
Ένας σκληρός, παλαιάς κοπής αστυνομικός και ο ευέξαπτος, νεότερος συνεργάτης του τίθενται σε διαθεσιμότητα όταν ένα βίντεο που δείχνει τις σκληρές μεθόδους καταστολής που ακολουθούν, διαρρέει στο διαδίκτυο. Με λίγα χρήματα και χωρίς καμία επιλογή, οι απογοητευμένοι αστυνομικοί βουτάνε στον εγκληματικό υπόκοσμο, όπου και θα βρουν πολλά περισσότερα από όσα είχαν όσο ζούσαν στη σκιά.
Σκηνοθεσία:
S. Craig Zahler
Κύριοι Ρόλοι:
Mel Gibson … ντετέκτιβ Brett Ridgeman
Vince Vaughn … ντετέκτιβ Anthony Lurasetti
Tory Kittles … Henry Johns
Michael Jai White … Biscuit
Laurie Holden … Melanie Ridgeman
Jennifer Carpenter … Kelly Summer
Fred Melamed … Κος Edmington
Don Johnson … υπαρχηγός αστυνομίας G. Calvert
Myles Truitt … Ethan Johns
Vanessa Bell Calloway … Jennifer Johns
Udo Kier … Friedrich
Thomas Kretschmann … Lorentz Vogelmann
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: S. Craig Zahler
Παραγωγή: Sefton Fincham, Jack Heller, Tyler Jackson, Keith Kjarval, Dallas Sonnier
Μουσική: Jeff Herriott, S. Craig Zahler
Φωτογραφία: Benji Bakshi
Μοντάζ: Greg D’Auria
Σκηνικά: Brian Davie
Κοστούμια: Tanya Lipke
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Dragged Across Concrete
- Ελληνικός Τίτλος: Τα Δύο Πρόσωπα του Νόμου
Παραλειπόμενα
- Ο Vince Vaughn έδειξε το σενάριο στον Mel Gibson καθώς συνεργάζονταν για το Αντιρρησίας Συνείδησης, μιλώντας του και για τον S. Craig Zahler και το όραμα του. Ο Gibson δεν ήταν απλώς δεκτικός, αλλά συμφώνησε να συμμετέχει άμεσα.
- Η Summit Entertainment επέλεξε να το κυκλοφορήσει ταυτόχρονα σε αίθουσες και video-on-demand. Κι αυτό επειδή ο διανομέας Lionsgate ζήτησε μια πιο “οικογενειακή εκδοχή” για τις αίθουσες, κάτι που βγήκε ισχυρό αντίλογο από τον δημιουργό. Συνέπεια αυτών να καταρρακωθεί στα ταμεία η ταινία, με έσοδα 660 χιλιάδες δολάρια έναντι κόστους των 15 εκατομμυρίων δολαρίων.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Jeff Herriott και S. Craig Zahler έγραψαν και μια σειρά από τραγούδια για το φιλμ. Οι The O’Jays και ο Butch Tavares ερμηνεύουν ο καθένας τους τρία από αυτά, ενώ ο ίδιος ο Zahler ακούγεται στο A Better Place for Us.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 23/3/2019
Ο S. Craig Zahler κατορθώνει εδώ κάτι πολύ ενδιαφέρον: παράλληλα πηγαίνει την αστυνομική περιπέτεια στην εποχή των «ντουζένιων» της ως προς την απήχηση στο κοινό σε ατμόσφαιρα και αισθητική, μέσα με τέλη δεκαετίας 1980, μπολιάζοντάς την όμως και με μια δική του ματιά, ένα ιδιόμορφο αλλά ελκυστικό κράμα ταραντινικών, οξυδερκών διαλόγων (όμως με ελάχιστο ως καθόλου χιούμορ), αργών ρυθμών που χτίζουν μεθοδικά ένταση μέχρι το μεγάλο ξέσπασμα και μιας σκληράδας που έχει τις ρίζες της στον Peckinpah. Είναι αλήθεια πως όσο κι αν η μεγάλη διάρκεια εξυπηρετεί έναν σκοπό ταυτόχρονα «πλαδαραίνει» το σύνολο. Μια εξοικονόμηση στην αφήγηση μαζί με ένα χρονικό συμμάζεμα θα καθιστούσαν το φιλμ πιο δυνατό. Αλλά και οι χαρακτήρες, παρόλο που έχουν υπόσταση, σαν να σταματάει κάπου το βάθος τους για να υπάρξει περισσότερη έμφαση στο ξετύλιγμα της πλοκής, κάτι που φαίνεται και στις ερμηνείες οι οποίες αποφεύγουν την υπέρβαση, σαν να κινούνται σε πολύ αυστηρώς οριοθετημένα πλαίσια. Παρόλα αυτά, τα «Δύο Πρόσωπα του Νόμου» είναι αδιαμφισβήτητα όχι μονάχα αποτελεσματικός κινηματογράφος είδους αλλά κι ένα έργο με καλλιτεχνική ταυτότητα και άποψη, που ενέχει και διάσπαρτες ανατροπές στη συνταγή της κατηγορίας που υπηρετεί και ιδιαίτερο ύφος. Είναι αρκούντως βατό για να προσελκύσει έναν μέσο θεατή αλλά ταυτόχρονα με αρκετά ξεχωριστά χαρακτηριστικά ώστε να έχει απήχηση και στον αναζητητή του «εναλλακτικού».
Ουκ ολίγες φορές δίνεται η αίσθηση πως ο Zahler παιχνιδίζει έντονα με τις προσδοκίες του θεατή, απολαμβάνοντας σχεδόν σαδιστικά αυτού του είδους την εξουσία που έχει πάνω του, πότε ακολουθώντας και πότε παραβαίνοντας τους κανόνες του «παιχνιδιού». Ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν η κορύφωση, που «τραβάει» υπερβολικά επίτηδες για να περάσει αυτόν που παρακολουθεί από ένα ρολερκόστερ αγωνίας προσπαθώντας να προβλέψει πως θα εξελιχθεί η ιστορία και ακόμη περισσότερο ίσως ο τρόπος μεταχείρισης του χαρακτήρα της Jennifer Carpenter, αφήνοντας ως επίγευση το ότι όταν ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος συνελάμβανε το συγκεκριμένο εύρημα γελούσε με την ψυχή του. Προσδίδει έτσι στη δημιουργία του επιπρόσθετη ιδιαιτερότητα, ένα πιο διακριτό προσωπικό στίγμα που τη διαχωρίζει από την τυπικότητα της φόρμουλας που πολλάκις διαπερνά την κατηγορία στην οποία ανήκει. Την ίδια στιγμή «ποτίζει» το σενάριο με έναν στυφό αμοραλισμό που προσγειώνει τους ήρωες σε ένα σκηνικό στερημένο από ηθική, που κολυμπάει στους γκρίζους κώδικες του νουάρ, δημιουργώντας ένα ασφυκτικό σύμπαν όπου η επίδειξη καλοσύνης είναι συμπτωματική κι εκδηλώνεται σποραδικά και οι διπλές ατζέντες η κανονικότητα. Όλα αυτά με μια καλώς εννοούμενη στεγνότητα, με την έλλειψη μουσικής εκτός των τραγουδιών που χρησιμοποιούνται ενδοδιηγητικά να φέρνει στο νου την αντίστοιχη σιωπή του «Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους».
Το ντουέτο των Mel Gibson και Vince Vaughn διαθέτει μια πειστική χημεία, με τον πρώτο αναμενόμενα να τραβάει την προσοχή με την αύρα του «γερόλυκου» που εκπέμπει, πρέπει όμως να σημειωθεί ότι οι ερμηνευτές κρατούν έναν δευτερεύοντα ρόλο στο όλο εγχείρημα. Το φιλμ ανήκει στον δημιουργό του και κατευθύνεται από τον ίδιο, αποτελεί ξεκάθαρα έργο δημιουργού με έναν δικό του, ανορθόδοξο τρόπο. Ταυτόχρονα ο έμμεσος και ασυνήθιστος τρόπος (τόσο που θα μπορούσε να παρεξηγηθεί από κάποιους ότι εκφράζει το αντίθετο μήνυμα από αυτό που θέλει να επικοινωνήσει) με τον οποίο παρατίθεται το κοινωνικοπολιτικό σχόλιο γύρω από τη σύγχρονη Αμερική που ενώνει τα «παιδιά» της σε μια ενιαία μιζέρια φροντίζοντας συνάμα να αναζωπυρώνει τον μεταξύ τους διχασμό για φυλετικούς, ταξικούς και άλλους λόγους κατά το δόγμα του «διαίρει και βασίλευε» καθιστά το σύνολο και απρόσμενα συνειδητοποιημένο, ειδικά για μια ταινία που φαινομενικά έχει ως πρωταρχικό στόχο να προσφέρει πιο άμεσου τύπου απολαύσεις, έστω μέσω μιας όχι και τόσο συνηθισμένης οδού. Προσθέτοντας στο μείγμα και κάποιες απρόσμενα σοκαριστικές εκρήξεις βίας, που μένουν περισσότερο στο νου εξαιτίας του ότι είναι λίγες και για αυτό όταν συμβαίνουν διαταράσσουν τα νερά πιο αποτελεσματικά από ότι αν υπήρχε «σφυροκόπημα» και ο απολογισμός είναι σίγουρα θετικός, έστω κι αν με κάποιες βελτιώσεις θα μπορούσε να φτάσει και ψηλότερα.
Βαθμολογία: