Μια οικογένεια με τρία νεαρά παιδιά ζει απομονωμένη σε μια άνετη, όμορφη κι απόμερη μονοκατοικία. Στο σπίτι αυτό, η όποια γνώση για τον κόσμο ελέγχεται απόλυτα από τον πατέρα και τη μητέρα, οι οποίοι για άγνωστο λόγο ανατρέφουν τον γιο, τη μεγάλη και τη μικρή κόρη αποκλειστικά εντός των ορίων του περιφραγμένου οικοπέδου της μονοκατοικίας, στον μοναδικό υποτίθεται χώρο όπου μπορούν να ζουν ασφαλείς. Ο μόνος άνθρωπος από τον έξω κόσμο που γνωρίζουν τα παιδιά είναι η Χριστίνα, την οποία ο πατέρας φέρνει στο σπίτι για να εκτονώνει τις σεξουαλικές ορμές του γιου. Όμως, η παρουσία της απειλεί να επιφέρει ραγδαίες αλλαγές στο φαινομενικά σταθερό κι ελεγχόμενο σύμπαν του σπιτιού.

Σκηνοθεσία:

Γιώργος Λάνθιμος

Κύριοι Ρόλοι:

Χρήστος Στέργιογλου … ο πατέρας

Μισέλ Βάλεϊ … η μητέρα

Αγγελική Παπούλια … η μεγαλύτερη κόρη

Χρήστος Πασσαλής … ο γιος

Μαίρη Τσώνη … η μικρότερη αδερφή

Άννα Καλαϊτζίδου … Χριστίνα

Αλέξανδρος Βούλγαρης … εκπαιδευτής σκύλων

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Γιώργος Λάνθιμος, Ευθύμης Φιλίππου

Παραγωγή: Γιώργος Τσούργιαννης

Φωτογραφία: Θύμιος Μπακατάκης

Μοντάζ: Γιώργος Μαυροψαρίδης

Σκηνικά: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου

Κοστούμια: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Κυνόδοντας
  • Διεθνής Τίτλος: Dogtooth

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (Ελλάδα).
  • Πρώτο βραβείο για το τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του φεστιβάλ Κανών.
  • Καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, δεύτερος αντρικός ρόλος (Χρήστος Πασσαλής), σενάριο και μοντάζ στα βραβεία Ίρις. Υποψήφιο για πρώτο αντρικό ρόλο (Χρήστος Στέργιογλου), πρώτο γυναικείο ρόλο (Αγγελική Παπούλια) και ειδικά εφέ.
  • Πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ της Στοκχόλμης.

Παραλειπόμενα

  • Η γενική ιδέα της ταινίας έχει αρκετά κοινά σημεία, ειδικά σε συγκεκριμένες σκηνές, με το μεξικανικό Κάστρο της Αθωότητας (1973). Ο σκηνοθέτης όμως παρέλειψε να αναφέρει κάτι τέτοιο, προκαλώντας συζητήσεις, δεχόμενος και ειρωνικό σχόλιο από τον σκηνοθέτη εκείνης της ταινίας, Arturo Rispstein. Επίσημα, την ιδέα την πήρε μιλώντας σε ένα φιλικό ζευγάρι που ήταν έτοιμο να παντρευτεί, και ο ίδιος τότε αμφισβήτησε τον θεσμό του γάμου και της οικογένειας.
  • Όλη η ταινία γυρίστηκε με έναν μόνο φακό: έναν αναμορφικό των 50mm.
  • Πρώτη ελληνική ταινία που επιλέχτηκε σε διαγωνιστικό τμήμα των Κανών επί μία δεκαετία, αλλά και πρώτη υποψήφια από την Ελλάδα για Όσκαρ μετά από το 1977.
  • Στη χώρα μας έκοψε 40.000 εισιτήρια.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 13/10/2009

Στις πρώτες σκηνές βάλθηκα να κάνω συγκρίσεις με τον σουρεαλισμό του Luis Bunuel, μέχρι που πολύ γρήγορα αντιλήφθηκα πως ήμουν εκτός θέματος. Ο Κυνόδοντας δεν είναι σουρεαλιστικός. Είναι υπερ-ρεαλιστικός (προσοχή στην παύλα…) και άμεσα αλληγορικός. Ανήκει στην σφαίρα της υπαρκτής φαντασίας, αφού συμβαίνει ολόγυρα μας. Μια βαθιά νοηματική πρόταση στην οποία πρέπει να ξεφλουδίσεις το προκλητικό περίβλημα και να δεις ολοφάνερα το πώς δομείται η πραγματικότητα μας. Μόνες ενστάσεις είναι το πολύ απότομο φινάλε, που στερεί εξέλιξης από τη νοηματική, και η ύπαρξη περισσότερων προκλητικών σκηνών από ό,τι χρειάζονταν, αφού ο Λάνθιμος αποδεικνύει πως μπορεί να αγγίξει αισθητικά τον δέκτη και χωρίς όλα τα επικίνδυνα παιχνίδια του.

Η αποκρυπτογράφηση έχει ως εξής: μεγαλώνουμε σε ένα κοινωνικό σύστημα για να γνωρίζουμε αυτά που το σύστημα θέλει. Μέσα του συστήματος είναι η εκπαίδευση και η ήδη εκπαιδευμένη οικογένεια. Θέτουμε από μικρά παιδιά δεδομένα, τα οποία δεν έχουμε αφεθεί να επεξεργαστούμε, επειδή αποστερούμαστε την ελευθερία να το κάνουμε και την πληροφόρηση να γνωρίζουμε. Μόνη ελπίδα απόδρασης είναι ο ψυχικός και σωματικός αυτοτραυματισμός προς τη μεγάλη απόδραση. Ο Λάνθιμος ενεργεί σαν μεγάλος δημιουργός και δεν παρεκκλίνει ποτέ από την αλληγορική του δυναμική. Κάνει σινεμά για γερά στομάχια και δοκιμασμένα στην κοινωνική ανάλυση μυαλά, ξεσκαρτάροντας κάθε αδόκιμο «μέλος» με την οπτική πρόκληση.

Το σινεμά δεν υπάρχει μονάχα για να χαϊδεύει την κατεστημένη μας ύπαρξη. Όπως κι ολόκληρη η τέχνη, έχει ποικίλους μηχανισμούς και τάσεις, και μπορεί να είναι από εραστής μέχρι επαναστάτης. Ποτέ, όμως, δεν κρίνεται με το πώς θα κάναμε εμείς ένα έργο, αλλά με αυτό που δίνει ο δημιουργός. Αλλιώς, θα αποζητούσαμε μονάχα στρατευμένη τέχνη. Τείνουμε να πιστεύουμε πως όλα είναι ομαλά στον σύγχρονο πολιτισμό μας κι αυτό που επιδοκιμάζονταν χθες, γιουχάρεται σήμερα ως προκλητικό. Στερούμε, έτσι, το δικαίωμα της έκφρασης, όχι στον καλλιτέχνη, αλλά στον εαυτό μας. Γιατί ο αληθινός καλλιτέχνης γνωρίζει εκ του προοιμίου ότι όταν το έργο του προβάλλεται δημοσίως, δεν ανήκει πλέον σε αυτόν. Κι εμείς αντί να το βλέπουμε ως ευκαιρία για περαιτέρω ωρίμανση, το αναθεματίζουμε και πάμε στο ασφαλές. Μαζί ακυρώνουμε δημιουργούς του παρελθόντος που έκαναν κάτι αντίστοιχο στην εποχή τους, αλλά αυτούς δεν τους αγγίζουμε ανοιχτά, γιατί φοβόμαστε την έτοιμη κατακραυγή. Ας μάθουμε το τι θα πει πρόκληση στην τέχνη και πότε αυτή γίνεται απλά για την πρόκληση. Αλλιώς εξισώνουμε την τέχνη με έναν αγώνα κατς. Ξέρω ότι δεν απευθύνομαι, με αυτόν το διδακτικό τόνο, στο σύνολο των ανθρώπων που αγαπούν την τέχνη, αλλά κάνω έκκληση να σεβόμαστε τη δημιουργία και να μην αποκρύπτουμε ό,τι απλά δεν μας πάει εξ όψεως, ή την άλλη άποψη χωρίς να τη βάλουμε σε εσωτερική διεργασία. Η αρετή δεν είναι ένας δρόμος που αρχίζει με ροδοπέταλα. Πρώτα μπαίνουμε στα αγκάθια…

Βαθμολογία:


Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος

Έκδοση Κειμένου: 26/1/2011

Σπίτι απομονωμένο στην εξοχή, με ψηλό φράχτη, στο οποίο ζουν πατέρας, μητέρα και τρία παιδιά ηλικίας περίπου 17-22 χρονών. Ο πατέρας είναι ο μόνος που βγαίνει από το σπίτι για την δουλειά του και τον εφοδιασμό. Τα τρία παιδιά δεν γνωρίζουν τίποτα για τον έξω κόσμο παρά μόνο μέσα από την εκπαίδευση τον γονιών: τα αεροπλάνα είναι ιπτάμενα μικρά παιχνίδια, ακριβώς στο μέγεθος ενός παιχνιδιού, τα ζόμπι κίτρινα λουλουδάκια, το μ…νί κάθε μεγάλη λάμπα, η γάτα ένα κακό θηρίο και η έξοδος από το σπίτι μπορεί να γίνει όταν πέσει ένας κυνόδοντας σου, κάτι που δύσκολα μπορεί να συμβεί. Ο πατέρας ανακουφίζει τις σεξουαλικές ανάγκες του γιου φέρνοντας κάποιες φορές μια υπάλληλό του, η οποία όμως εισάγει καινά δαιμόνια.

Η ταινία του Λάνθιμου δεν είναι ούτε μυθιστόρημα ούτε ποίημα αλλά ένα καθαρότατο δοκίμιο όπως π.χ. ο «Θείος από την Αμερική» του Αλέν Ρενέ. Στην πραγματεία του αυτή ο σκηνοθέτης μιλάει για το πώς η εξουσία οργανώνει μια εκπαίδευση, δομεί μια γλώσσα λειτουργίας μέσα στον κόσμο, τέτοια ώστε να εξυπηρετεί τις ανάγκες της, όπως κάθε φορά αντιλαμβάνεται αυτές τις ανάγκες. Ο πατέρας-πατριάρχης-θεός του συστήματος της ταινίας (που λειτουργεί ως μετωνυμία μιας ολόκληρης κοινωνίας) θεωρεί την οικογένεια ως ένα αυτοσκοπό και ταυτόχρονα κλειστό κύκλωμα που πρέπει να εκφράζει (και να εξυπηρετεί) απλά τον …ίδιο. Τα παιδιά είναι δικά του, άρα δεν ανήκουν στους εαυτούς τους, οπότε πρέπει να παραμείνουν σταθερές «εικόνες». Από την άλλη στήνει μια κατάσταση στην οποία να χωράει ένα είδος αυτάρκειας και «ευτυχίας», που αποτελεί και το πιο έξυπνο στοιχείο της ταινίας – κάποιες αντιδράσεις που προκύπτουν, δεν ανατρέπουν το μικροσύμπαν του πατέρα, απλά δηλώνουν τις διαλεκτικές αντιθέσεις κάθε συστήματος που κάποτε θα οδηγήσουν σε αλλαγές. Η αλληγορία για ολόκληρη την κοινωνία (κι όχι κάποια «κακή» κοινωνία) και την μετατροπή της Ανάγκης σε Μεταφυσική, είναι προφανής. Επιπρόσθετα, η ψυχρή σκέψη δεν στεγνώνει το φιλμ. Απολαμβάνεις την αφήγηση και την εξέλιξη αυτής της σκέψης στις λεπτομέρειές της, ως αν ήταν μια ενδιαφέρουσα ταινία πλοκής. Το καλό δοκίμιο είναι μείγμα στοχασμού και τέχνης. Το κάπως απότομο, «άκομψο» τέλος, δεν αναιρεί την αξία της. Τα συμπεράσματα έχουν βγει.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

11 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *