Ο Λόρενς Τζέιμσον είναι ο πιο σοφιστικέ και στιλάτος απατεώνας στην ιστορία του εγκλήματος, και τώρα έχει βρει το τέλειο κόλπο. Υποδυόμενος τον έκπτωτο πρίγκιπα, πλησιάζει πλούσιες κυρίες με ευαίσθητη καρδιά και τους ζητάει χρήματα για να βοηθήσει τον λαό του που υποφέρει. Ο Φρέντι Μπένσον, είναι ένας αμερικανός μικροαπατεώνας, που ζει στη γαλλική Ριβιέρα και χρησιμοποιεί την ιστορία της άρρωστης μαμάς του για να εξοικονομεί χρήματα. Όταν οι δυο τους συναντιούνται και ενώνουν τις δυνάμεις τους τα αποτελέσματα είναι ηλεκτροφόρα.

Σκηνοθεσία:

Frank Oz

Κύριοι Ρόλοι:

Steve Martin … Freddy Benson

Michael Caine … Lawrence Jamieson

Glenne Headly … Janet Colgate

Anton Rodgers … επιθεωρητής Andre

Barbara Harris … Fanny Eubanks

Ian McDiarmid … Arthur

Dana Ivey … Κα Reed

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Dale Launer, Stanley Shapiro, Paul Henning

Παραγωγή: Bernard Williams

Μουσική: Miles Goodman

Φωτογραφία: Michael Ballhaus

Μοντάζ: Stephen A. Rotter, William S. Scharf

Σκηνικά: Roy Walker

Κοστούμια: Marit Allen

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Dirty Rotten Scoundrels
  • Ελληνικός Τίτλος: Απατεώνες και Τζέντλεμεν

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

  • Σενάριο: Ιστορίες του Κρεβατιού των Stanley Shapiro, Paul Henning.

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα πρώτου αντρικού ρόλου (Michael Caine) σε κωμωδία/μιούζικαλ.

Παραλειπόμενα

  • Ριμέικ του Ιστορίες του Κρεβατιού του 1964 με τους Marlon Brando, David Niven, αλλά κάτι τέτοιο δεν αναγράφεται στους τίτλους. Με τη σειρά του, έγινε κι αυτό διασκευή το 2019, ως Η Κομπίνα. Το 2005, υπήρξε και μια μιούζικαλ θεατρική διασκευή στο Μπρόντγουεϊ.
  • Η ταινία αρχικά σχεδιάζονταν για να ζευγαρώσει τους Mick Jagger και David Bowie επί της οθόνης. Όταν αυτοί αποχώρησαν, στο προσκήνιο ήρθαν και τα ονόματα των: Eddie Murphy, Rowan Atkinson, John Cleese, Eric Idle, Dudley Moore, Kevin Kline, Leslie Nielsen, Michael Palin και Gene Wilder.
  • Το σενάριο στάλθηκε και στον Richard Dreyfuss, που από παρεξήγηση νόμιζε ότι τον ήθελαν για τον ρόλο του Τζέιμισον. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Steve Martin, που είχε κλείσει ήδη, να νομίζει ότι έπρεπε να προετοιμαστεί για τον Μπένσον, κι ενώ του είχαν ζητήσει να παίξει τον Τζέιμισον. Εντέλει, ο Frank Oz ενθουσιάστηκε που τον είδε να δοκιμάζει αυτό τον ρόλο, κι έτσι ο Martin έμεινε ως Μπένσον.
  • Η Sean Young απέρριψε τον ρόλο της Τζάνετ.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 1/6/2019

Παρότι ριμέικ από ζευγάρωμα κοτζάμ Marlon Brando και David Niven, το φιλμ του Frank Oz δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από το ορίτζιναλ. Πατάει φυσικά πάνω στο ίδιο ακριβώς μοτίβο, αλλά δεν έχει γίνει μικρή δουλειά από το νέο σενάριο, και η προσαρμογή του 60’s κλίματος σε αυτό των 1980, που από κωμωδία ακόμα κρατούσαν ένα επίπεδο, γίνεται με ομαλότητα και ξεκαρδιστική εντέλεια.

Δύο είναι τα σημεία αιχμής της ταινίας. Το πρώτο είναι ένα κείμενο που λατρεύει τις ανατροπές. Μπορεί πλέον τα «twist» να αποτελούν ρουτίνα για το σύγχρονο σινεμά, εκείνη όμως την εποχή έτειναν να εκλείψουν από την ψυχαγωγία, που τα είχε ξεχασμένα πίσω σε αυτή των 1960. Έτσι, επανήλθε όλο αυτό το «πονηρό» κλίμα που μας είχε λείψει, και σε έβαζε στη διαδικασία άλλα να αναμένεις, κι άλλα να έρχονται. Η τελική δε ανατροπή μπορεί να μην εντυπωσιάζει, μια κι έχεις ήδη πονηρευτεί στην πορεία ότι όλο και κάτι κουλό θα συμβεί στο φινάλε, αλλά μια και είναι ορίτζιναλ σε σχέση με το παλιότερο σενάριο, αξίζει επικρότησης.

Δεν ήταν όμως αυτή η αληθινά καίρια αιχμή που δίνει το ουσιαστικό χιουμοριστικό «χτύπημα» στον θεατή. Είναι η τόσο εύστοχη επιλογή των Michael Caine, Steve Martin στους σχεδόν μόνους κεντρικούς ρόλους (υπάρχει μονάχα ένας ακόμα). Ο μεν δίνει απλόχερα όλο αυτό το σικάτο της αγγλικής σχολής, έστω κι αν δεν στρέφεται προς τον κλασικό φλεγματισμό των Βρετανών. Μια ερμηνεία που μονάχα ο Caine θα μπορούσε να αποδώσει ακόμα και καλύτερα από τον Σερ David Niven, με τον βρετανό σταρ να παίζει αέρινα και ταυτόχρονα να δίνει όγκο στην παραγωγή. Δίπλα του… ένα μπάχαλο αμερικανικής, μπουρλέσκ σχολής. Ο Steve Martin δεν αισθάνεται διόλου αμήχανα στο πλάι του βρετανικού ογκόλιθου, και παρέχει εκτός από την τέλεια χημεία των αντιθέτων, τις πλέον καθοριστικές κωμικά εξάρσεις του φιλμ. Ειδικά η σκηνή που το παίζει μουρλός, θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στις πλέον αξιομνημόνευτες κωμικές της συγκεκριμένης δεκαετίας. Ως τρίτος πόλος, η Glenne Headly προσθέτει αυτό το συμπαθητικό που την έχουμε συνηθίσει να δίνει, έχει το θράσος να «χωθεί» ανάμεσα στους δύο διάσημους σταρ, απλά δεν μένει στη μνήμη, μια και κωμικά προσθέτει ελάχιστα.

Αν κάπου πρέπει κάποιος να ελέγξει τον Oz, είναι στους ρυθμούς του. Μπορεί να εκμεταλλεύεται στο έπακρο το τόσο ταιριαστό τοπίο της γαλλικής Ριβιέρας, αλλά οι εξάρσεις της ταινίας είναι λίγες, αφήνοντας μια παραπάνω από ό,τι θα έπρεπε χαλαρή εικόνα επί του συνόλου. Όχι πως κάνει ζημιά επί των ερμηνειών και των ανατροπών, αλλά δεν δίνει το κάτι παραπάνω από πλευράς ψυχοσύνθεσης του φιλμ, ώστε αυτά να αναδειχτούν ακόμα περισσότερο. Ίσως να έπρεπε να πάρει μερικά παραπάνω μαθήματα από την εξπέρ του είδους, την εταιρία Ealing, ή να προσθέσει περισσότερους κρίσιμους δεύτερους κωμικούς ρόλους, ώστε να «απλώσει το μάτι» μας.

Ως τελικό απόφθεγμα, ενώ έχουμε μια ταινία που δεν σου αφήνει την εντύπωση πως είδες κάτι που ξεπερνάει την απλή φάρσα, εντέλει σου εντυπώνεται στη μνήμη ως μια ιδιαίτερα ευχάριστη εμπειρία, που λογικό είναι να αναζητήσεις εκ νέου. Από τα καλύτερα δείγματα της αμερικανικής σχολής των χιουμοριστικών 1980, κι ας μην έχει τη δυναμική μιας κλασικής του είδους.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

11 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *