
Ανυπακοή
- Disobedience
- 2017
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά
- Αισθηματική, Δραματική, Ερωτική
- 04 Οκτωβρίου 2018
Η εξοστρακισμένη Ρόνιτ επιστρέφει από τη Νέα Υόρκη στην κοινότητα των ορθόδοξων Εβραίων στο Λονδίνο για την κηδεία του ραβίνου πατέρα της. Συναντά την παιδική της φίλη Έστι, που είναι πια παντρεμένη με τον διάδοχο του πατέρα της, και ένα για χρόνια καταπιεσμένο κι απαγορευμένο πάθος επιστρέφει δριμύ.
Σκηνοθεσία:
Sebastian Lelio
Κύριοι Ρόλοι:
Rachel Weisz … Ronit Krushka
Rachel McAdams … Esti Kuperman
Alessandro Nivola … Dovid Kuperman
Anton Lesser … Rav Krushka
Bernice Stegers … Fruma Hartog
Allan Corduner … Moshe Hartog
Nicholas Woodeson … ραβίνος Goldfarb
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Sebastian Lelio, Rebecca Lenkiewicz
Παραγωγή: Ed Guiney, Frida Torresblanco, Rachel Weisz
Μουσική: Matthew Herbert
Φωτογραφία: Danny Cohen
Μοντάζ: Nathan Nugent
Σκηνικά: Sarah Finlay
Κοστούμια: Odile Dicks-Mireaux
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Disobedience
- Ελληνικός Τίτλος: Ανυπακοή
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Disobedience της Naomi Alderman.
Παραλειπόμενα
- Πρώτη αγγλόφωνη ταινία για τον Sebastian Lelio.
- Η Rachel Weisz πρώτα ανάλαβε την παραγωγή και αργότερα εισήλθε στο καστ. Όπως όμως θα δηλώσει το 2018, ήταν ένας ρόλος που αναζητούσε να παίξει.
- Σύμφωνα με την ταινία, οι χαρακτήρες των Rachel Weisz και Rachel McAdams είναι περίπου στην ίδια ηλικία. Η αλήθεια όμως είναι ότι η πρώτη είναι 8 χρόνια μεγαλύτερη από τη δεύτερη.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 6/10/2018
Η αλήθεια είναι πως οι φορμαλιστικές εκρήξεις και η άψογη εναλλαγή μεταξύ προσγειωμένου και υπερρεαλιστικού ύφους της «Φανταστικής Γυναίκας» προϊδεάζουν για κάτι άλλο από αυτό που προκύπτει με το νέο φιλμ του Sebastián Lelio. Ωστόσο, μια ιστορία εντός ενός περιβάλλοντος τόσο πουριτανικού, αυστηρού και καταπιεστικού δύσκολα θα μπορούσε να αφηγηθεί με ένα διαφορετικό ύφος από αυτό που επιλέγεται εδώ, και ας είναι αυτή η αυτοσυγκράτηση του χιλιανού σκηνοθέτη ένας κάπως προφανής δρόμος. Ακόμη και χωρίς μια συναρπαστική βιρτουοζιτέ που επικρατούσε στο προηγούμενο πόνημά του, ο Lelio πλανοθετεί με γούστο και άποψη, έχοντας περισσότερο στο επίκεντρο εδώ τον εκάστοτε ηθοποιό παρά τη σύνθεση του κάδρου. Αν και η προβληματική του συνοψίζεται πάνω κάτω στο λογύδριο της εναρκτήριας σκηνής και ό,τι ακολουθεί περισσότερο το επιβεβαιώνει παρά το αναπτύσσει και πέραν αυτής της διατύπωσης, το δράμα είναι καλογραμμένο και η ανάλυση των τριών βασικών χαρακτήρων που μπαίνουν σε αυτό ουσιαστική. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το φιλμ έχει μια άτυπη δομή, ξεδιπλώνοντας ως επί το πλείστον στο μεν πρώτο μέρος την ηρωίδα της Weisz που συμβολίζει την πολυσυλλεκτικότητα εμπειριών και την ανεξαρτησία της κοσμικής ζωής, στο δε δεύτερο αυτήν της McAdams που συμβολίζει με τη σειρά της την εσωστρέφεια και την περισυλλογή της θρησκευτικότητας.
Μιλώντας για το πρωταγωνιστικό ζεύγος, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί η χημεία του, μια εκ των πιο ιδιαίτερων και ταυτόχρονα ρεαλιστικών που έχουν παρουσιαστεί στη μεγάλη οθόνη την τρέχουσα δεκαετία. Η δουλειά που έχει γίνει στο πως αλληλεπιδρούν οι ερμηνεύτριες μεταξύ τους ακόμη και όταν δεν επικοινωνούν, απλά περπατώντας η μία δίπλα στην άλλη, το πως οι κινήσεις υποδηλώνουν συναισθήματα που δεν εκφράζονται αυτοστιγμεί, αλλά και το πως απελευθερώνονται από ένα στήσιμο που χαρακτηρίζει τις υπόλοιπες συναναστροφές τους όταν οι δυο τους έρχονται πραγματικά σε επαφή δείχνει τις τεράστιες δυνατότητές τους που δεν αναδεικνύονται πάντα από τις επιλογές τους. Με τη Weisz να αναλαμβάνει το ρόλο της ώριμης «σταθεράς» και τη McAdams αυτόν της παρορμητικότητας και του συναισθηματισμού, οι σπίθες που πετάγονται ανάμεσά τους, ακόμη κι αν ήταν το μοναδικό θετικό στοιχείο του φιλμ, θα ήταν επαρκές για να προταθεί η παρακολούθησή του. Ακόμη κι αν εν τέλει η διαδρομή που παίρνει η πλοκή δεν είναι ακριβώς απρόβλεπτη, οι αλλαγές από τις οποίες περνάει το ζευγάρι είναι τόσο συναρπαστικά δοσμένες που είναι δύσκολο να μην παρασυρθεί κάποιος από τη ροή τους ανεξάρτητα από το αν έχει καταλάβει την πορεία της ιστορίας σε γενικές γραμμές. Στο πεδίο του σάουντρακ, αν και δε φτάνει ούτε αυτός επίπεδα «Φανταστικής Γυναίκας», ο Matthew Herbert δημιουργεί αέρινες, φινετσάτες συνθέσεις που ταιριάζουν σαν γάντι με την εξίσου κομψευόμενη, όχι όμως στυλιζαρισμένη, εικόνα.
Η ευχάριστη έκπληξη είναι πως παρόλο που η κάμερα και το κείμενο έχουν στο επίκεντρό τους το πρωταγωνιστικό ντουέτο, ο Alessandro Nivola που αναλαμβάνει το άχαρο κομμάτι του ενδιάμεσου δεν «καταπίνεται» εντελώς σαν παρουσία ούτε υπονομεύεται για να αναδειχθούν οι γυναίκες, ίσα ίσα που λειτουργεί σαν καταλύτης σε ένα μεγαλύτερο βαθμό του αναμενόμενου με δεδομένο ότι αποτελεί οιονεί τον κομπάρσο του τριγώνου στο οποίο ανήκει. Εντύπωση προκαλεί και το πως στέκεται ο σκηνοθέτης και συνσεναριογράφος απέναντι στην υπαρκτή κοινότητα που απεικονίζει, την οποία βλέπει σαφώς με κριτική ματιά, χωρίς όμως να την απαξιώνει με κανιβαλιστικό τρόπο. Αυτή η αντιμετώπιση αποτελεί κάθε άλλο παρά ένα βολικό «νίπτω τας χείρας μου», μιας και ο Lelio ξεκάθαρα διαχωρίζει το συνεκτικό ιστό των κοινών καταβολών και παραδόσεων από τον ακραίο, στενόμυαλο συντηρητισμό που χαρακτηρίζει το περιβάλλον των ηρωίδων. Τα χαμηλά ντεσιμπέλ στη δραματουργία βοηθούν το θεατή να αφουγκραστεί βαθύτερα τις καταστάσεις και να κατανοήσει καλύτερα το ζευγάρι, και ακόμη κι αν δίνεται η ψευδαίσθηση της «μικρής» ταινίας, έχουν υπάρξει αρκετές στιγμές που συμβάλλουν στο να διατηρηθεί με υποδόριο τρόπο αυτό το τρυφερό ρομάντζο στη μνήμη.
Βαθμολογία: