Ένας κινηματογραφιστής στη δύση της καριέρας του αναπολεί τη ζωή του: τη μητέρα του, τις ερωμένες του, τους ηθοποιούς με τους οποίους δούλεψε. Τη δεκαετία του 1960 σε ένα μικρό χωριό της Βαλένθια, τη δεκαετία του 1980 στη Μαδρίτη, και το σήμερα, όπου νιώθει την απόλυτη μοναξιά και είναι αντιμέτωπος με τη θνητότητα, τη ανικανότητά του να συνεχίσει να γυρίζει ταινίες, την αδυναμία του να διαχωρίσει τη δημιουργία από την ίδια του τη ζωή. Η ανάγκη του να διηγηθεί την ιστορία του μπορεί να είναι και η σωτηρία του.
Σκηνοθεσία:
Pedro Almodovar
Κύριοι Ρόλοι:
Antonio Banderas … Salvador Mallo
Penelope Cruz … Jacinta Mallo
Raul Arevalo … Venancio Mallo
Leonardo Sbaraglia … Federico Delgado
Asier Etxeandia … Alberto Crespo
Cecilia Roth … Zulema
Nora Navas … Mercedes
Susi Sanchez … Beata
Julieta Serrano … Jacinta
Asier Flores … Salvador Mallo
Rosalia … Rosita
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Pedro Almodovar
Παραγωγή: Agustin Almodovar, Ricardo Marco Bude, Esther Garcia, Ignacio Salazar-Simpson
Μουσική: Alberto Iglesias
Φωτογραφία: Jose Luis Alcaine
Μοντάζ: Teresa Font
Σκηνικά: Antxon Gomez
Κοστούμια: Paola Torres
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Dolor y Gloria
- Ελληνικός Τίτλος: Πόνος και Δόξα
- Διεθνής Τίτλος: Pain and Glory
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Pain & Glory
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (Ισπανία) και πρώτου αντρικού ρόλου (Antonio Banderas).
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας και πρώτου αντρικού ρόλου (Antonio Banderas) σε δράμα.
- Υποψήφιο για Bafta ξενόγλωσσης ταινίας.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο αντρικής ερμηνείας (Antonio Banderas) και μουσικής.
- Βραβείο αντρικής ερμηνείας (Antonio Banderas) και σκηνικών στα Ευρωπαϊκά Βραβεία. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία και σενάριο.
- Βραβείο καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, πρώτου αντρικού ρόλου (Antonio Banderas), δεύτερου γυναικείου ρόλου (Julieta Serrano), σεναρίου, μουσικής και μοντάζ στα Goya. Υποψήφιο για πρώτο γυναικείο ρόλο (Penelope Cruz), δεύτερο αντρικό ρόλο (Asier Etxeandia και Leonardo Sbaraglia), παραγωγή, φωτογραφία, σκηνικά, κοστούμια, ήχο και μακιγιάζ.
Παραλειπόμενα
- Επηρεασμένο άμεσα από το Οκτώμισι του Federico Fellini. Πρόκειται κι εδώ για μια αυτο-αναφορική ταινία, που ανατρέχει στο παρελθόν του σκηνοθέτη, αλλά κοιτάει και το παρόν του. Επί αυτού, το Salvador Mallo είναι απλά ένας ιδιότυπος αναγραμματισμός του ονόματος του Pedro Almodovar.
- Ντεμπούτο στον κινηματογράφο για τη νεαρή Rosalia, διάσημη τραγουδίστρια, γνωστότερη για τη μοντέρνα απόδοσης της του φλαμένκο.
- Μετά τα κάμεο στο Δεν Κρατιέμαι (2013), ο Antonio Banderas βρίσκεται ξανά στην ίδια ταινία του Almodovar με την Penelope Cruz (χωρίς όμως να συναντιούνται επί της οθόνης). Για τον πρώτο είναι η 8η ταινία του με τον Almodovar, ενώ για την Cruz η 6η.
- Η Julieta Serrano, μία από τις αγαπημένες ηθοποιούς του Almodovar στα ξεκινήματα του, συνεργάζεται εκ νέου με τον ισπανό δημιουργό από το 1988. Εδώ ερμηνεύει τη μητέρα του Antonio Banderas, κάτι που είχε επαναλάβει δύο φορές στο παρελθόν (Ματαντόρ και Γυναίκες στα Πρόθυρα Νευρικής Κρίσης).
- Το φιλμ κόστισε 4,5 εκατομμύρια δολάρια, για να πετύχει εισπράξεις των 37.3.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Rosalia και Penelope Cruz ακούγονται εδώ να ερμηνεύουν το A Tu Vera, παλιά επιτυχία του 1962 που είχε κάνει γνωστότερο η Lola Flores.
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 29/10/2019
Ο Σαλβαδόρ είναι ένας μεσήλικας σκηνοθέτης σε καλλιτεχνική και προσωπική κρίση. Όταν η ταινιοθήκη της Μαδρίτης αποφασίζει να προβάλει την αποκατεστημένη κόπια μιας τριακονταετούς ταινίας του, προσκαλώντας τον δημιουργό να προλογίσει και να συμμετάσχει σε ένα Q&A με το κοινό μετά την προβολή, εκείνος αποφασίζει ότι είναι έντιμο να προσκαλέσει και τον Αλμπέρτο, πρωταγωνιστή της ταινίας του. Μόνο που οι δυο τους έχουν να βρεθούν τριάντα χρόνια, ακριβώς με το πέρας των γυρισμάτων του φιλμ, οπότε και διαπληκτίστηκαν έντονα σχετικά με την ερμηνεία του ηθοποιού. Η επικείμενη συνάντηση των δύο ανδρών αναστατώνει τη λιμνάζουσα δυστυχία του Σαλβαδόρ, φέρνοντας στον νου του θύμισες από όλη του τη ζωή που τον καθόρισαν, αλλά και έναν ανεξερεύνητο φόβο θανάτου.
Ως μέρος μιας ιδιαιτέρως αυτοαναφορικής φιλμογραφίας, το φιλμ του Αλμοδόβαρ μοιάζει εκ πρώτης όψεως σχεδόν αυτοβιογραφικό. Ο πρωταγωνιστής Σαλβαδόρ ζει στο αληθινό σπίτι του σκηνοθέτη, έχει κοινά βιώματα με αυτόν, μέχρι και η διαμάχη με τον ηθοποιό φαντάζει σαν εξιστόρηση μίας ακόμη ιστορίας αλμοδοβαρικής τρέλας. Ωστόσο, αληθινό επίκεντρο του έργου δεν είναι οι αναμνήσεις του δημιουργού, αλλά ένας άντρας σε συνεχή εξοντωτικό πόνο που παραλύει συνειδητοποιώντας τη θνητότητά του και αναζητά καταφύγιο στην τέχνη του. Ο Σαλβαδόρ δεν αποτελεί ένα ομοίωμα του Πέδρο Αλμοδόβαρ, μια ωραιοποιημένη εκδοχή του ή μια προβολή του. Συνιστά έναν πολυδιάστατο χαρακτήρα που βρίσκει άμεσα τη θέση του στο γραφικό πάνθεον των αλμοδοβαρικών ηρώων, όχι ένα -έστω πλήρες- alter ego ενός μεγαλομανούς δημιουργού.
Ο Αντόνιο Μπαντέρας, υπηρετώντας αυτή τη δημιουργική κατεύθυνση και παραδίδοντας μια συνταρακτική σωματική ερμηνεία, δεν ασπάζεται καμία από τις ιδιαιτερότητες της περσόνας του Αλμοδόβαρ. Πλάθει έναν αυθύπαρκτο χαρακτήρα, ικανό να πείσει και τον πλέον «ανήξερο» θεατή ότι όσα παρακολουθεί είναι προϊόν λυρικής μυθοπλασίας, και που δεν απαιτεί κάποιον προϋφιστάμενο δεσμό εκ μέρους του κοινού με τον δημιουργό προκειμένου να νοηματοδοτηθούν τα εξιστορούμενα. Φυσικά, εάν κάτι τέτοιο υπάρχει, δημιουργείται απευθείας ένα μετα-νοηματικό επίπεδο σύνδεσης θεατή-δημιουργού, ωστόσο είναι απόλυτη επιτυχία του Ισπανού ότι η ταινία λειτουργεί πλήρως και δίχως αυτό.
Τούτο συμβαίνει γιατί, παρά τα όσα ευλόγως θα μπορούσε κανείς να υποθέσει, το «Πόνος και Δόξα» είναι η πιο μετρημένη ταινία του Αλμοδόβαρ τα τελευταία χρόνια, δίχως κατάχρηση μελοδραματικών τεχνασμάτων ή επιμονή σε μια υστερική αισθητική που καθίσταται αυτοσκοπός. Υπό μία σκοπιά, αυτή η ταινία είναι η κατάθεση ψυχής ενός ορκισμένου στυλίστα, που μεταπλάθει τον ίδιο του τον εαυτό του σε αλμοδοβαρικό ήρωα, και του συμπεριφέρεται με την ίδια σκληρή στοργή που έχει επιδείξει στο παρελθόν απέναντι και στους υπόλοιπους ήρωές του.
Οι αναμνήσεις του Σαλβαδόρ ζωντανεύουν στην οθόνη μέσω μιας μη γραμμικής αφήγησης που ακολουθεί τη συνειρμική καταβύθιση του χαρακτήρα στις αναμνήσεις του. Μέσα στην αναμενόμενη εστέτ πανδαισία των χρωμάτων και του ακλόνητου λυρισμού που στηρίζει η σπουδαία δουλειά του μουσικού Αλμπέρτο Ιγκλέσιας, παρελαύνουν τα μέρη και οι άνθρωποι που όρισαν τον παραπαίοντα καλλιτέχνη, ο οποίος βαδίζει προς ένα άδοξο και φιλάσθενο γήρας. Η σχέση του με μητέρα του, τα πρώτα χρόνια της οικογενειακής ανέχειας και βιοπάλης και η διαπαιδαγώγηση του κατηχητικού συνυφαίνονται ονειρικά με τα πρώτα σκιρτήματα της σεξουαλικής αφύπνισης, άρρηκτα ενωμένης με την καλλιτεχνική φύση του, υπό την άγρυπνη σκιώδη παρουσία ενός περασμένου θυελλώδους έρωτα με έναν άνδρα που πλέον έχει νυμφευθεί και αποκτήσει οικογένεια.
Εμπιστευόμενος μια ροή ελεύθερη αλλά ποτέ ελαφρά, που χωλαίνει κατάτι στο πρώτο μέρος του φιλμ, το οποίο λαμβάνει τη μορφή παραίσθησης που εκκινεί από την επήρεια της ηρωίνης, αλλά απογειώνεται όταν αποκόπτεται από τη ναρκωτική της φύση, ο Αλμοδόβαρ συντρίβει σταδιακά τις άμυνες του κεντρικού του χαρακτήρα και τον οδηγεί σε μια αφιλόξενη πραγματικότητα εγκατάλειψης και στέρησης. Δίχως ποτέ να λησμονεί τις μετάνοιές του, αρνείται να του προσδώσει τον χαρακτήρα ενός δυστυχούς γέρου που συνθλίβεται από τα κρίματά του. Για τον καθένα, λέει ο Ισπανός, υπάρχει η ζωή, φτάνει να μπορεί να την ξεκλειδώσει μέσω της αγάπης. Και ο ασφαλέστερος τρόπος για τον Σαλβαδόρ να εκφράσει αγάπη είναι η Τέχνη, γι’ αυτό και καταρρέει πανικόβλητος υπό το βάρος της αδυναμίας του να δημιουργήσει.
Το σινεμά στο «Πόνος και Δόξα» είναι μνήμη, και η μνήμη είναι παρελθόν, παρόν και μέλλον του καθενός. Εάν ποτέ δεν γυρίσει άλλη ταινία, ο Σαλβαδόρ θα είναι απλά ένας νεκρός που εξακολουθεί να ανασαίνει μετρώντας τις μέρες για το αναπόδραστο φινάλε του. Κάθε πληγή στο σώμα του, κάθε ρωγμή στη σκέψη του κουβαλά τη δική της μικρή ιστορία, και η έκφραση σωματικού και ψυχικού πόνου που κερδίζει συνεχώς τη μάχη μπορεί να ηττηθεί μόνο μέσα από μια ψευδαίσθηση αθανασίας. Γιατί για τον Αλμοδόβαρ, αυτό είναι ο κινηματογράφος: μια κατάργηση του αδυσώπητου χρόνου που βαίνει μόνο προς τα μπροστά, αλλά κουβαλά μέχρι το τέλος όσα έφερε στο τραχύ πέρασμά του.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 29/4/2021
H Iσπανία τα τελευταία χρόνια έχει αναδειχθεί ως η δεύτερη πιο ανθηρή κινηματογραφική βιομηχανία της Ευρώπης, μετά τη Γαλλία. Tο έναυσμα της επέκτασης και της καλλιτεχνικής όσο και εμπορικής επιβολής, σε παγκόσμια κλίμακα, ήταν οι διαδοχικές επιτυχίες του Πέντρο Aλμοδόβαρ (“Όλα για την μητέρα μου”, “Μίλα της”, ”Volver”).
Ο ισπανός νεωτεριστής καλλιέργησε με ευστροφία και συνέπεια μια ανάμειξη κινηματογραφικών ειδών: θρίλερ, σουρεαλιστικές κωμωδίες και κυρίως υστερικά μελοδράματα. Το στυλ του φαντεζίστικο στα όρια του κιτς, ειρωνικό, σουρεαλιστικό, διχάζει διαχρονικά τους σινεφίλ σε φανατικούς οπαδούς αλλά και σκληρούς επικριτές.
Η νέα του ταινία «Πόνος και Δόξα» είναι ένα ημι-αυτοβιογραφικό, στοχαστικό, νοσταλγικό φιλμ, ένα αλμοδοβαρικό “8½”. Περιγράφεται ως το τρίτο μέρος μιας «απρογραμμάτιστης τριλογίας» που ξεκίνησε με τον ‘Νόμο του πόθου” (1987) και συνεχίστηκε με την “Kακή εκπαίδευση” (2004). Είναι ένα πολύ προσωπικό έργο που αναμιγνύει την ενδοσκόπηση με τη μυθοπλασία, δημιουργώντας ένα ενδιαφέρον υβρίδιο.
Όπως και ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι στο “8½” του Φελίνι, ο Salvador Mallo (βραβευμένη στις Κάννες η ερμηνεία του Antonio Banderas) είναι ένας σκηνοθέτης σε προσωπική και καλλιτεχνική κρίση. Η μητέρα του, Jacinta, πέθανε πριν από τέσσερα χρόνια και ο ίδιος πριν δυο χρόνια έκανε μια χειρουργική επέμβαση στην πλάτη. Δεν έχει ανακάμψει για κανένα από τα δύο τραύματα. Εξαιτίας της οδύνης που αισθάνεται, φυσικής όσο και ψυχολογικής, ο Salvador έχει παραιτηθεί από τη σκηνοθεσία και έχει βυθιστεί στην κατάθλιψη και την παθητικότητα, εξαρτημένος από τη φαρμακευτική αγωγή.
Στην απομονωμένη, μοναχική και άγονη ζωή του, ένα μωσαϊκό από ζωντανές αναδρομές τον ταξιδεύουν πίσω στην παιδική του ηλικία: στην αισθησιακή μητέρα του (Penélope Cruz) και τις άλλες γυναίκες του χωριού που πλένουν στον ποτάμι, στα χρόνια της οικογενειακής ανέχειας και βιοπάλης, στη διαπαιδαγώγηση του κατηχητικού, στη μετεγκατάσταση της οικογένειάς του σε μια άθλια κατακόμβη, στον αρρενωπό και αναλφάβητο νεαρό οικοδόμο στον οποίο έμαθε να γράφει, στην αναπάντεχη αυγή της ερωτικής του επιθυμίας που τον οδηγεί σε κατάρρευση. Οι όμορφες αυτές εικόνες του παρελθόντος αποτελούν και τις κορυφαίες στιγμές της ταινίας. Το ύφος τους είναι ήσυχο, καλλιγραφικό, με ισορροπημένα πλάνα, χωρίς περιττές κινήσεις, με συνθέσεις υποβλητικά ζωγραφικές, με γοητευτικά παστέλ χρώματα.
Στον παρόντα χρόνο, ο Salvador έχει αποξενωθεί, για περισσότερο από τρεις δεκαετίες, από τον στενό φίλο του-ηθοποιό Alberto (ένας εξαιρετικός Asier Etxeandia), πρωταγωνιστή της παλιάς ταινίας του, «Sabor». Τώρα ένα φεστιβάλ τού ζητά να επανασυνδεθούν και να κάνουν μαζί την εισήγηση για μια αναβίωση του φιλμ σε αποκατεστημένη κόπια. Η συναναστροφή μαζί του τον οδηγεί σε ένα ολισθηρό και εθιστικό μονοπάτι γεμάτο ηρωίνη, που απλώς του απαλύνει τον σωματικό πόνο. Παράλληλα ξανασυναντά έναν μεγάλο έρωτα από το παρελθόν, τον γοητευτικό Federico (Leonardo Sbaraglia) που είναι τώρα παντρεμένος με παιδιά.
Ο Aλμοδόβαρ μιλά με ειλικρίνεια και χωρίς αυταρέσκεια για θέματα της προσωπικής του ζωής, για τις σεξουαλικές του προτιμήσεις, για τους εθισμούς του, για τη βαθιά σχέση με τη μητέρα του. Επιλέγει ένα μελαγχολικό, στοχαστικό ύφος, εγκαταλείποντας το γκροτέσκ και τις γνωστές μελοδραματικές εξάρσεις του. Δομεί την αφήγηση του φιλμ σε έναν ιστό από δυαδικές συνθέσεις: παρελθόν-παρόν, θυμός-συγχώρεση, μνήμη-λήθη, νιάτα-γηρατειά, έρωτας-θάνατος. Ωστόσο αυτά τα «τακτοποιημένα» δίπολα προδίδουν τη συστηματική κατασκευή, την απουσία πρωτογενούς έμπνευσης, την ισχνή και επίπεδη ιστορία. Υπάρχει συνεχώς η αίσθηση ότι απουσιάζει η «vis vitalis” που θα ενδυνάμωνε τις ζωτικές λειτουργίες του σώματος της ταινίας.
Έτσι ενώ είναι πάντα συναρπαστικό να παρακολουθούμε την ενδοσκοπική εξερεύνηση της ζωής των καλλιτεχνών, το «Πόνος και Δόξα» δεν φτάνει στο ύψος των καλύτερων ταινιών του Αλμοδόβαρ. Όσο για την αναπόφευκτη σύγκριση με το μυθικό φελινικό “8½”, αυτή είναι συντριπτική σε βάρος του Ισπανού.
Βαθμολογία: