον H.R. Giger να παρέχει στην ταινία όσα είχε έτοιμα ήδη για τον Jodorowsky. Κι ενώ ο Scott είχε ήδη αποφασίσει να το χωρίσει σε δύο ταινίες, ήρθε η ώρα που προτίμησε να στραφεί στο Μπλέιντ Ράνερ.
  • Είχε έρθει το 1981, και τα δικαιώματα 9 ετών που είχε κλείσει ο De Laurentiis κινδύνευαν να λήξουν, μια και ήταν απλά μεταβιβασμένα από τον γάλλο Jean-Paul Gibon το 1974. Ο ιταλός παραγωγός κατάφερε να τα κάνει ολότελα δικά του, συμφωνώντας και για πιθανά σίκουελ. Ήταν τότε η Raffaella De Laurentiis που παρακολούθησε τον Άνθρωπο Ελέφαντα, κι αποφάσισε ότι ο David Lynch έπρεπε να είναι ο σκηνοθέτης. Την ίδια περίοδο, ο Lynch είχε αρκετές προσφορές, ακόμα και για την Επιστροφή των Τζεντάι. Συμφώνησε όμως για το Ντιούν, τόσο για τη σκηνοθεσία όσο και το νέο σενάριο, ακόμα κι αν δεν είχε διαβάσει ποτέ το βιβλίο (δεν ήταν λάτρης της επιστημονικής φαντασίας). Αρχικά εργάστηκε μαζί με τους Eric Bergren και Christopher De Vore, αλλά επήλθαν δημιουργικές διαφορές, και ο Lynch δούλεψε εξτρά μόνος του για να το αποτελειώσει. Σύμφωνα με δήλωση της Virginia Madsen το 2016, ο δημιουργός είχε σκοπό να γίνει σε τρεις ταινίες, σαν ένας νέος Πόλεμος των Άστρων. Τουλάχιστον, εκείνη για τρεις ταινίες υπέγραψε, αν και είναι η μόνη επίσημη αναφορά ως προς αυτό.
  • Όλο το φιλμ γυρίστηκε στο Μεξικό, με ένα μπάτζετ που ξεπέρασε τα 40 εκατομμύρια δολάρια. Χρειάστηκαν να κατασκευαστούν 80 διαφορετικά σκηνικά, 16 στούντιο ηχογράφησης, και να μαζευτεί ένα επιτελείο 1.700 ανθρώπων.
  • Το αρχικό μοντάζ άγγιζε τις τέσσερις ώρες. Ο ίδιος ο Lynch το έριξε στις τρεις, αλλά η Universal και οι υπόλοιποι χρηματοδότες απαιτούσαν κάτι κοντά στις δύο. Τότε, ο De Laurentiis, η κόρη του και ο Lynch μπήκαν στη διαδικασία να κόψουν πολλές σκηνές, να κάνουν νέα γυρίσματα για να απλοποιηθεί η πλοκή, ενώ προσθέσανε κι αφήγηση. Σύμφωνα όμως με μια έντονη φήμη, ο Lynch εξαρχής δεν είχε κάνει κανένα μοντάζ, πέρα από αυτό που βγήκε στις αίθουσες.
  • Το 1988 εμφανίστηκε στη μικρή οθόνη μια εκδοχή 186 λεπτών (σε δύο μέρη). Αυτή όμως δεν είχε την έγκριση του Lynch, ο οποίος και την αποποιήθηκε, υποχρεώνοντας να βγει το όνομα του από τους τίτλους (αναγράφεται ως Alan Smithee: το παραδοσιακό ψευδώνυμο όσων αποποιούνταν τις ταινίες τους). Η εκδοχή αυτή είχε μέλλον και στο DVD ως Dune: Extended Edition. Η Universal έκανε αρκετές φορές πρόταση στον σκηνοθέτη να βγάλει ένα director’s cut, αλλά ο Lynch όχι μόνο αρνούνταν, αλλά δεν δέχονταν καν να τον ρωτούν για το συγκεκριμένο θέμα σε συνεντεύξεις.
  • Ο βαρύς τίτλος Ντιούν επέφερε εκτεταμένη διαφημιστική καμπάνια πριν γίνει η πρεμιέρα, τόσο με διάφορα παιχνίδια όσο και με ένα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ. Ποτέ όμως δεν κατάφερε στα ταμεία να ισοσκελίσει το μπάτζετ του, ενώ οι κριτικοί ήταν σκληροί απέναντι του. Ακολούθησε cult φήμη (ακόμα και με διχογνωμίες), αλλά στην ουσία δεν αναγνωρίστηκε ποτέ ως κάτι παραπάνω από την ίσως χειρότερη ταινία του Lynch. Ο Alejandro Jodorowsky, που ήταν απογοητευμένος πιστεύοντας ότι μόνο ο Lynch θα μπορούσε να κάνει ισάξια δουλειά με αυτόν, απέφυγε να δει την ταινία εμμονικά. Όταν εντέλει τον έπεισαν τα παιδιά του, βγήκε από την αίθουσα χαρούμενος. Η δήλωση του ήταν πως χάρηκε επειδή η ταινία ήταν όντως μια αποτυχία, αλλά το φταίξιμο το έριξε στους παραγωγούς και όχι στον σκηνοθέτη.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Η ροκ μπάντα των Toto δημιούργησε εδώ το πρώτο και μοναδικό σάουντρακ στην καριέρα τους. Στο πλάι τους είχαν τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βιέννης, με μαέστρο τον Marty Paich (πατέρα του κιμπορντίστα). Όμως, το Prophecy Theme ήταν μια σύνθεση του Brian Eno, με μια φήμη να ήθελε να έχει γράψει ολόκληρη τη μουσική, κι απλά να “επιβίωσε” μόνο αυτό.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 3/10/2021

Ενώ μπορεί με ευκολία κάποιος να δει αξιοπρόσεκτα στοιχεία σε αυτό, ταυτόχρονα δεν είναι περίεργο που το «Ντιούν» φέρει το στίγμα της μοναδικής ταινίας στη φιλμογραφία του David Lynch που χαρακτηρίζεται ευρέως ως καλλιτεχνική αποτυχία (πέραν της χασούρας στα ταμεία). Παρότι φαίνεται ότι το «χέρι» των De Laurentiis έπεσε βαρύ επάνω στη συγκεκριμένη παραγωγή, πρόκειται για ένα φιλμ που, παραδόξως, έχει αρκετά από τα στοιχεία του σκηνοθέτη του εντός του: περιέχει παρατεταμένες σκηνές οραμάτων, καθώς και μια ονειρική ατμόσφαιρα εν γένει, μια χαρακτηριστικά λιντσική αποστασιοποίηση στις ερμηνείες, εξάρσεις ποιητικότητας, και βίας σχεδόν σουρεαλιστικής στη φύση της. Καλοδεχούμενες όλες αυτές οι πινελιές, αλλά προξενούν δύο βασικά προβλήματα: πρώτον, πολλές φορές μοιάζουν να είναι αταίριαστες με τη φύση της ιστορίας, και δεύτερον, ακυρώνονται πολύ συχνά από τις στουντιακές παρεμβάσεις, που απαιτούν να καλυφθούν συγκεκριμένα μπλοκμπαστερικά «κουτάκια», όπως την ύπαρξη δράσης, θεάματος κι εφέ. Κάπως έτσι, προκύπτει ένα τελικό προϊόν που βρίσκεται σε έντονη κρίση ταυτότητας, αβέβαιο και άνισο, που ούτε ολοκληρωμένο δημιουργικό όραμα αποτελεί, ούτε όμως μια λειτουργική σε επίπεδο καθαρόαιμης διασκέδασης προσπάθεια.

Αλλά και οπτικά, το όλο εγχείρημα αμφιταλαντεύεται μεταξύ μιας λεπτομερούς και ομολογουμένως εντυπωσιακής σκηνογραφίας, και κάποιων επιλογών που συχνά φλερτάρουν με το κακόγουστο. Ως προς αυτό το δεύτερο σκέλος, ξεχωρίζουν σίγουρα αρνητικά κάποιες κομμώσεις που παραπέμπουν σε συγκροτήματα του new-wave της δεκαετίας παραγωγής του φιλμ (υπάρχει άλλωστε κι ένας Sting στο καστ!), καθώς κι ένας… ιπτάμενος Kenneth McMillan. Το εύρημα των εσωτερικών μονολόγων προκαλεί μια κάπως ενοχλητική υπερσυσσώρευση πληροφοριών που ακυρώνει το στοιχείο της αμφισημίας, ενώ και η φλυαρία του σεναρίου καθιστά ενίοτε το σύνολο αντικινηματογραφικό. Στα θετικά συγκαταλέγονται ένα ταιριαστό σάουντρακ από τους Toto, όπως και μια πλουσιοπάροχη δουλειά στη φωτογραφία από τον Freddie Francis, που αναδεικνύει υπέροχα τα πλουμιστά χρώματα του ντεκόρ και των κοστουμιών. Στα αρνητικά, το σύνολο σχεδόν των ερμηνειών κυμαίνεται μεταξύ υποτονικότητας και καρτουνιστικής υπερβολής (το δεύτερο χαρακτηριστικό συναντάται εδώ κυρίως στους υποστηρικτικούς ρόλους), ενώ και το φινάλε έρχεται εξαιρετικά απότομα, υποδηλώνοντας μια αμηχανία εκ μέρους των συντελεστών ως προς το πώς να κλείσουν με ομαλό τρόπο τον μύθο που ξεδιπλώνεται επί της οθόνης.

Με αυτά τα δεδομένα στο τραπέζι, το «Ντιούν» καταλήγει να βλέπεται με ενδιαφέρον περισσότερο ως ένα κινηματογραφικό αξιοπερίεργο, αλλόκοτα γοητευτικό μέσα στην ελαττωματικότητά του. Είναι βαρυφορτωμένο, με πολλές εσωτερικές αντιφάσεις, κάπως παρωχημένο σήμερα από αισθητικής άποψης, αλλά έχει την ομορφιά να προσφέρει πολλά πατήματα για τον πιο αναλυτικό θεατή ως προς την εύρεση των συντελεστών που καθιστούν ένα καλλιτεχνικό στοίχημα χαμένο.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

38 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

1 Σχόλια

  1. Λάκης 4 Οκτωβρίου 2021

    Αυτό μάλιστα είναι κριτική, αλλά και για ταινία που άντε να βρεις κριτική από Έλληνα. Μπράβο, όλοι εδώ μέσα είστε top!