1992. Η νεαρή Ντίνα ζει σε ένα απομακρυσμένο ορεινό χωριό όπου η ζωή «κυβερνάται» επί αιώνες από την παράδοση. Ο παππούς της έχει κανονίσει ήδη τον γάμο της με τον Ντέιβιντ, ο οποίος επιστρέφει από τον πόλεμο. Επιστρέφοντας, φέρνει μαζί του και τον συνστρατιώτη του, στον οποίο οφείλει τη ζωή του. Ο όμορφος Γκέγκι και η Ντίνα ερωτεύονται. Θα καταφέρει να εναντιωθεί στις στεγανές παραδόσεις της μικρής κοινωνίας στην οποία ζει; Και αν το κάνει, ποιο θα είναι το τίμημα;

Σκηνοθεσία:

Mariam Khatchvani

Κύριοι Ρόλοι:

George Babluani … Gegi

Natia Vibliani … Dina

Nukri Khachvani … David

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Mariam Khatchvani, Vladimer Katcharava, Irakli Solomonashvili

Παραγωγή: Mike Downey, Vladimer Katcharava, Igor Nola, Sam Taylor

Μουσική: Mate Chamgeliani, Tako Jordania

Φωτογραφία: Konstantin Esadze

Μοντάζ: Levan Kukhashvili

Σκηνικά: Mamuka Esadze

Κοστούμια: Katevan Kalandadze

 

  • Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
  • Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.

Τίτλοι

Αυθεντικός Τίτλος: Dede

Ελληνικός Τίτλος: Dede

Κύριες Διακρίσεις

  • Ειδική μνεία στο φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι.

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 19/12/2017

Παρόλο που το φιλμ λαμβάνει χώρα σε ένα κομμάτι του κατά τη διάρκεια του πολέμου της Νότιας Οσετίας το 1992, στην πραγματικότητα ελάχιστα ως καθόλου το απασχολεί αυτή η διάσταση. Υπάρχει κοινωνικοπολιτικός σχολιασμός, αυτός όμως αφορά σχεδόν εξ ολοκλήρου την παράδοση που επικρατεί στο γεωγραφικό πλαίσιο στο οποίο διαδραματίζεται η ιστορία. Δεν πρόκειται για μια δημιουργία απολιτική, δεν είναι όμως στρατευμένη με τον τρόπο που θα ανέμενε κάποιος διαβάζοντας μια περίληψη, ακριβώς γιατί οι στόχοι της εδράζονται αλλού. Η υποβαθμισμένη θέση της γυναίκας, η συλλογική ψυχολογία που αποκτά η κλειστή κοινότητα κι επηρεάζει σε τεράστιο βαθμό τις αποφάσεις των ατόμων μεμονωμένα, η θρησκοληψία που εκτείνεται μέχρι και στο κομμάτι απόδοσης της δικαιοσύνης, οι ηλικιωμένοι ως αυθεντίες και άτυποι φορείς εξουσίας, οι δεισιδαιμονίες που επικρατούν ακόμη και σε θέματα όπως η υγεία, όλα αυτά τα στοιχεία επικρίνονται σκληρά αλλά ποτέ κραυγαλέα από τη ματιά της Khatchvani. Ταυτόχρονα όμως υπάρχει ένας θαυμασμός κι ένα δέος απέναντι στο άγριο κι εντυπωσιακό ορεινό τοπίο που περιβάλλει τους ήρωες (οι οποίοι είναι τόσο αδρά και λιτά σκιαγραφημένοι που αποκτούν μια μεταφορική, ακόμη και μυθική σχεδόν διάσταση, η έλλειψη εδώ δεν αποτελεί παράλειψη αλλά δημιουργική πρόθεση) αλλά κυρίως απέναντι στην τιτάνια προσπάθειά των βασικότερων εξ αυτών να μη συντριβούν από τις πιέσεις του περίγυρού του, να προσαρμοστούν και να επιβιώσουν.

Το φιλμ αυτό θα αδικούταν αν το περιέγραφε κανείς ως ένα απλό «κατηγορώ» στους συντηρητικούς και πολύ συχνά αντιορθολογιστικούς μηχανισμούς μιας απομονωμένης από το σύγχρονο κόσμο ορεινής κοινότητας. Ο τρόπος με τον οποίο ξεδιπλώνεται η εξαιρετικά απλή μα γεμάτη συναισθήματα ιστορία, με διακριτικούς συμβολισμούς και μια προσγειωμένη οπτική ακόμη κι όταν όσα καταγράφονται βρίσκονται στα άκρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς θυμίζει ιστορία της λαϊκής παράδοσης που θα μπορούσε να έχει καταγωγή από οπουδήποτε και όχι απαραίτητα από τη Γεωργία και μόνο. Αυτή η παγκοσμιότητα των καταστάσεων που αφηγούνται είναι που καθιστά αυτό το μεγάλου μήκους ντεμπούτο εξαιρετικά προσβάσιμο κι ευχάριστο, σαν ένα παραμύθι χωρίς φανταστικά στοιχεία, όπου όλα λειτουργούν με άγραφους κανόνες τιμής που πρέπει να τηρηθούν απαρέγκλιτα, μέχρι τουλάχιστον να κινητοποιηθεί η δραματουργία μέσω της υπέρβασης αυτής της νοοτροπίας από κάποιους ήρωες και οι σκηνές βίας ποτέ δεν παρουσιάζονται μπροστά στα μάτια του θεατή, μια δημιουργική επιλογή που θυμίζει αρχαία ελληνική τραγωδία. Γενικότερα, η σκηνοθέτις έχει μια μεγάλη γκάμα επιρροών που έχει ενσωματώσει αρμονικά στο σύνολο. Μπορεί κανείς να διακρίνει μέχρι κι έναν απόηχο των διδαχών του Bresson στο πως κατευθύνει η ίδια τους ηθοποιούς της, έχοντας μια νατουραλιστική προσέγγιση που οδηγεί σε απλές, απογυμνωμένες από συναισθηματικές υπερβολές ερμηνείες.

Η φυσικότητα από την οποία διακρίνεται η αφήγηση είναι εντελώς αβίαστη και πηγαία, με την αισθητική πολλάκις να πλησιάζει το ντοκιμαντερίστικο. Η οπτική γωνία που επιλέγεται μεγιστοποιεί τη γοητεία του μύθου που πλάθεται, αλλά αναπόφευκτα χωλαίνει κάπως ως προς το να υπάρξει ένα ικανοποιητικό ψυχολογικό βάθος στους χαρακτήρες. Επισημαίνεται παραπάνω πως αυτό κατά πάσα πιθανότητα είναι εσκεμμένο ώστε να προκύψει στην τελική του αυτή μορφή το συγκεκριμένο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, όμως αυτός ο περιορισμός είναι που περιορίζει και την «πτήση» της ταινίας σε ύψη χαμηλότερα από αυτά που χαρακτηρίζουν το πολύ σπουδαίο σινεμά (αναγκαία η χρήση του επιρρηματικού προσδιορισμού εδώ γιατί ένας βαθμός σπουδαιότητας επιτυγχάνεται).

Παρά την περίοδο στην οποία τοποθετείται, το “Dede” σχεδόν σε κάθε του στιγμή εκπέμπει την αίσθηση του διαχρονικού, γιατί ακριβώς οι εκφάνσεις του ανθρώπινου ψυχισμού αλλά και της κατασκευής που ακούει στο όνομα κοινωνία που αγγίζει δεν έχουν περιορισμένη εμβέλεια ως προς το χρονικό πλαίσιο στο οποίο απευθύνονται. Αυτό που μένει είναι μια μαγευτική οιονεί παραβολή για το βάρος του φυλετικού ρόλου στο αρχέγονο μοντέλο της κοινότητας, με μια φολκλορική απόχρωση που ποτέ δεν φαντάζει βαρυφορτωμένη, και μια ελπιδοφόρα υπόσχεση για το μέλλον για τη δημιουργό της.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

7 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *