Βρισκόμαστε ανάμεσα στο 2014 και το 2015, σε μια περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης που τίποτα δεν μοιάζει λογικό. Για την ακρίβεια, είμαστε εκεί όπου Ουκρανοί μάχονται με κάτοικους του Ντόνετσκ, στα ανατολικά της Ουκρανίας, κι ενώ οι τελευταίοι επιθυμούν ανεξαρτητοποίηση υπό την ηγεμονία της Ρωσίας. Από αυτή την περίοδο, γινόμαστε μάρτυρες 13ών μικρών επεισοδίων, που ποικίλουν θεαματικά από έναν απλό γάμο ως σκηνές βίας.

Σκηνοθεσία:

Sergey Loznitsa

Κύριοι Ρόλοι:

Valeriu Andriuta … διοικητής

Boris Kamorzin … Mikhalych

Sergey Kolesov … Ivan

Georgiy Deliev … Batyana

Thorsten Merten … γερμανός δημοσιογράφος

Irina Plesnyayeva … όμορφη γυναίκα

Svetlana Kolesova … Angela

Natalya Buzko … γυναίκα στα κόκκινα

Olesya Zhurakivska … κοπέλα με κουβά

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Sergey Loznitsa

Παραγωγή: Heino Deckert

Φωτογραφία: Oleg Mutu

Μοντάζ: Danielius Kokanauskis

Σκηνικά: Kirill Shuvalov

Κοστούμια: Dorota Roqueplo

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Donbass
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Δύναμη της Αλήθειας

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο σκηνοθεσίας.
  • Καλύτερη ταινία στο φεστιβάλ της Σεβίλλης.
  • Βραβείο καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου στα εθνικά βραβεία της Ουκρανίας.
  • Επίσημη πρόταση της Ουκρανίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 5/11/2019

Το εμπόλεμο στο Ντονμπάς αποτελεί μια πολύ νωπή κατάσταση, μιας και πέντε χρόνια μετά, ακόμη δεν έχει υπάρξει επισήμως παύση πυρός, έστω κι αν οι συγκρούσεις εκεί έχουν αμβλυνθεί σε σημαντικό βαθμό. Ο Sergey Loznitsa κατέγραψε με το ντοκιμαντέρ «Maidan» τις ρίζες του όλου διχασμού στο εσωτερικό της Ουκρανίας, που ξεκίνησε με το κύμα των διαδηλώσεων κατά του εκεί πρώην προέδρου Yanukovych, άρα μόνο ως άπειρο σχετικά με το αντικείμενο δεν μπορεί να τον κατηγορήσει κανείς. Το θέμα είναι το πώς καταπιάνεται με αυτό…

Κι ενώ η «Δύναμη της Αλήθειας» κατασκευαστικά είναι εντυπωσιακή με έναν χαμηλόφωνο τρόπο (διόλου τυχαία η βράβευση στις Κάνες), στριμώχνοντας μπόλικα θαυμάσια μονοπλάνα που χαρακτηρίζονται από μια διακριτική βιρτουοζιτέ (sic), σε επίπεδο πολιτικής τοποθέτησης η μεροληψία είναι ισοπεδωτική. Η διαπίστωση αυτή σαφώς δεν σημαίνει ότι η κατεύθυνση προς το άλλο άκρο θα ήταν προτιμότερη, αυτή μιας πουτινικού τύπου διαστρέβλωσης. Σε επίπεδο ήθους, όμως, η προσέγγιση που επιλέγεται εδώ ελάχιστες διαφορές έχει από την άλλη κατεύθυνση. Γιατί πώς αλλιώς μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς την απεικόνιση του συνόλου του φιλορωσικού στρατοπέδου ως ένα μάτσο μπουνταλάδων εθνικιστών που τραμπουκίζουν αδιακρίτως και που εκσφενδονίζουν τον χαρακτηρισμό «φασίστας» αδιακρίτως σε όποιον βρίσκεται από την απέναντι πλευρά για να ξεπλύνουν τις δικές τους χοντράδες; Αλήθεια, γιατί ο Loznitsa δεν δείχνει τον υπαρκτό λόγο της χρήσης αυτού του χαρακτηρισμού; Ρητορική ερώτηση…

Θα μπορούσε κάποιος να μιλήσει και για την υπερβολικά σπασμωδική δομή, σαν μια συνένωση πολλών ταινιών μικρού μήκους σε ένα σύνολο που δεν μοιάζει να έχει κέντρο βάρους, όμως η ομοιογένεια του ύφους που υπάρχει κάμπτει αυτή την ένσταση. Ένα σημαντικό φάουλ αποτελεί το πόσο κραυγαλέα είναι τα μηνύματα και γενικότερα το ύφος που επιλέγεται. Ο σκηνοθέτης μοιάζει να είναι τόσο παθιασμένα αφοσιωμένος στο να περάσει τη γραμμή του, που εγκαταλείπει εντελώς τη λεπτότητα. Δεν επικοινωνεί απλά, αλλά ουρλιάζει δυνατά τις ιδέες του στον θεατή. Ένας δημιουργός που έχει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του και στον ίδιο βαθμό στην αντιληπτική ικανότητα του κοινού οφείλει να γνωρίζει πως ένα φιλμ κατά τη διάρκειά του έχει διαβαθμίσεις στην έντασή του, η οποία ανεβαίνει στα σημεία που ο ίδιος κρίνει ότι χρειάζεται για έμφαση. Αν οι ρυθμοί είναι μονίμως χαμηλότονοι ή παροξυσμικοί με λανθασμένο τρόπο, τότε η ταινία μπορεί να κατηγορηθεί ως υποτονική ή υστερική αντίστοιχα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση συμβαίνει το δεύτερο. Αυτό σίγουρα οφείλεται και στο γεγονός ότι η ματιά του Loznitsa επάνω στο υπό ανάλυση ζήτημα παίρνει σαφή θέση, μην τηρώντας μια τακτική ίσων αποστάσεων.

Ευτυχώς δεν πρόκειται για ένα απόλυτα στεγνό κι αδιαπραγμάτευτα σοβαροφανές φιλμ. Η σάτιρα δίνει και παίρνει, και ομολογουμένως έχει ουκ ολίγες εύστοχες στιγμές, έστω κι αν το χιούμορ που τη διέπει είναι περισσότερο πικρόχολο και λιγότερο ευθέως αστείο. Νοηματικά, πάντως, από σύντομη ιστορία σε σύντομη ιστορία, παρατηρείται μια επανάληψη που κουράζει ελαφρώς. Η ίδια ουσία θα διατηρούταν και με μια χρονική διάρκεια κατά ένα εικοσάλεπτο μικρότερη. Μάλλον οι καλύτερες σκηνές είναι αυτές που απεικονίζουν την ενσωμάτωση της ζοφερής νέας πραγματικότητας του πολέμου στην καθημερινότητα των άμαχων πολιτών, ακόμη κι αν περιορίζονται, οποία έκπληξις, αποκλειστικά στον πληθυσμό του φιλοευρωπαϊκού στρατοπέδου. Έστω και υπό αυτό το πρίσμα, πρόκειται για στιγμές που κουβαλούν μια αλήθεια που ξεπερνά τη στρατευμένη ρητορική του καταξιωμένου κινηματογραφιστή.

Όπως και να έχει, το θέμα που θίγεται άξιζε μιας πιο ισορροπημένης και δίκαιης μεταχείρισης που να παρουσίαζε τις θετικές και τις αρνητικές πλευρές αμφότερων των αντιμαχόμενων στρατοπέδων. Από κάποιους μπορεί να εκστομιστεί και ο χαρακτηρισμός «προπαγάνδα» για όσα θα δουν επί της οθόνης. Πάντως, κρατώντας και τις δέουσες επιφυλάξεις, υπάρχουν αρετές που μπορούν να εκτιμηθούν και με το παραπάνω εδώ, κυρίως σε κινηματογραφικό και κατασκευαστικό επίπεδο. Για ενημέρωση πάνω στο φλέγον αυτό ζήτημα, ας προτιμηθεί καλύτερα η οδός του διαδικτύου ή μια ευρεία γκάμα τύπου επάνω σε διεθνείς σχέσεις.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

10 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *