Η Πιο Σκοτεινή Ώρα
- Darkest Hour
- 2017
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά
- Βιογραφία, Δραματική, Εποχής, Ιστορική, Πολεμικό Δράμα, Πολιτική
- 18 Ιανουαρίου 2018
Μόλις κάποιες ημέρες αφότου γίνεται πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ έρχεται αντιμέτωπος με μια από τις πλέον πολυτάραχες και καθοριστικές δοκιμασίες: να εξετάσει μια συνθήκη ειρήνης με τη ναζιστική Γερμανία ή να ακολουθήσει αυτό που του λένε τα ιδεώδη του περί ελευθερίας της χώρας του. Καθώς οι ασταμάτητες ναζιστικές δυνάμεις καλπάζουν στη Δυτική Ευρώπη και η απειλή για εισβολή είναι άμεση, μαζί με έναν απροετοίμαστο λαό, έναν σκεπτικιστή βασιλιά και το ίδιο του το κόμμα να συνωμοτεί εναντίον του, ο Τσόρτσιλ ανθίσταται στην πιο σκοτεινή του στιγμή, αναζωπυρώνει το έθνος και προσπαθεί να αλλάξει τον ρου της ιστορίας.
Σκηνοθεσία:
Joe Wright
Κύριοι Ρόλοι:
Gary Oldman … Winston Churchill
Kristin Scott Thomas … Clementine ‘Clemmie’ Churchill
Lily James … Elizabeth Layton
Stephen Dillane … υποκόμης Edward Wood
Ronald Pickup … Neville Chamberlain
Ben Mendelsohn … βασιλιάς George VI
Samuel West … Σερ Anthony Eden
Richard Lumsden … στρατηγός Hastings Ismay
Malcolm Storry … στρατηγός Edmund Ironside
Nicholas Jones … Σερ John Simon
Benjamin Whitrow … Σερ Samuel Hoare
David Schofield … Clement Atlee
Hilton McRae … Arthur Greenwood
Adrian Rawlins … πτέραρχος Hugh Dowding
David Bamber … ναύαρχος Bertram Ramsay
Demetri Goritsas … γραμματέας Bridges
David Strathairn … πρόεδρος Franklin D. Roosevelt (φωνή)
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Anthony McCarten
Παραγωγή: Tim Bevan, Lisa Bruce, Eric Fellner, Anthony McCarten, Douglas Urbanski
Μουσική: Dario Marianelli
Φωτογραφία: Bruno Delbonnel
Μοντάζ: Valerio Bonelli
Σκηνικά: Sarah Greenwood
Κοστούμια: Jacqueline Durran
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Darkest Hour
- Ελληνικός Τίτλος: Η Πιο Σκοτεινή Ώρα
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Οι Πιο Υπέροχες Ώρες (1964)
- Τα Ταραγμένα Χρόνια Ενός Γίγαντα (1972)
- Μαύρη Καταιγίδα (2002)
- Ο Πατέρας της Νίκης (2009)
- Τσώρτσιλ (2017)
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ πρώτου αντρικού ρόλου (Gary Oldman) και μακιγιάζ/κομμώσεων. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, φωτογραφία, σκηνικά και κοστούμια.
- Χρυσή Σφαίρα πρώτου αντρικού ρόλου (Gary Oldman) σε δράμα.
- Βραβείο Bafta πρώτου αντρικού ρόλου (Gary Oldman) και μακιγιάζ/κομμώσεων. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, βρετανική ταινία, δεύτερο γυναικείο ρόλο (Kristin Scott Thomas), μουσική, φωτογραφία, σκηνικά και κοστούμια.
Παραλειπόμενα
- Η ταινία είναι αφιερωμένη στον John Hurt, του οποίου αυτή είναι η έσχατη ταινία που ενεπλάκη πριν φύγει από τη ζωή. Για την ακρίβεια, ο βρετανός ηθοποιός πέθανε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων (ερμηνεύοντας τον πρωθυπουργό Τσάμπερλεϊν), και ήταν τόσο καταπονημένος από τον καρκίνο, που δεν μπόρεσε ποτέ να ολοκληρώσει κάποια σκηνή του.
- Έσχατη εμφάνιση για τον Benjamin Whitrow, που έφυγε από τη ζωή τον Σεπτέμβρη του 2017, λίγες βδομάδες μετά την πρεμιέρα.
- Ο Gary Oldman πέρασε έναν χρόνο μελετώντας εκτενώς τον Τσόρτσιλ, πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα.
- Ο Oldman αποκάλυψε ότι κάπνιζε περίπου 12 πούρα κάθε ημέρα στα γυρίσματα (συνολικής αξίας 20 χιλιάδων δολαρίων), κάτι που τον οδήγησε στο να πάθει δηλητηρίαση από τη νικοτίνη, και να προβεί σε κολονοσκόπηση. Επίσης χρειάστηκε να περάσει πάνω από 200 ώρες συνολικά στην καρέκλα του μακιγιάζ.
- Μέσα στην ίδια χρονιά ήταν και ο Brian Cox που ερμήνευσε τον βρετανό πρωθυπουργό, στο Τσώρτσιλ του Jonathan Teplitzky. Αλλά και η Επιχείρηση Δυναμό παρουσιάζεται επίσης μέσα στο ίδιο έτος στη Δουνκέρκη του Christopher Nolan.
- Με κόστος 30 εκατομμύρια δολάρια, το φιλμ κατάφερε να βγάλει 150,8.
- Το 2018, ο Gary Oldman είχε αναφέρει την πιθανότητα συνέχισης της ιστορίας επί της οθόνης.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 25/1/2018
Ο πιο συγκλονιστικός κινηματογραφικός μετασχηματισμός της χρονιάς έρχεται με τη μορφή του Γουίνστον Τσώρτσιλ από τον Γκάρι Όλντμαν. Ο ερμηνευτικός άθλος του είναι απαράμιλλος καθώς επί 2 ώρες μετουσιώνεται στον μεγάλο βρετανό ηγέτη.
Το θέμα της ταινίας είναι συγγενές με την εξαιρετική «Δουνκέρκη», αλλά ενώ στην ταινία του Νόλαν κυριαρχεί η πολεμική δράση, στην «Πιο Σκοτεινή Ώρα» έχουμε την επικράτηση του λόγου. Ο λόγος σαν αφήγηση και σαν δράση μάς δίνει την αίσθηση της εποχής και μας προσκαλεί να εμπλακούμε ιδεολογικά και όχι οπτικά.
Ο τίτλος της ταινίας είναι ακριβής. Η «Πιο Σκοτεινή Ώρα» αναπαριστά τον πρώτο μήνα του Τσώρτσιλ στο πρωθυπουργικό γραφείο, από 10 Μαΐου έως 4 Ιουνίου 1940. Ο πόλεμος στην Ευρώπη βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη και οι ναζί ελέγχουν τη Γαλλία. Οι Γερμανοί σκοπεύουν να κατακτήσουν την Αγγλία, η οποία είναι πιο ευάλωτη από ποτέ, αφού πάνω από 300.000 συμμαχικά στρατεύματα παγιδεύονται στην παραλία της Δουνκέρκης. Ο ισχνός πρωθυπουργός Τσάμπερλεϊν αναγκάζεται να παραιτηθεί. Ο πολωτικός και απρόβλεπτος Τσώρτσιλ τον αντικαθιστά. Οι αντίπαλοι του στη βρετανική αρένα, με την κάλυψη και του βασιλιά Γεωργίου ΣΤ’, τον πιέζουν να προχωρήσει σε σύναψη ειρήνης με τον Χίτλερ, με μεσάζοντα τον Μουσολίνι. Ωστόσο, σε μια αριστουργηματική σκηνή, ο βασιλιάς τον επισκέπτεται απροειδοποίητα, μόνος, κάθεται δίπλα του στο κρεβάτι του σαν να ήταν δυο παλιοί φίλοι, αλλάζει στάση και συμπορεύεται μαζί του.
Ευτυχώς, ο Τσώρτσιλ παίρνει μεγάλη στήριξη στο σπίτι από την ισχυρή σύζυγο του (μια λαμπρή Κριστίν Σκοτ Τόμας), την αφοσιωμένη γραμματέα του, αλλά και από τον ίδιο τον βρετανικό λαό. Σε μια μάλλον επινοημένη αλλά απίστευτα αποτελεσματική σκηνή, ο εμπνευσμένος ηγέτης εγκαταλείπει το πρωθυπουργικό αυτοκίνητο και κατεβαίνει στο μετρό του Λονδίνου για να μιλήσει με απλούς πολίτες και να ακούσει τη γνώμη τους. Όταν αυτοί του καθιστούν σαφές ότι προτιμούν να πολεμήσουν και να πεθάνουν παρά να κυβερνούνται από τον τύραννο Χίτλερ, τότε ο Τσώρτσιλ ξέρει τι πρέπει να κάνει.
Ο Τσώρτσιλ του Όλντμαν, σε αντίθεση με άλλες απεικονίσεις, δεν είναι ένας παλαίμαχος πολιτικός 65 ετών, αλλά έχει ευκινησία νεαρού, είναι γεμάτος σθένος και ζήλο. Έχει σχεδόν πάντα μια λάμψη στα μάτια του και μια άνωση στο βήμα. Είναι ευσυγκίνητος, νευρικός και χωρίς αίσθηση του μέτρου. Όπως λένε οι αντίπαλοι του, έχει 100 ιδέες την μέρα: οι 4 είναι καλές και όλες οι άλλες επικίνδυνες. Δείχνει ατρόμητος, ανυποχώρητος και άκαμπτος όταν όλη η Ευρώπη έχει υποταχθεί, αλλά όταν τον ρωτούν παραδέχεται: «Φοβάμαι πολύ».
Το ακριβές και δραματουργικά οξύ σενάριο του Άντονι ΜακΚάρτεν περιστρέφεται γύρω από τρεις από τις πιο διάσημες ομιλίες του Τσώρτσιλ: την αρχική του ομιλία ως πρωθυπουργός στη βουλή των κοινοτήτων, την πρώτη του ραδιοφωνική εκπομπή στον βρετανικό λαό και τέλος τη συγκλονιστικά εμψυχωτική ομιλία του «Θα πολεμήσουμε στις παραλίες». Ο Τζο Ράιτ («Περηφάνια και Προκατάληψη», «Εξιλέωση» και «Άννα Καρένινα») μας οδηγεί βαθιά μέσα στα καπνισμένα πολεμικά συμβούλια, στους θορυβώδεις διάδρομους του κοινοβουλίου, στα καταπληκτικά καταλύματα της Ντάουνινγκ Στριτ και του παλατιού του Μπάκιγχαμ, όπου διεξήχθησαν οι ιδιωτικές και πολιτικές μάχες που έκριναν την τελική τύχη της Ευρώπης. Η ατμοσφαιρική φωτογραφία του Bruno Delbonnel ισορροπεί ανάμεσα στο φως και στη σκιά, και δένεται θαυμαστά με τον λυρισμό της μουσικής του Dario Marianelli.
Η «Πιο Σκοτεινή Ώρα» είναι μια πολεμική ταινία χωρίς άμεση απεικόνιση μαχών, αλλά διαθέτει απαράμιλλα λεκτικά πυρομαχικά. Η υψηλή αισθητική της βυθίζει τον θεατή σε μια διαυγή, ακριβή και συναισθηματική βίωση μιας κρίσιμης ιστορικής περιόδου, αλλά και σε μια διεισδυτική προσωπογραφία ενός μεγάλου ηγέτη που με την ανυποχώρητη και σθεναρή στάση του άλλαξε τη μοίρα της Ευρώπης. Είναι βέβαιο ότι η παρακολούθηση αυτής της εξαίσιας ταινίας θα εγείρει αυτόματα στους θεατές το ανησυχητικό και αγωνιώδες ερώτημα: «Πού είναι οι σημερινοί Τσώρτσιλ;»
Βαθμολογία:
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 9/9/2018
Πριν από το οτιδήποτε άλλο, πρέπει με ρεαλιστικό τρόπο να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Ναι, η ταινία φαντάζει ως την απόλυτη αγιογραφία του Γουίνστον Τσόρτσιλ, και πολύ δύσκολα κανείς μπορεί να αποτρέψει αυτό από τον νου, αν ειδικά έχει την οποιαδήποτε ένσταση επί αυτού (θυμόμαστε εδώ και τα Δεκεμβριανά…). Αλλά η απώτερη ουσία έχει εξής: η ταινία επικεντρώνεται αυστηρά όχι μονάχα στη συγκεκριμένη περίοδο της καριέρας του εύσωμου και δύστροπου πολιτικού, όπου έπραξε κάτι το σωτήριο για τη χώρα του και δη για ολόκληρο τον πλανήτη, αλλά και την περίοδο που ιστορικά ενδιαφέρει πιότερο από οποιαδήποτε άλλη. Δεν είναι μια βιογραφία ζωής που θα παρακολουθούσε τον Τσόρτσιλ από τα νιάτα του ως το τέλος της ζωής του για να την κρίνουμε αναλόγως (μαζί και τον Τσόρτσιλ ως συνολική προσωπικότητα), αλλά μια βιογραφία συγκεκριμένου ιστορικού στιγμιότυπου. Και μάλιστα, μιλάμε για γεγονότα στα οποία πολύ δύσκολα, εκτός κι αν είσαι συνωμοσιολόγος, μπορείς να επιρρίψεις κάτι σκοτεινότερο σε σχέση με όσα έγραψε η επίσημη ιστορία, κι επακολούθως παρακολουθούμε κι εδώ.
Με αυτά πάντα ως κρατούμενο, ο Joe Wright πετυχαίνει να μην κουράσει ποτέ. Όχι μόνο εκμεταλλευόμενος τη δύναμη των γεγονότων, άλλωστε όσοι ενδιαφέρονται τα έχουν ξεζουμίσει εδώ και έτη μέσω αντίστοιχων βιβλίων ή ντοκιμαντέρ, αλλά κυρίως με τη συνεχή κίνηση των πλάνων, την εναλλαγή από κτήριο σε κτήριο κι από δωμάτιο σε δωμάτιο, και με την τρομερή πιστότητα στις λεπτομέρειες που θα αφορούσαν κι έναν απαιτητικό ιστοριοδίφη. Πέρα από τις προσεγμένες στην εντέλεια ερμηνείες, ο Wright δεν προχωράει σε προσωποποίηση μέσω κάποιου ξεχωριστού ύφους στο φιλμάρισμα της ιστορίας, δεν υπερβαίνει κατά πολύ τον κλασικό βρετανικό ακαδημαϊσμό, αυτόν που εύκολα αποδέχονται και τα Όσκαρ, αλλά όλα αυτά τα προσαρμόζει σε μια ταχύτατη κίνηση γεγονότων κι εξελίξεων που γεμίζουν το μάτι. Κι όπως αυτού του τύπου το σινεμά επιτάσσει, η καλλιτεχνική διεύθυνση, τα κοστούμια και το πολυβραβευμένο μακιγιάζ είναι στην εντέλεια, και παίζουν σιωπηλά τον ρόλο τους.
Σε αυτό το καλοσχεδιασμένο και υπόκωφο «πολιτικό θρίλερ», όλα δουλεύουν για τον Gary Oldman, κι ο Gary Oldman δουλεύει για αυτά. Τίποτα δεν θα έβγαινε όπως βγήκε αν ο ασταθής ερμηνευτικά ηθοποιός δεν είχε αναγάγει σε στοίχημα καριέρας τον συγκεκριμένο του ρόλο. Και δεν ήταν η νίκη του στα Όσκαρ που το επιστέγασε αυτό, αλλά το γεγονός ότι βρήκε επιτέλους αυτό τον ρόλο για τον οποίο θα τον θυμούνται. Εξαίσια αλλά με μικρή συμμετοχή η Kristin Scott Thomas, συγκινητικά φιλότιμη η Lily James και γενικά ένα συλλογικό καστ που ξέρει που πατάει.
Το «ευτυχώς» βέβαια σε όλα τα παραπάνω είναι το γεγονός ότι το φιλμ παρέχει λόγους προς παρακολούθηση και σε αυτούς που έχουν καλύψει γνωσιακά τα συγκεκριμένα γεγονότα, άρα δεν περιμένουν κάποια έκπληξη από κάποια οπτικοποίηση τους. Ο Wright δεν τολμάει να περάσει στην άλλη όχθη, ρισκάροντας είτε να πνιγεί είτε να βγάλει λαγό από το καπέλο, αλλά αυτή η σύνθεση που θα ονομάζαμε εύκολα νέο-ακαδημαϊσμό βρίσκει τον στόχο της.
Βαθμολογία: