Ο Νικήτας ζει αποτραβηγμένος στην κορυφή ενός ορεινού δάσους. Μια βιομηχανία επεκτείνεται επιθετικά διαταράσσοντας την άγρια φύση και απειλώντας τον Νικήτα. Η μεγαλύτερη απειλή όμως έρχεται με την ξαφνική άφιξη του γιου του, ο οποίος επιστρέφει για να διεκδικήσει το μερίδιο του κτήματος που κληρονόμησε μετά τον θάνατο της μητέρας του. Με φόντο μια κοινωνία σε ατμόσφαιρα εμφυλίου, οι δύο άνδρες συγκρούονται μετωπικά, με τη φύση ως τον μόνο παρατηρητή.

Σκηνοθεσία:

Τζώρτζης Γρηγοράκης

Κύριοι Ρόλοι:

Βαγγέλης Μουρίκης … Νικήτας

Αργύρης Πανταζάρας … Γιάννης ‘Τζόνυ’

Σοφία Κόκκαλη … Μαίρη

Θοδωρής Ζουμπουλίδης … Πέτρος

Μιχάλης Ιατρόπουλος … Μπομπ

Παύλος Ιορδανόπουλος … Μπίλυ

Αντώνης Τσιοτσιόπουλος … Θεμάκος

Βασίλης Μπισμπίκης … Κώστας

Μαριάνθη Παντελοπούλου … Θοδώρα

Θύτης … Χάρης

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Τζώρτζης Γρηγοράκης

Στόρι: Τζώρτζης Γρηγοράκης, Μαρία Βώττη, Βαγγέλης Μουρίκης

Παραγωγή: Χρυσάνθη Καρφή Κώη, Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη, Μαρία Χατζάκου

Μουσική: Μιχάλης Μοσχούτης

Φωτογραφία: Γιώργος Καρβέλας

Μοντάζ: Θοδωρής Αρμάος

Σκηνικά: Δάφνη Καλογιάννη

Κοστούμια: Βασιλεία Ροζάνα

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Digger
  • Διεθνής Τίτλος: Digger

Κύριες Διακρίσεις

  • Ειδικό βραβείο για το τμήμα Πανοράματος του φεστιβάλ Βερολίνου.
  • Βραβείο αντρικής ερμηνείας (Βαγγέλης Μουρίκης) στο φεστιβάλ του Σαράγιεβο.
  • Ειδικό βραβείο επιτροπής, βραβείο νεανικής κριτικής επιτροπής, βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου δημιουργού και βραβείο κοινού στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
  • Καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης, πρώτος αντρικός ρόλος (Βαγγέλης Μουρίκης), σενάριο, φωτογραφία, σκηνικά, ήχο, ειδικά εφέ και μακιγιάζ/κομμώσεις στα βραβεία Ίρις. Υποψήφιο για δεύτερο αντρικό ρόλο (Αργύρης Πανταζάρας), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Σοφία Κόκκαλη), μοντάζ και κοστούμια.
  • Επίσημη πρόταση της Ελλάδας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.

Παραλειπόμενα

  • Πρώτη μεγάλου μήκους ταινία για τον Τζώρτζη Γρηγοράκη.
  • Γυρισμένο στον Χολομώντα της Χαλκιδικής, αλλά και σε Πτολεμαΐδα, Κοζάνη.
  • Το σενάριο δουλεύονταν επί 5 χρόνια.
  • Κόβοντας 24.353 εισιτήρια, ήρθε στην πέμπτη θέση των ελληνικών ταινιών της χρονιάς.

Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος

Έκδοση Κειμένου: 7/4/2021

Ο Νικήτας ζει απομονωμένος σε μια αυτοσχέδια οικία στα βάθη του δάσους. Τριγύρω του ηχούν οι μηχανικοί ήχοι της αποψίλωσης των αρχαίων δένδρων. Εκείνος όμως αρνείται να παραχωρήσει την ιδιοκτησία του στην εταιρία που έχει αναλάβει το έργο της εξόρυξης, θέτοντας τη δική του στάση εντός του ανοικτού ζητήματος που διχάζει την τοπική κοινότητα. Όταν όμως καταφτάνει στην περιοχή ο Τζόνι, αποξενωμένος γιος του Νικήτα, με μια διαθήκη της προσφάτως αποβιωσάσης μητέρας του που αναφέρει ότι η γη αυτή ανήκει πλέον κατά το ήμισυ σε αυτόν, ο Νικήτας βιώνει μια κοσμογονική αμφισβήτηση.

Το «Digger» περιγράφεται ως νέο-γουέστερν, κάτι το οποίο είναι εύλογο, μιας και πολλές από τις νόρμες του δημοφιλούς genre απαντώνται στο φιλμ. Ωστόσο, στην πραγματικότητα αποπνέει την αίσθηση ενός αντι-γουέστερν, αφού ανατρέπει σχεδόν άπαντα τα αξιώματα που κυριαρχούν συχνά στο είδος. Αντί για περιπλανώμενο καουμπόι,  υπάρχει ένας άνθρωπος που μοιάζει να βιώνει χρονική εξορία. Ο Νικήτας είναι ξεχασμένος από τον χρόνο, όχι από τον χώρο: απόλυτα συνδεδεμένος με τη γη της πατρίδας του, αλλά και απόλυτα εκτός των όρων που διαμορφώνει η εποχή της ραγδαίας εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων. Το περιβάλλον του δεν είναι η φωτεινή απεραντοσύνη μιας ερήμου και η διαβολική ζέστη της, αλλά η ψύχρα ενός ορεινού δάσους.

Αντίστοιχα, αντί για δοξασία των μάτσο alpha-males, η σύγκρουση του Νικήτα με τον γιο του συμβαίνει με όρους που επιτρέπουν τον κλυδωνισμό της παραδοσιακής αρρενωπότητας. Με άλλες λέξεις, οι ανυποχώρητες θέσεις που γεννά το πείσμα και η ανάγκη τους για επιβολή έναντι του άλλου τούς οδηγούν σε ανθρωποφάγο χάος, με μόνη σανίδα σωτηρίας την αμοιβαία κατανόηση. Το αντιθετικό δίπολο των χαρακτήρων διαπερνά μια άφατη αίσθηση απουσίας: η απουσία του Νικήτα από τα παιδικά χρόνια του Τζόνι και στον αντίποδα της η μοναξιά που εγκαθιδρύθηκε σαν αδιαφιλονίκητη βασίλισσα στην ψυχή του Νικήτα, όταν η σύζυγός του τον εγκατέλειψε μαζί με το παιδί τους.

Βέβαια, ουδείς μπορεί να ισχυριστεί πως ο Νικήτας είναι εύκολος άνθρωπος. Η συμβίωση μαζί του μοιάζει ακατόρθωτη, είναι τόσο πολλές οι παραξενιές και οι ιδιοτροπίες του, τόσο εμφατική η αδυναμία του να επικοινωνήσει με τα υπόλοιπα ανθρώπινα όντα. Μόνο το δάσος μπορεί να σταθεί δίπλα του, βωβός μάρτυρας του πόνου του, κατανοητικό μέσα στο απέραντο μεγαλείο του και το δέος που το περιβάλλει. Ο Τζόνι είναι ένας ορκισμένος μηχανόβιος νομάς με αντίστοιχα γιγαντωμένο εγωισμό. Η σύγκρουση με τον πατέρα του φαντάζει μοιραία και εντείνεται ακόμη παραπάνω από τις ανομολόγητες πίκρες που καλύπτουν το εχθρικό κενό που υπάρχει ανάμεσά τους.

Συνεχίζοντας να διαβαίνει το δρόμο της ανατροπής των genre-tropes του γουέστερν, το «Digger» εναποθέτει σε μέγιστο βαθμό το δραματικό και δραματουργικό του βάρος στον «ιθαγενή» και όχι στον «κατακτητή». Η εταιρία που βρίσκεται πίσω από την επένδυση στην περιοχή δημιουργεί το πλαίσιο για την πλοκή.  Συνιστά την πηγή του τοπικού διχασμού περί του αν και κατά πόσο η δράση της και τα βραχυπρόθεσμα πλην σημαντικά οικονομικά οφέλη που επιφέρει ευνοούν τελικά την κοινότητα ή την οδηγούν σε αφανισμό. Στο δίλημμα αυτό ο Νικήτας εκ φύσεως θαρρείς πως δεν μπορεί να πάρει θέση γιατί είναι ένα με τα δέντρα και το χώμα, δεν υφίσταται δίχως αυτά, η στάση του υπέρ της διατήρησης του φυσικού περιβάλλοντος δεν είναι ιδεολογική αλλά οντολογική: αν χαθούν τα δέντρα θα χαθεί μαζί τους. Ουσιαστικά, ο δημιουργός προσεγγίζει το ζήτημα από υπαρξιακής πλευράς, φέρνοντας στον νου σπουδαίες πρόσφατες δημιουργίες του αμερικανικού σινεμά όπως τα φιλμ της Ντέμπρα Γκράνικ Winter’s Bone και Leave no Trace.

Αντλώντας την εικονογραφία του από τις τοποθεσίες της Χαλκιδικής που έχουν αποτελέσει τον χώρο όπου λαμβάνει χώρα το μείζον περιβαλλοντικό ζήτημα των τελευταίων ετών στην Ελλάδα, με τα μεταλλεία και τις σθεναρές αντιρρήσεις που εκφράζει η τοπική κοινότητα, ο Γρηγοράκης αφουγκράζεται τις λεπτές αποχρώσεις των αντιφάσεων και τις παρατηρεί με διάθεση στοχαστική. Είναι αδύνατο και πλήρως ατελέσφορο για έναν κινηματογραφιστή να μη λάβει θέση επί ενός ανοικτού ζητήματος όταν κινηματογραφεί με τέτοια εγγύτητα, ωστόσο ο έλληνας δημιουργός καταφέρνει να διαφύγει από τις κακοτοπιές της μονοδιάστατης απεικόνισης των αντικρουόμενων πλευρών και τις μανιχαϊστικής απεικόνισής τους.

Ο Γρηγοράκης, στο μεγάλου μήκους ντεμπούτο του (μετά από μια αξιοσημείωτη σταδιοδρομία στον χώρο του μικρού μήκους), κινηματογραφεί τη συγκρουσιακή συνθήκη των χαρακτήρων εντός της φυσικής απεραντοσύνης που πότε διαστέλλεται για να χωρέσει τον ανθρώπινο οδυρμό και πότε συστέλλεται σε βαθμό ασφυξίας. Και το κάνει με τρόπο που αναβλύζει φυσικότητα, αποσπώντας δύο σπουδαίες ερμηνείες: μία από τον πολυβραβευμένο Βαγγέλη Μουρίκη που πότε γεμίζει το κάδρο και πότε εξαφανίζεται εντός του, και μία από τον Αργύρη Πανταζάρα, πραγματική αποκάλυψη, που χωράει στο βλέμμα του όσες πληγές αρνείται ο χαρακτήρες του να ομολογήσει ότι έχει. Διαθέτει δε και την κορυφαία φωτογραφία του Γιώργου Καρβέλα που καταφέρνει να απεικονίσει άψογα τόσο το ψυχρό δάσος όσο και το εσωτερικό της πρόχειρης οικίας του Νικήτα ως χώρο γεμάτο αναμνήσεις μιας ζωής που ματαιώθηκε. Συνολικά, το «Digger» αποτελεί ένα φιλμ που αναζητά τη θέση του ανθρώπου σε ένα περιβάλλον ραγδαία μεταβαλλόμενο, και καταφέρνει να συγκινήσει αυθεντικά.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

12 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *