Μποέμικη Ψυχή
- Djam
- Journey from Greece
- 2017
- Γαλλία
- Γαλλικά, Ελληνικά, Τουρκικά, Αγγλικά
- Δραματική, Μουσική, Νεανική, Ταινία Δρόμου
- 19 Απριλίου 2018
Η Τζαμ, μια νεαρή Ελληνίδα, αποστέλλεται στην Κωνσταντινούπολη από τον θείο της, Κακούργο, πρώην ναυτικό και παθιασμένο θαυμαστή του ρεμπέτικου, σε μια αποστολή να βρει ένα σπάνιο μέρος του κινητήρα για το σκάφος τους. Εκεί συναντά την Αβρίλ, 18 ετών από τη Γαλλία, που βρίσκεται σε εθελοντική αποστολή για τους μετανάστες και έχασε τα χρήματά της ενώ δεν γνωρίζει κανέναν στην Τουρκία. Η Τζαμ, γενναιόδωρη, αθόρυβη, απρόβλεπτη κι ελεύθερη, παίρνει υπό την προστασία της την Αβρίλ και κατευθύνονται προς τη Μυτιλήνη. Ένα ταξίδι γεμάτο μουσική, συναντήσεις, απρόοπτα κι ελπίδα.
Σκηνοθεσία:
Tony Gatlif
Κύριοι Ρόλοι:
Δάφνη Πατακιά … Djam
Maryne Cayon … Avril
Simon Abkarian … θείος Κακούργος
Ελευθερία Κόμη … Μαρία
Μιχάλης Ιατρόπουλος … ταξιτζής
Γιάννης Μποσταντζόγλου … πατέρας
Κίμων Κουρής … Πάνος
Σόλων Λέκκας … Σόλων
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Tony Gatlif
Παραγωγή: Delphine Mantoulet
Φωτογραφία: Patrick Ghiringhelli
Μοντάζ: Monique Dartonne
Σκηνικά: Brigitte Brassart
Κοστούμια: Catherine Rigault
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Djam
- Ελληνικός Τίτλος: Μποέμικη Ψυχή
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Journey from Greece
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Τζαμ [φεστιβάλ]
Παραλειπόμενα
- Στην παραγωγή συμμετείχαν η Φένια Κοσοβίτσα, η Blonde Audiovisual Productions και το ΕΚΚ.
- Γυρίσματα στη χώρα μας έγιναν σε Διδυμότειχο, Ορεστιάδα, Καβάλα και Λέσβο.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 17/4/2018
Η μουσική, και δη των Ρομά με τους οποίους έχει καταπιαστεί διεξοδικά από ταινία σε ταινία, είναι στη συντριπτική πλειοψηφία των φιλμ του Tony Gatlif ισχυρά παρούσα, αναπόσπαστο στοιχείο που συντονίζεται και ταυτίζεται με τις εικόνες που πλάθονται από το συγκεκριμένο σκηνοθέτη.
Το “Djam” είναι ένα χειροποίητο μιούζικαλ του δρόμου και της περιπλάνησης που κατακλύζεται από μελωδίες του ρεμπέτικου, πολυπολιτισμικότητα (Ελλάδα, Γαλλία και Τουρκία συναντιούνται), εφηβική αυθάδεια και τις σκιές του προσφυγικού και της οικονομικής κρίσης που μαστίζουν την Ελλάδα. Είναι ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο εγχείρημα, και τόσο η πληθωρικότητα όσο και η επεισοδιακή, αρκετά χαλαρή δομή του σεναρίου σίγουρα θα ξενίσουν αρκετούς. Υπάρχουν εμφανείς αδυναμίες, και ο Gatlif παίρνει δημιουργικά ρίσκα, όμως ακόμη κι όταν η υλοποίηση δίνει την εντύπωση πως γινόταν και καλύτερα, η ενέργεια και το πάθος που διατρέχουν το σύνολο δε γίνεται να αγνοηθούν. Η ψυχή και η καρδιά που βάζει ο σκηνοθέτης στο πόνημά του φαίνονται, και ακόμη και όταν κάποιες πτυχές του σεναρίου δεν έχουν αποδοθεί αρκούντως πειστικά ή έστω εξίσου πηγαία με άλλες (πιο τρανταχτό παράδειγμα η κορύφωση, που μοιάζει σχεδόν με σκέψη της τελευταίας στιγμής), αυτό δεν αναιρεί ότι γενικά τα επί της οθόνης δρώμενα έχουν ειλικρίνεια κι αυθεντικότητα σε βαθμό που ελάχιστοι άλλοι εν ζωή κινηματογραφιστές μπορούν να συμπεριλάβουν στο έργο τους.
Ο χαρακτήρας του φιλμ συνοψίζεται άψογα στην κεντρική ηρωίδα του: όπως η ίδια, είναι γεμάτη εφηβική ορμή και μια ασυγκράτητη ενέργεια χωρίς προβλέψιμα μοτίβα ενεργειών, που μπορεί να οδηγήσουν είτε σε στιγμές μικρού ανθρώπινου μεγαλείου είτε σε πράξεις απερίγραπτης επιπολαιότητας, σε αμφότερες τις περιπτώσεις όμως δημιουργώντας μια γοητευτική διαδρομή. Έχει μια ελληνικής ιδιοσυγκρασίας κυκλοθυμικότητα (η οποία περιγράφεται έξοχα όχι με όχημα εκείνη αλλά ένα δευτερεύοντα ήρωα σε μια σύντομη σκηνή-κλειδί) που περνάει αστραπιαία από τη χαρά στην οργή και τούμπαλιν, κι ενώ από τη μια μπορεί να αποκηρύξει κανείς όλη αυτήν τη στάση σαν ένα καπρίτσιο, μια ιδιομορφία που απαιτεί υπεράνθρωπη υπομονή από το δέκτη της, από την άλλη είναι δύσκολο να μη θαυμάσει κάποιος την ασταμάτητη ροή “joie de vivre” που πηγάζει από αυτήν. Η μουσική εδώ έχει ρόλο συμπρωταγωνιστή και συνσεναριογράφου και ο τρόπος με τον οποίο εισέρχεται στην πλοκή συνεπαίρνει ακόμη και όσους ελάχιστα ακούσματα έχουν από τα είδη που εκπροσωπούνται εφόσον έχουν καλή θέληση. Το μοντάζ υποδηλώνει πως δυστυχώς κόπηκαν αρκετά για να καταλήξει η ταινία στην τελική μορφή της, και όσο κι αν μπορεί να πλατείαζε ένα rough cut, σίγουρα θα προσέδιδε μια πιο επική και φιλόδοξη αίσθηση, η οποία ίσως κι εσκεμμένα να αποφεύχθηκε από το σκηνοθέτη για να φέρει τη δημιουργία του στα μέτρα των λούμπεν ηρώων που την περιβάλλουν.
Η Δάφνη Πατακιά σηκώνει στους ώμους της την ατμόσφαιρα του φιλμ, κι αν καταφέρνει να μεταδώσει την ευφορία και την ξεγνοιασιά των σκηνών που περιλαμβάνουν μουσική και να αναδειχθεί ως μια σχεδόν διονυσιακή φιγούρα, στις σεκάνς που έχουν ένα πιο ειδικό δραματουργικό βάρος και μια σοβαρότητα δείχνει ακόμη «άγουρη» (σκηνοθετικά αυτές οι στιγμές αποτυπώνονται επαρκώς, με ένταση και συναίσθημα, απλά θα έπρεπε να είναι πιο καλογραμμένες για να έχουν ένα μεγαλύτερο αντίκτυπο και βάθος ως κοινωνικοπολιτική κριτική). Σε γενικές γραμμές πάντως η επί της οθόνης παρουσία της τραβά την προσοχή, έχει μια χαρισματικότητα.
Οι συμβολισμοί που χρησιμοποιούνται (κάποια κραυγαλέα παραδείγματα είναι το εξάρτημα του καραβιού που πρέπει να επισκευαστεί και η διαδρομή της ηρωίδας από την Ελλάδα στην Τουρκία και τούμπαλιν) στην πραγματικότητα δεν είναι πολύ διακριτικοί, αλλά ο τρόπος με τον οποίο αναμειγνύονται στο σενάριο τους διασώζει από το να καταστούν βαρύγδουποι. Με μια πιο σφιχτοδεμένη γραφή και μια μεγαλύτερη διάρκεια ίσως να παραγόταν ένα πραγματικά μεγάλο φιλμ, ακόμη κι έτσι όμως το “Djam” είναι μια από τις αξιόλογες προσθήκες στη φιλμογραφία του Gatlif και ίσως η καλύτερή του από την εποχή του “Korkoro”.
Βαθμολογία: