Η 30χρονη Λέτα είναι ανίκανη να πληρώσει το ενοίκιο της επί κάποιους μήνες. Όταν αυτή κι ο ενός χρόνων γιος της πετιούνται έξω από το διαμέρισμα, μετακομίζουν στη Σόφι, μια γηραιά γυναίκα περιορισμένη στο κρεβάτι της, της οποίας η κόρη προσέλαβε τη Λέτα να τη φροντίζει. Για να μπορέσει να κρατήσει τη δουλειά και μαζί μια στέγη πάνω από τα κεφάλια τους, η Λέτα πρέπει να κρατήσει ζωντανή τη Σόφι με κάθε κόστος.
Σκηνοθεσία:
Gentian Koci
Κύριοι Ρόλοι:
Ornela Kapetani … Leta
Suzana Prifti … Sophie
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Gentian Koci
Παραγωγή: Gentian Koci
Μουσική: Mardit Lleshi
Φωτογραφία: Ηλίας Αδάμης
Μοντάζ: Χρήστος Γιαννακόπουλος, Μπονίτα Παπαστάθη
Σκηνικά: Ilia Kolka
Κοστούμια: Emir Turkeshi Gramo
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Dita ze Fill
Ελληνικός Τίτλος: Το Ξεκίνημα της Μέρας
Διεθνής Τίτλος: Daybreak
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ Τιράνων.
- Επίσημη πρόταση της Αλβανίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 24/11/2018
Η Λέτα είναι μία ανύπαντρη μητέρα ενός βρέφους δίχως σταθερή δουλειά. Προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της ίδιας και του παιδιού της και χωρίς να διαθέτει καν στέγη, αναλαμβάνει τη φροντίδα μιας γηραιάς και βαριά άρρωστης κυρίας που δε μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί. Η ζωή όμως συνεχίζει να φέρνει όλο και περισσότερες δυσκολίες στον ούτως ή άλλως δύσβατο δρόμο της και έτσι η άτυχη γυναίκα βλέπει την τύχη της να εξαρτάται σε αποκλειστικό βαθμό από την επιβίωση της κατάκοιτης γυναίκας, καθώς είναι αδύνατο να εξασφαλίσει τα μέσα του βιοπορισμού της από άλλη πηγή.
Στο μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Τζεντιάν Κότσι κυριαρχεί ένα αυστηρό, δωρικό αφηγηματικό ύφος. Τα Τίρανα παρουσιάζονται σαν ένα κολάζ χαλασμάτων, η δυστυχία που χτυπάει συνεχώς την πόρτα της πρωταγωνίστριας δε συνοδεύεται από λυρικούς τόνους και η συνολική προσέγγιση, φαινομενικά τουλάχιστον, είναι ψυχρή και αποστασιοποιημένη. Στον πυρήνα του έργου όμως βρίσκεται μια θερμή ματιά και όχι η κλινική παράθεση κοινωνικών προβλημάτων. Πρόκειται για ένα μικτού ύφους δράμα κοινωνικού ρεαλισμού, ένα πείραμα που αδυνατεί όμως να βρει το πολυπόθητο σημείο ισορροπίας μεταξύ των καταβολών του.
Το ζοφερό κλίμα που περιβάλλει την πρωταγωνίστρια και ορίζει τον αγώνα της για επιβίωση εισχωρεί σταδιακά στην ψυχή της. Οι ενέργειές της μοιάζουν να καλύπτονται από μία ανίκητη ματαιότητα, προγραμματισμένες να πέσουν στο κενό. Με όχημα τη θεσπέσια κεντρική ερμηνεία της Ορνέλα Καπετάνι, ο Κότσι διαθέτει στα χέρια του όλο το πρωτογενές υλικό για να δημιουργήσει μία αξιομνημόνευτη, τολμηρή ιστορία. Αντ’ αυτού όμως, επιλέγει να οδηγήσει την πρωταγωνίστριά του στο -αρχικά ενδιαφέρον ομολογουμένως- ψυχικό μονοπάτι που ξεκινά από την ενσάρκωση της αναξιοπαθούσης ηρωίδος και καταλήγει σε έναν άνθρωπο ικανό να προβεί σε αδιανόητα επιλογές στο βωμό της επιβίωσης. Το πρόβλημα είναι ότι στην παραπάνω πορεία η ταινία εγκαταλείπει εμφατικά την ουσία του χαρακτήρα, θυσιάζοντας τη συνοχή του στην προσπάθεια να τη μετατρέψει σε όχημα της πλοκής. Η Λέτα αναγκάζεται σε επιλογές εξόφθαλμα εκτός του χαρακτήρα που διατηρούσε στην ταινία, και μάλιστα με τρόπο πρόχειρο, βιαστικό και επιτηδευμένο. Επιλογές που εν πολλοίς δεν υπηρετούν καν τον σκοπό της, αλλά απλώς παραμένουν ατεκμηρίωτες.
Μέσα σε ένα σύμπαν αμοραλισμού που κατακλύζει κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής, η Λέτα είναι υποχρεωμένη να αναζητήσει κάθε τρόπο προκειμένου να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για το παιδί της. Το νόημα των επιλογών της εξετάζεται αποκλειστικά από αυτήν την οπτική, εξ ου και λησμονεί με μία επιφανειακή αφέλεια το βάρος των επιλογών της. Οι συνέπειες κάθε ενέργειάς της τίθενται απέναντι από την ενδεχόμενη αποτυχία της ως μητέρας και έτσι αυτομάτως καθίστανται αμελητέες. Αυτή είναι και η ουσιαστικότερη ανάγνωση του έργου · μία γυναίκα που αρνείται συλλήβδην τους απαξιωμένους κανόνες του παρόντος της για να μπορέσει να εξασφαλίσει τη συνέχιση της ζωής, η οποία κουβαλά μαζί της και τη μοναδική ελπίδα για αλλαγή. Η Λέτα είναι μία γυναίκα που αμφισβητεί με σιωπηρό πάθος και άηχη ορμή την κρατούσα ηθική και ζητά να κριθεί μόνο σε υπερβατικό στάδιο, μεταξύ θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης. Εάν ήταν και καλογραμμένος ρόλος της, θα μπορούσε να αποτελέσει έναν πολύ στιβαρό γυναικείο χαρακτήρα.
Με την κάμερα ως επί το πλείστον ακίνητη και την παντελή έλλειψη μουσικής στην αφήγηση μίας ιστορίας βάναυσου κοινωνικού ρεαλισμού, ο 39χρονος Αλβανός δημιουργός αποπειράται να συνδυάσει χανεκικές και νταρντενικές επιρροές, δημιουργώντας ένα ανομοιογενές κινηματογραφικό μείγμα. Θα ήταν πλήρως άστοχο να ισχυριστεί κανείς ότι δεν υπάρχουν φρέσκιες και πολύτιμες ιδέες στο φιλμ, αλλά το συνολικό αποτέλεσμα είναι βυθισμένο στην ανισορροπία. Με λίγη περισσότερη προσήλωση στην εσωτερική συνοχή του κεντρικού χαρακτήρα και κατ’ επέκταση όλης της ταινίας, θα μπορούσε να λειτουργήσει πιο πειστικά. Σε κάθε περίπτωση, είναι από εκείνα τα έργα που μπορεί να μην ικανοποιούν τις προσδοκίες που τα ίδια γεννούν στον θεατή, μπολιάζουν όμως το μυαλό του με μια σειρά από έξυπνα κάδρα και ένα πολυσήμαντο ηθικό ερώτημα.
Βαθμολογία: