Σκοτεινός Ποταμός
- Dark River
- 2017
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά
- Δραματική, Δραματικό Θρίλερ, Σινεφίλ
- 29 Μαρτίου 2018
Η Άλις επιστρέφει στη γενέτειρά της, μετά τον θάνατο του πατέρα της, για πρώτη φορά μετά από δεκαπέντε χρόνια. Εκεί, θα έρθει αντιμέτωπη με έναν αδερφό της, τον οποίο μετά βίας αναγνωρίζει. Κουρασμένος από τις προσπάθειες χρόνων να διατηρήσει το οικογενειακό αγρόκτημα, είναι πλέον αποφασισμένος να το πουλήσει, προς μεγάλη έκπληξη κι απογοήτευση της αδερφής του. Η διαφωνία τους θα φέρει στην επιφάνεια τραυματικές μνήμες για την Άλις, οι οποίες ήταν αδρανείς για χρόνια. Θα καταφέρουν τα αδέρφια να προχωρήσουν μπροστά ή τα γεγονότα του παρελθόντος θα στοιχειώνουν για πάντα το μέλλον τους;
Σκηνοθεσία:
Clio Barnard
Κύριοι Ρόλοι:
Ruth Wilson … Alice
Mark Stanley … Joe Bell
Sean Bean … Richard Bell
Joe Dempsie … David
Esme Creed-Miles … Alice (νεαρή)
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Clio Barnard
Παραγωγή: Tracy O’Riordan
Μουσική: Harry Escott
Φωτογραφία: Adriano Goldman
Μοντάζ: Luke Dunkley, Nick Fenton
Σκηνικά: Helen Scott
Κοστούμια: Matthew Price
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Dark River
- Ελληνικός Τίτλος: Σκοτεινός Ποταμός
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Trespass της Rose Tremain.
Παραλειπόμενα
- Η ταινία είναι μονάχα εν μέρει βασισμένη από το βιβλίο του 2010, Trespass, της Rose Tremain. Αρχικά, η σκηνοθέτιδα ήθελε κανονική διασκευή, τοποθετημένη όπως το βιβλίο στη νότια Γαλλία. Αλλά έπειτα από την ενθάρρυνση των παραγωγών να γράψει ένα δικό της κείμενο, άλλαξε τα περισσότερα στοιχεία σύγκλησης.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 22/6/2021
Από τις πλέον σημαντικές γυναίκες δημιουργούς των ημερών μας, η Clio Barnard αλλάζει προοπτική με τη δεύτερη ταινία της, αλλά υπηρετεί παρόμοια την ουσία του θέματος της. Όχι με ίδια φεστιβαλική δυναμική από εκείνη που είχε με τον Εγωιστή Γίγαντα, και ίσως με περισσότερο μυαλό στο να αναζητήσει καλή διανομή, η Βρετανίδα παραμένει πιστή στην ανεύρεση της αλήθειας των χαρακτήρων της.
Σίγουρα η κατάληξη δεν θα σας φέρει εκείνο το σοκ που σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν εξασφαλισμένο, αφού εδώ απλά μοιάζει με έναν τρόπο κλεισίματος ενός ψυχοδράματος, με καθαρά συνοπτική και συμβολική λειτουργία επί του στόρι. Ξεκινήσαμε με το φινάλε, μια και είναι αυτό που ίσως απογοητεύσει όσους είχαν προσηλωθεί καθαρά στα τεκταινόμενα, και ίσως δεν εκμεταλλεύτηκαν όσα αυτά βαθύτερα προσέφεραν. Εδώ η δημιουργός έχει επιλέξει να μην αποκαθηλώσει τους ήρωες της, μοιάζοντας να τους αγαπάει αληθινά, αλλά μόνο να τους λυτρώσει από τα εσώψυχα τους με κάθε κόστος.
Αυτοί οι χαρακτήρες που τόσο ενδοφλέβια αναπτύσσει η Barnard είναι και το κλειδί όλης της ταινίας. Τόσο μέσα τους όσο και στον κόσμο που τους περιβάλλει τίποτα δεν παραπέμπει σε ένα σήμερα, όπως αυτό που έχουμε συνηθίσει οι περισσότεροι να βιώνουμε. Όλα είναι μεσαιωνικά, ανήκουν σε άλλες εποχές: ο βλάχικος τρόπος σκέψης, οι λίγες κουβέντες και σταράτες, η εύκολη βία, ο λιτός βίος, τα σκοτεινά μυστικά που δεν θεωρούνται περίεργα για την κλειστή κοινωνία τους. Εν ολίγοις, η δημιουργός μάς επισημαίνει ότι μπορεί τεχνολογικά να έχουμε φτάσει στον Άρη, αλλά ο άνθρωπος αργεί να «συγχρονιστεί», αναλόγως φυσικά τον περίγυρο που τυχαίνει να μεγαλώνει και να διαμένει. Είναι μια ιστορία που θα βλέπαμε παρόμοια σε βουκολικό δράμα, αλλάζοντας μόνο τα σκηνικά.
Ο τρόπος που κινηματογραφεί η Barnard τονίζει τόσο το μονότονο -και μουντά καταπράσινο- φυσικό ντεκόρ, όσο κι έναν ρεαλισμό που υπηρετείται σε όλα τα επίπεδα. Δεν ενδιαφέρεται καν να αναδείξει τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών της (κι αυτοί εμμένουν υπηρέτες στους χαρακτήρες που ερμηνεύουν), μια και το μέλημα της είναι να έχουμε μια βιωματική εμπειρία επί της θέασης μας. Όσο κι αν δεν μιλάμε για ανθρώπους που γνωρίζουν πολλά πέρα από τον μικρόκοσμο τους, αυτά που έχουν μέσα τους θα εκτεθούν πεντακάθαρα, κι αυτό θα γίνει με δυο κουβέντες και δυο αντιδράσεις τους. Κι όμως, η αφήγηση ποτέ δεν μένει πίσω, ακόμα κι αν ακολουθεί πράους και σε αρμονία με το ντεκόρ ρυθμούς, αφού έχει επιλεχθεί ένα χρονικό σημείο της ζωής των ηρώων που συνοψίζεται το στόρι της ύπαρξης τους.
Αν δεν αδράξετε την ομορφιά των τοπίων που απλόχερα χαρίζει η κάμερα, είναι επειδή η Barnard πέτυχε τον στόχο της. Κι αυτός είναι ένα μάθημα επί της ανθρώπινης φύσης, που όσο κι αν νίκησε θεούς και δαίμονες, δεν κατάφερε ποτέ να υποτάξει τον ίδιο της τον σκοτεινό εαυτό.
Βαθμολογία: