1959. Ο ντροπαλός Τοντ Άντερσον είναι ο νέος μαθητής ενός αυστηρού κολεγίου αρρένων, όπου ο αδελφός του υπήρξε αριστούχος. Ο συγκάτοικός του, ο Νιλ, έξυπνος και δημοφιλής, ζει με την καταπίεση του πατέρα του. Η ζωή των δύο και των υπολοίπων συμμαθητών τους θα αλλάξει σύντομα με την έλευση ενός καινούργιου καθηγητή, του Τζον Κίτινγκ, που θα τους σπρώξει να πάνε ενάντια στο κατεστημένο. Μέσα στο αρτηριοσκληρωτικό περιβάλλον του αυστηρού κολεγίου, ο πρωτοποριακός καθηγητής προσπαθεί να διδάξει στους μαθητές του την αξία της ποίησης και την αγάπη για τη ζωή.
Σκηνοθεσία:
Peter Weir
Κύριοι Ρόλοι:
Robin Williams … John Keating
Robert Sean Leonard … Neil Perry
Ethan Hawke … Todd Anderson
Josh Charles … Knox Overstreet
Gale Hansen … Charlie Dalton
Norman Lloyd … διευθυντής Gale Nolan
Kurtwood Smith … Κος Perry
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Tom Schulman
Παραγωγή: Steven Haft, Paul Junger Witt, Tony Thomas
Μουσική: Maurice Jarre
Φωτογραφία: John Seale
Μοντάζ: William M. Anderson
Σκηνικά: Wendy Stites
Κοστούμια: Nancy Konrardy
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Dead Poets Society
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ αυθεντικού σεναρίου. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία και πρώτο αντρικό ρόλο (Robin Williams).
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (δράμα), σκηνοθεσίας, πρώτου αντρικού ρόλου (Robin Williams) σε δράμα, και σεναρίου.
- Βραβείο Bafta καλύτερης ταινίας και μουσικής. Υποψήφιο για σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Robin Williams), σενάριο και μοντάζ.
Παραλειπόμενα
- Ο σεναριογράφος Tom Schulman βάσισε το κείμενο του σε εμπειρίες του από το Montgomery Bell Academy στο Νάσβιλ, και συγκεκριμένα από έναν δάσκαλο που τον ενέπνευσε, τον Samuel Pickering.
- Ο Liam Neeson ήταν αυτός που είχε πρώτος τον κεντρικό ρόλο, αλλά όταν ήταν να το σκηνοθετήσει ο Jeff Kanew. Κι ο Dustin Hoffman ήταν υποψήφιος, και μάλιστα είχε δηλώσει τη θέληση του να κάνει εδώ και το σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Στα υπόψιν έμειναν ο Bill Murray και ο Alec Baldwin. Τέλος, ο Mickey Rourke απέρριψε τελευταίος τον ρόλο, επειδή ο Peter Weir αρνούνταν να κάνει τις σεναριακές αλλαγές που εκείνος ήθελε.
- Η Lara Flynn Boyle έπαιξε τον ρόλο της Ginny Danburry, αλλά κόπηκε στο μοντάζ.
- Στο αρχικό σενάριο, ο Κος Κίτινγκ πεθαίνει από λευχαιμία. Ο σκηνοθέτης όμως το άλλαξε, ώστε να μη φύγει το επίκεντρο από την παρέα των αγοριών.
- Η φράση “O Captain! My Captain!” έμελλε να μείνει κλασική, ενώ μνημονεύονταν έντονα όταν έφυγε από τη ζωή ο Robin Williams.
- Η Nancy H. Kleinbaum έγραψε ένα ομότιτλο μυθιστόρημα βασισμένο στην ταινία, ενώ το 2016 έγινε θεατρικό με τον Jason Sudeikis στον βασικό ρόλο.
- Πολύ θετική ανταπόκριση από το κοινό, με αποτέλεσμα η ταινία να φτάσει στα 235,9 εκατομμύρια δολάρια έσοδα, με ένα κόστος μόλις 16,4.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 31/1/2010
Η ταινία έχει πολλούς φίλους και μάλιστα φανατικούς, και διόλου άδικα. Ο αυστραλός Πίτερ Γουίαρ πετυχαίνει να σπάσει τα κατεστημένα των ταινιών με καλό δάσκαλο, όχι με το να παρουσιάσει κάτι που βρίθει από πρωτοτυπία, αλλά με την επιμέλεια που δίνει στο σενάριο του Τομ Σούλμαν. Οι ήρωες είναι θαυμάσιοι. Οι μαθητές δεν κατατρέχονται από τα κλισέ, κουβαλάνε κάτι το κλασικό, κι έχουν αυτό το εύπλαστο που βάζει τον νεαρό θεατή στη θέση τους. Ο Ρόμπιν Γουίλιαμς, με ερμηνευτική απολυτότητα, είναι ένα αληθινό αγκάθι στο εκπαιδευτικό σύστημα. Φράσεις του όπως το «άδραξε την ημέρα» («carpe diem»), παίρνουν το βάθος που τους αρμόζει και η ποίηση βρίσκει δικαίωση, σε μια εποχή στην οποία κινδύνευε. Το φινάλε με το «Ω, καπετάνιε, καπετάνιε μου» είναι ήδη κλασικό κι εκφράζει την ήττα του πνεύματος, αλλά όχι το χάσιμο του πολέμου. Η Ακαδημία των Όσκαρ αναγνώρισε πως το σενάριο ήταν πολύ καλό για να είναι αυθεντικό, κι έδωσε το ανάλογο Όσκαρ. Ήταν υποψήφιο και για καλύτερη ταινία (άδικη εδώ η ήττα), σκηνοθεσία και για τον Ρόμπιν Γουίλιαμς σε πρώτο ρόλο, ακόμα κι αν μάλλον ο ρόλος του είναι μάλλον δεύτερος.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 11/9/2019
Βερμόντ, 1959. Στην περίφημη Ακαδημία Αρρένων Γουέλτον καταφθάνει ένας νέος καθηγητής φιλολογίας, ο Τζον Κίτινγκ, ο οποίος υιοθετεί μία διδακτική μέθοδο ριζικά διαφορετική από τις πατροπαράδοτες του ιδρύματος. Δεν ενδιαφέρεται για τη στείρα γνώση, απορρίπτει την απομνημόνευση ολόκληρων τόμων και πασχίζει να εμφυσήσει στις ψυχές των λυκειόπαιδων την έμπνευση, σε αντίθεση με τις μέχρι τώρα σχολικές παραστάσεις τους που τους ήθελαν καθηλωμένους και παθητικούς.
Ο συνεσταλμένος νεοείσακτος Τοντ, ο δημοφιλής συγκάτοικός του Νιλ και μερικά ακόμα αγόρια μαγεύονται από τις καινοτόμες μεθόδους του Κίτινγκ και, ψάχνοντας γι’ αυτόν, ανακαλύπτουν πως όταν ήταν στην ηλικία τους και βρισκόταν στο ίδιο σχολείο συμμετείχε στην -αποκηρυγμένη από τη διεύθυνση του ιδρύματος- Λέσχη των Χαμένων Ποιητών. Δίχως χρονοτριβή, συστήνουν εκ νέου τη λέσχη και αρχίζουν να συγκεντρώνονται μέσα σε μία σπηλιά απαγγέλοντας εναλλάξ ποίηση, όπως ο καθηγητής τους.
Η ζωή τους εντός του ασφυκτικού σχολείου δεν είναι πια η ίδια∙ έχει ήδη φυτευτεί ο σπόρος της προσμονής, που με λίπασμα τη νεανική τους ορμή τρέπεται γρήγορα σε ολάνθιστο φυτό. Οι τελετουργικές συναντήσεις τους στεγάζουν αυτό που τόσο πασχίζουν οι μεγαλύτεροι να εξοβελίσουν από τις ζωές τους, το πάθος, και λαμβάνουν χώρα με τους δικούς τους όρους, όχι σαν κακέκτυπα του παρελθόντος.
Αφηγείται η μνημειώδης ταινία του Πίτερ Γουίρ μία ιστορία επαναστατική; Κατά τα αρχικά φαινόμενα, σίγουρα έτσι μοιάζει, αφού περιέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία: ρήξη με την καθεστηκυία τάξη, σκιρτήματα που υπαγορεύονται από την άγουρη προσωπικότητα των ηρώων, προβληματισμούς που δεν ταιριάζουν σε ζωές βολεμένες, σχεδιασμένες στην εντέλεια, που απλώς αναμένουν το αναπόδραστο φινάλε τους.
Ωστόσο, αν κανείς αναζητήσει τον πυρήνα του φιλμ, όπως αναδεικνύεται από την τρυφερή κινηματογράφηση του Αυστραλού, θα διακρίνει ότι περισσότερο μοιάζει σαν καλωσόρισμα μίας νομοτελειακής αλλαγής, σαν πρελούδιο μίας γενιάς που έρχεται με ζέση να αλλάξει τα πάντα επειδή είναι η σειρά της. Το modus vivendi των γονέων τους απέτυχε, ή ακόμα και αν δεν χωρεί μία τέτοιου είδους αξιολογική κρίση, συνάντησε την ύστατη μέρα του. Ήρθε η ώρα για το επόμενο, το οποίο κατέφτασε φυσικά, με όχημα τον χρόνο που κυλά μόνο προς τα μπροστά.
Ο Κίτινγκ είναι απλώς ο αγγελιοφόρος της αλλαγής∙ αυτή κατοικεί -όπως πάντα- στις νεανικές καρδιές. Τα λόγια του καθηγητή απλώς την καλούν να βγει στην επιφάνεια, την ειδοποιούν ότι έφτασε η ώρα της. Και, μάλιστα, θυμίζουν ότι οι σύμμαχοί της είναι άχρονοι: είναι τα λόγια των ποιητών που έρχονται από μακριά για να αφυπνίσουν τις συνειδήσεις των μαθητών, να τις απελευθερώσουν από τα ολέθρια δεσμά του κομφορμισμού. Ο χρόνος ανήκει στους νέους, γιατί αυτοί έχουν το δικαίωμα να μην το φοβούνται, είναι στο πλευρό τους και σηματοδοτεί το άπειρο των δυνατοτήτων τους∙ ο ίδιος όμως δεν υπήρξε για κανέναν άπειρος, γι’ αυτό καλά θα κάνουν να κινήσουν για το ταξίδι τους, λέει ο Κίτινγκ.
Τα λόγια που κατακλύζουν το μυαλό των μαθητών, όσων τουλάχιστον συμμετέχουν στην λογοτεχνική αίρεση του Κύκλου, μετατρέπονται από αράδες στίχων σε Τέχνη, η οποία σημαίνει για τον καθένα τους κάτι διαφορετικό, ένα μέρος στο οποίο σίγουρα θα επιστρέψουν για να αναθεωρήσουν, να χλευάσουν ή να συγκινηθούν με τις παλαιές τους εκτιμήσεις.
Η Τέχνη, λοιπόν, χάρη στη διδασκαλία του Κίτινγκ, γίνεται από μέρος της σχολικής διδακτέας ύλης αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής τους, πηγή έμπνευσης για καθημερινά, μικρά ή μεγάλα, αδιέξοδα, και συνάμα μηχανισμός αντίστασης στο κατεστημένο. Τίκτει τα πάθη και οδηγεί σε αναζήτηση του εαυτού έξω από τη σάρκα και την ύλη, αυτού που αξιώνει βάσιμα μία ψευδαίσθηση αθανασίας.
Παρά τις όποιες αδυναμίες μπορεί κανείς να εντοπίσει στο φιλμ, όπως η απουσία γκρίζων αποχρώσεων στη χαρακτηρολογία, ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών έχει κατακτήσει επάξια το εμβληματικό στάτους που διαθέτει στη σύγχρονη αμερικανική κινηματογραφική ιστορία. Το σίγουρο είναι πως πρόκειται για μία από τις πιο quotable ταινίες στα χρονικά του σινεμά και ότι τα λόγια «O Captain! My Captain!», παρότι γράφτηκαν από τον Γουόλτ Γουίτμαν, πλέον ανήκουν στον Τζον Κίτινγκ και φέρνουν στο νου την τιτάνια ερμηνεία του Ρόμπιν Γουίλιαμς, μαζί με μία πρόσκληση που δύσκολα μπορεί κανείς να λησμονήσει, για μία ζωή ουσιαστική, γεμάτη, παθιασμένη και, τελικά, αληθινά δική του.
Βαθμολογία: