Με την εταιρία εισαγωγών μηχανών εσπρέσο που διευθύνει σε αδιέξοδο, ο γλυφαδιώτης εργένης Άρης Νικολόπουλος «αποστρατεύεται» στο σπίτι του ένδοξου παππού Αριστείδη στον υποτονικό Παπάγου. Το στοκ των μηχανών εσπρέσο στοιβάζεται στο αραχνιασμένο γραφείο του απόστρατου αξιωματικού, καθώς ο εγγονός ξανασμίγει με παιδικούς φίλους κολλημένους εσαεί στο προάστιο των αξιωματικών, αλλά και μ’ έναν πρώην συναγωνιστή του παππού του, παραδόξως κομμουνιστή. Αντιμέτωπος με ηρωικά φαντάσματα του παρελθόντος ο απολιτίκ εγγονός θα νιώσει την ανάγκη να φανεί αντάξιος του ονόματός του. Όμως, όσο πλησιάζει τον θρύλο του παππού Αριστείδη, τόσο αυτός αλλάζει όψη.
Σκηνοθεσία:
Ζαχαρίας Μαυροειδής
Κύριοι Ρόλοι:
Μιχάλης Σαράντης … Άρης Νικολόπουλος
Θανάσης Παπαγεωργίου … Αριστείδης ‘Βάσος’
Αλέξανδρος Μαυρόπουλος … Ερμής
Γιάννης Νιάρρος … Άγγελος
Άκης Σακελλαρίου … Κυριάκος
Ξένια Καλογεροπούλου … θεία Φανή
Γιώτα Φέστα … Στέλλα
Στέφανος Κοσμίδης … Σπύρος
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Ζαχαρίας Μαυροειδής
Παραγωγή: Κώστας Κεφάλας, Χρήστος Κωνσταντακόπουλος
Μουσική: Θοδωρής Ρέγκλης
Φωτογραφία: Ζωή Μαντά
Μοντάζ: Στάμος Δημητρόπουλος
Σκηνικά: Αντώνης Δαγκλίδης
Κοστούμια: Άλκηστη Μάμαλη
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Απόστρατος
- Διεθνής Τίτλος: Defunct
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο νεότητας και κοινού στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
- Βραβείο σεναρίου στα βραβεία Ίρις. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, πρώτο αντρικό ρόλο (Μιχάλης Σαράντης), δεύτερο αντρικό ρόλο (Θανάσης Παπαγεωργίου) και σκηνικά.
Παραλειπόμενα
- Κινηματογραφική δουλειά για τον Ζαχαρία Μαυροειδή μετά από 9 έτη.
- Σε μια δύσκολη λόγω πανδημίας χρονιά, κατατάχτηκε στην 6η θέση ανάμεσα στις ελληνικές παραγωγές, κόβοντας 5.224 εισιτήρια.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 19/2/2020
Κάποιες φορές, αρκετά συχνά μάλλον, αυτό το «παρά τρίχα» που χαρακτηρίζει μεγάλο κομμάτι της ελληνικής μυθοπλασίας πονάει περισσότερο κι από την τρανταχτή αποτυχία, γιατί ίσως το να φτάνεις στην πηγή και να μην πίνεις νερό είναι ψυχολογικά πιο επώδυνο από το να μην μπορέσεις καν να δεις την εν λόγω πηγή…
Ο «Απόστρατος» αναμειγνύει φιλόδοξα δυο παράλληλους σχολιασμούς, έναν για το τραύμα του ελληνικού εμφυλίου κι έναν για την Ελλάδα των αρχών της οικονομικής κρίσης (γίνεται εμμέσως αναφορά μέχρι και στον αυτόχειρα Δημήτρη Χριστούλα), προσπαθώντας μέσω των ηρώων του να βρει ομοιότητες και διαφορές μεταξύ των δύο χρονικών περιόδων, αλλά και το γιατί η μία συνθήκη οδήγησε σε αυτήν που επήλθε δεκαετίες αργότερα. Ωστόσο, αυτή η προβληματική είναι δευτερεύουσα συγκριτικά με το ανθρώπινο δράμα που βρίσκεται στο επίκεντρο και του οποίου όλες οι διαστάσεις αποκαλύπτονται λίγο πριν το τέλος. Η ιδέα πίσω από αυτό το πολύ σημαντικό κομμάτι της πλοκής είναι έξοχη, αλλά ο τρόπος διαχείρισής της έχει κάποια εμφανή προβλήματα. Το κυριότερο εξ αυτών είναι ο πρωταγωνιστικός ήρωας, ο οποίος αν και λειτουργεί ως μέσο για το σενάριο ώστε να εκφραστεί για τη νεολαία που βρέθηκε εκτεθειμένη κατά τη διάρκεια της κορύφωσης της κρίσης, κατά τα άλλα κουβαλά μια προσωπική ιστορία αρκετά άνευρη σε σχέση με αυτήν που πραγματικά ενδιαφέρει τον Μαυροειδή. Δυστυχώς υπάρχει και μια έκδηλη αμηχανία ως προς το πού να καταλήξει τελικά η ιστορία, οδηγώντας σε ένα αντικλιμακτικό φινάλε που κάπως αποδυναμώνει τα όσα προηγήθηκαν.
Πέρα από τις όποιες επιμέρους ενστάσεις, πρέπει να αναγνωριστούν και οι αδιαμφισβήτητες αρετές του συνόλου, με πρώτη και καλύτερη το ότι, σε μια εποχή που η ελληνική μυθοπλασία στην πλειοψηφία της δεν έχει βρει ακόμη τον βηματισμό της, ο «Απόστρατος» είναι ένα ιδιαίτερα καλογραμμένο φιλμ. Οι χαρακτήρες του μιλάνε με μια απλότητα και μια αμεσότητα που δεν βρίσκονται συχνά στο εγχώριο σινεμά, το μεγάλο μυστικό του σεναρίου ξεδιπλώνεται με έναν πολύ μεθοδικό τρόπο που χτίζει παράλληλα κι ένα στέρεο δραματουργικό υπόβαθρο για να το στηρίξει, ενώ και το χιούμορ είναι καλόκαρδο και πηγαίο, μακριά από τηλεοπτικού τύπου υπερβολές. Ακόμη κι αν κάποιος μπορεί να προβάλλει σαν αντίρρηση το γεγονός πως δεν έχουν όλοι οι ήρωες σημασία για την πλοκή, το αντίβαρο σε αυτό είναι το ότι σχεδόν όλοι έχουν κι από μια ξεχωριστού τύπου σκιαγράφηση, συμβάλλοντας στη δημιουργία μιας ποικιλόμορφης «πινακοθήκης». Όλα αυτά με μια ελληνική ιδιοσυγκρασία, χωρίς αχρείαστες προσπάθειες μιμητισμού σχολών του εξωτερικού, κάτι που πάντα ελλοχεύει στο είδος της δραμεντί εγχώρια.
Σίγουρα στο απροσδόκητα καλό για τα ντόπια δεδομένα αποτέλεσμα συμβάλλουν και οι εύστοχες στην πλειοψηφία τους ερμηνείες. Έστω κι αν ο ρόλος του καταλήγει να έχει όλο και πιο μειωμένη βαρύτητα όσο προχωράει η χρονική διάρκεια, ο Μιχάλης Σαράντης καταφέρνει να αποδώσει με ειλικρίνεια το πορτρέτο ενός νέου σε εσωτερικό τέλμα, να αποτυπώσει εύστοχα την απορία στον τρόπο συμπεριφοράς ενός ανθρώπου που βρίσκεται μετέωρος, μη γνωρίζοντας τη θέση του στον έξω κόσμο. Το πραγματικά δυνατό όμως χαρτί του φιλμ είναι ο βετεράνος Θανάσης Παπαγεωργίου, ο οποίος κατορθώνει να μεταφράσει τη δύναμη μιας θεατρικής ερμηνείας σε κάτι καθαρά κινηματογραφικό και πετυχαίνει δύσκολες αρμονίες, εκπέμποντας και μια ζεστή οικειότητα αλλά και μια ψυχρή μελαγχολία εκεί που πρέπει, δεδομένης της συνθετότητας του χαρακτήρα του.
Παρόλο που βγαίνει από το στόμα ένα «κρίμα» για τα ύψη που θα μπορούσε να αγγίξει η όλη προσπάθεια και τελικά δεν προσεγγίζονται λόγω κάποιων στρατηγικών λαθών, το σύνολο είναι σίγουρα πάνω από τον μέσο όρο της ποιότητας της εγχώριας μυθοπλασίας αυτήν τη στιγμή. Πρόκειται για προσβάσιμο σινεμά, που ταυτόχρονα διαθέτει και μια ευαισθητοποιημένη, ανθρωποκεντρική ματιά για το πολιτικό γίγνεσθαι της Ελλάδας, και του χθες και του σήμερα. Να ήξερε μονάχα τι κατακλείδα να δώσει στον συλλογισμό που ξεδιπλώνει…
Βαθμολογία: