Μάιος του 1940. Η Γαλλία είναι αντιμέτωπη με μια καταστροφική στρατιωτική κατάσταση απέναντι στον γερμανικό στρατό. Ο Σαρλ ντε Γκολ, ο νέος στρατηγός της γαλλικής στρατιάς, ενώνεται με την κυβέρνηση του Παρισίου, ενώ η Ιβόν, η σύζυγος του, μένει με τα τρία τους παιδιά ανατολικότερα. Ερχόμενος σε επαφή με την ηττοπαθή στάση του Πετέν, που είναι έτοιμος να έρθει σε διαπραγματεύσεις με τον Χίτλερ, ο ντε Γκολ έχει μονάχα έναν σκοπό: να συνεχίσει τη μάχη. Την ίδια ώρα, η Ιβόν και τα παιδιά τους τρέπονται σε φυγή, αφού τα γερμανικά στρατεύματα προελαύνουν στη χώρα, και η έλλειψη επικοινωνίας με τον άντρα της φέρνει την οικογένεια αντιμέτωπη με τη θησεία που πρέπει να γίνει για χάρη της γαλλικής ιστορίας.
Σκηνοθεσία:
Gabriel Le Bomin
Κύριοι Ρόλοι:
Lambert Wilson … Charles de Gaulle
Isabelle Carre … Yvonne de Gaulle
Olivier Gourmet … Paul Reynaud
Catherine Mouchet … Marguerite Potel
Pierre Hancisse … Geoffroy Chaudron de Courcel
Sophie Quinton … Suzanne Rerolle
Gilles Cohen … Georges Mandel
Laurent Stocker … Jean Laurent
Philippine Leroy-Beaulieu … Helene de Portes
Nicolas Vaude … Paul Boudoin
Philippe Laudenbach … Philippe Petain
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Gabriel Le Bomin, Valerie Ranson-Enguiale
Παραγωγή: Aissa Djabri, Farid Lahouassa
Μουσική: Romain Trouillet
Φωτογραφία: Jean-Marie Dreujou
Μοντάζ: Bertrand Collard
Σκηνικά: Nicolas de Boiscuille
Κοστούμια: Sergio Ballo, Anais Romand
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: De Gaulle
- Ελληνικός Τίτλος: Ντε Γκωλ
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για πρώτο αντρικό ρόλο (Lambert Wilson), σκηνικά και κοστούμια στα Cesar.
Παραλειπόμενα
- Η ύπαρξη μιας ερωτικής σκηνής ξένισε πολλούς στη Γαλλία, μια κι είχαν συνηθίσει σε μια τελείως διαφορετική απεικόνιση του ηγέτη της χώρας τους κατά το ήμισυ του 20ού αιώνα.
- Παρότι είναι το πρόσωπο που σημάδεψε τη Γαλλία στη σύγχρονη εποχή, αυτή είναι η πρώτη κινηματογραφική του βιογραφία. Ως πρόσωπο, βέβαια, απεικονίζεται σε πολλές παραγωγές.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 9/8/2021
Πολλά μπορούν να ειπωθούν για τον τρόπο με τον οποίο αναμείχθηκε ο Charles de Gaulle με τα κοινά εν γένει, ωστόσο το φιλμ του Gabriel Le Bomin επιλέγει ένα από τα λιγότερο αμφιλεγόμενα κεφάλαια της δημόσιας δράσης του, αυτό που αφορά τη στάση του κόντρα στην αντίληψη για μια κατευναστική (αντί για αποτρεπτική) πολιτική έναντι της Γερμανίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που τελικά τον ανέδειξε και σε ηγετική φυσιογνωμία στην Ευρώπη τις επόμενες δεκαετίες μέχρι και τον θάνατό του. Από ό,τι φαίνεται κι από συγκεκριμένες λεπτομέρειες, ειδικά όσο πλησιάζει το φινάλε, υπάρχει και μια πρόθεση εκ μέρους των συντελεστών να κάνουν με το πρόσωπο αυτό ό,τι έκανε το «Η Πιο Σκοτεινή Ώρα» για τον Winston Churchill, δηλαδή μια μεγάλη λαϊκή βιογραφία για το ευρύ κοινό, που θα συστήσει τον de Gaulle και σε μια νεότερη γενιά που δεν τον έχει ζήσει και δεν έχει διαβάσει για αυτόν. Ο Le Bomin όμως δεν είναι Joe Wright, και αυτό που προκύπτει τελικά είναι μια μετριότατη δουλειά, που κυμαίνεται σε χλιαρές θερμοκρασίες.
Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται τις ιστορικές διεργασίες το σενάριο είναι άκρως επιδερμικός, θυμίζει περισσότερο σχολικό εγχειρίδιο παρά εμπεριστατωμένη ανάλυση, και αυτό καθρεφτίζεται και στους διαλόγους που συχνά διαθέτουν έναν αφύσικο στόμφο, παραπέμποντας σε παλιότερες, πλέον ξεπερασμένες, αντιλήψεις για το πώς πρέπει να μιλάνε αληθινές προσωπικότητες σε μια μυθοπλασία βασισμένη σε πραγματικά περιστατικά. Αλλά κι όταν η εστίαση επικεντρώνεται στο πεδίο του ιδιωτικού βίου, η δραματουργία δυστυχώς είναι μπανάλ, γεμάτη μελοδραματισμούς και κλισέ, με τα πρόσωπα της οικογένειας του de Gaulle να περιορίζονται σε τετριμμένα στερεότυπα (η υπομονετική και γεμάτη ατελείωτη αγάπη σύζυγος, ο ανώριμα ενθουσιώδης γιος). Τουλάχιστον υπάρχει ένα αρκούντως στιβαρό στήσιμο σε επίπεδο παραγωγής, έστω και με έναν όχι πολύ μεγάλο προϋπολογισμό, που καθιστά το φιλμ πειστικό όσον αφορά την αναπαράσταση της εποχής, ενώ σκηνοθετικά εντοπίζονται δύο σκηνές που όντως μεταδίδουν πειστικά την ένταση και την αβεβαιότητα των εμπόλεμων συνθηκών.
Αναφορικά με την πινελιά της έμφασης ανά στιγμές στη σχέση μεταξύ του ζεύγους de Gaulle και της μικρής τους κόρης με σύνδρομο Down, αν και προσδίδει μια ανθρωπιά χρήσιμη για το σύνολο, ταυτόχρονα μοιάζει κάπως άτσαλα ενταγμένη στον υπόλοιπο σκελετό της πλοκής. Τέλος, αν και είναι προφανές ότι ο Lambert Wilson έχει επιλεχθεί για τον πρωταγωνιστικό ρόλο λόγω της στόφας σταρ που διαθέτει, και όχι τόσο λόγω του ερμηνευτικού του εύρους, και πάλι δεν αποδεικνύεται η ιδανικότερη επιλογή, εξαιτίας της αβεβαιότητας του ίδιου να επιλέξει ανάμεσα σε μια πιο προσγειωμένη, ανθρώπινη προσέγγιση, και σε μια άλλη, πιο απόμακρη, που να θυμίζει περισσότερο μια προσωπικότητα-σύμβολο, ίσως μη διαθέτοντας και μια απόλυτα ξεκάθαρη κατεύθυνση από τη σκηνοθεσία.
Πέραν ενός καλοδεχούμενα ενημερωτικού χαρακτήρα για τους μη μυημένους στην ιστορική περίοδο και στον εν λόγω πολιτικό άντρα, το «Ντε Γκωλ» μάλλον διαθέτει μικρή κινηματογραφική αξία.
Βαθμολογία: