Ο υπολοχαγός Τζον Ντάνμπαρ, ως ανταμοιβή για τον ηρωισμό που επέδειξε σε μια μάχη μεταξύ Βορείων και Νοτίων, επιλέγει να μετατεθεί στα δυτικά, στην περιοχή των συνόρων. Σύντομα ανακαλύπτει ότι στην απεραντοσύνη των πεδιάδων που βρίσκεται, δεν είναι μόνος του. Εκεί, έρχεται σε επαφή με τη φυλή των Λακότα Σιου που ζει στην περιοχή της Ντακότα, και η ζωή του όπως και οι αντιλήψεις του αλλάζουν για πάντα.

Σκηνοθεσία:

Kevin Costner

Κύριοι Ρόλοι:

Kevin Costner … υπολοχαγός John J. Dunbar/Dances With Wolves (Šuŋgmánitu Tȟáŋka Ób Wačhí)

Mary McDonnell … Stands With A Fist (Napépȟeča Nážiŋ Wiŋ)

Graham Greene … Kicking Bird (Ziŋtká Nagwáka)

Rodney A. Grant … Wind In His Hair (Pȟehíŋ Otȟáte)

Floyd ‘Red Crow’ Westerman … Ten Bears (Matȟó Wikčémna)

Tantoo Cardinal … Black Shawl (Šiná Sápa Wiŋ)

Jimmy Herman … Stone Calf (Íŋyaŋ Ptehíŋčala)

Charles Rocket … υπολοχαγός Elgin

Robert Pastorelli … Timmons

Maury Chaykin … ταγματάρχης Fambrough

Wes Studi … επικεφαλής Παονί

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Michael Blake

Παραγωγή: Kevin Costner, Jim Wilson

Μουσική: John Barry

Φωτογραφία: Dean Semler

Μοντάζ: William Hoy, Chip Masamitsu, Steve Potter, Neil Travis

Σκηνικά: Jeffrey Beecroft

Κοστούμια: Elsa Zamparelli

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Dances with Wolves
  • Ελληνικός Τίτλος: Χορεύοντας με τους Λύκους

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Dances with Wolves του Michael Blake.

Κύριες Διακρίσεις

  • Όσκαρ καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, διασκευασμένου σεναρίου, μουσικής, φωτογραφίας, μοντάζ και ήχου. Υποψήφιο για πρώτο αντρικό ρόλο (Kevin Costner), δεύτερο αντρικό ρόλο (Graham Greene), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Mary McDonnell), σκηνικά και κοστούμια.
  • Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (δράμα), σκηνοθεσίας και σεναρίου. Υποψήφιο για πρώτο αντρικό ρόλο (Kevin Costner) σε δράμα, δεύτερο γυναικείο ρόλο (Mary McDonnell) και μουσική.
  • Υποψήφιο για Bafta καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, πρώτου αντρικού ρόλου (Kevin Costner), σεναρίου, μουσικής, φωτογραφίας, μοντάζ, ήχου και μακιγιάζ.
  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου. Βραβείο επιτεύγματος για παραγωγή/σκηνοθεσία/ερμηνεία (Kevin Costner).
  • Καλύτερη ταινία από την ένωση παραγωγών ΗΠΑ.

Παραλειπόμενα

  • Ο Michael Blake πρώτα έγραψε την ιστορία του ως σενάριο, αλλά τη δεκαετία του 1980 δεν έβρισκε κάποιον να το αναλάβει. Ο Kevin Costner, που τον γνώριζε, τον ενθάρρυνε το 1986 να το μετατρέψει σε μυθιστόρημα, ώστε να μεγιστοποιήσει και τις πιθανότητες να γίνει ταινία. Μετά από απανωτές απορρίψεις από εκδότες, το βιβλίο βγήκε εντέλει το 1988. Άμεσα ο Costner αγόρασε τα δικαιώματα με προοπτική να κάνει ντεμπούτο στη σκηνοθεσία.
  • Υπήρχε στην πραγματικότητα ένας John Dunbar, που εργάζονταν όμως σε χριστιανική αποστολή ανάμεσα στους Παονί (1830-40), και είχε πάρει όντως το μέρος των ιθαγενών σε κόντρα με την αμερικανική κυβέρνηση. Εδώ βέβαια οι Παονί είναι οι κακοί και οι Σιου οι ήρωες. Οι ιστορικοί όμως αναφέρουν ότι μάλλον συνέβαινε το αντίθετο, μια και οι ισχυροί Σιου είχαν σχεδόν αφανίσει τους Παονί.
  • Ο χαρακτήρας της Στέκεται με τη Γροθιά είναι εμπνευσμένος από την αληθινή περίπτωση της Cynthia Ann Parker, που είχε απαχθεί από τους Κομάντσι το 1836. Ως μέλος της φυλής, εκείνη είχε το όνομα Κάποια που Βρέθηκε.
  • Τα γυρίσματα κράτησαν 4 μήνες, από τον Ιούλιο ως τον Νοέμβριο του 1989. Κυρίως έγιναν στη Νότια Ντακότα, με κάποια να είναι στο Γουαϊόμινγκ. Το αρχικό όμως πλάνο ήταν να διαρκέσουν 60 ημέρες, αναγκάζοντας τον Costner να πληρώσει από την τσέπη του το εξτρά μπάτζετ που χρειάζονταν.
  • Οι ρόλοι των ινδιάνων στην ταινία ερμηνεύονται από αληθινούς ινδιάνους, κυρίως Σιου, που μπορούσαν να μιλήσουν τη γλώσσα των Λακότα. Υπεύθυνη για την ανεύρεση τους ήταν η Doris Leader Charge, η μόνη αληθινή εκπρόσωπος εκείνη την εποχή των Σιου.
  • Το αρχικό μπάτζετ των 10 εκατομμυρίων δολαρίων έφτασε στα 22, αλλά τα έσοδα ήταν 424,2, εκκινώντας παγκόσμια “μόδα”-συμπάθεια υπέρ των ινδιάνων.
  • Έναν χρόνο μετά την πρεμιέρα εμφανίστηκε σε αίθουσες του Λονδίνου το Dances with Wolves: The Special Edition. Η διάρκεια πλέον ήταν 236 λεπτά, αφού συμπεριλαμβάνονταν πολλές σκηνές που είχαν εξαιρεθεί στο μοντάζ.
  • Το 2001 εκδόθηκε ένα σίκουελ μυθιστόρημα από τον Michael Blake, το The Holy Road. Αυτό πηγαίνει την ιστορία 7 χρόνια μετά, με ήρωες τον Ντάνμπαρ και τη Στέκεται με τη Γροθιά. Το 2007 αναφέρθηκε ότι ο Blake το μετέτρεπε σε σενάριο, αλλά ο Costner ήταν κάθετος στο ότι δεν αναλάμβανε σίκουελ.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 7/1/2020

Μαζί με το Braveheart αποτελούν ένα δίπτυχο ταινιών που προσέδωσαν ένα χαρακτηριστικό που έτεινε εκείνη την εποχή να εκλείψει από το επικό σινεμά. Αυτό ήταν το πάθος. Όπως και ο Gibson, ο Kevin Costner αναλαμβάνει εξολοκλήρου την ταινία, και δίνει φανερά όλο του το είναι σε αυτήν. Τόσο ως σκηνοθέτης/παραγωγός ελέγχοντας όλα όσα βλέπουμε, αλλά όσο κι ως κύριος ερμηνευτής εκφράζοντας με το πρόσωπο του εκ των έσω το συναίσθημα που ήθελε να βγει προς τα έξω.

Κανείς βέβαια δεν μπορεί να μιλήσει για μεγάλο σκηνοθέτη και να υποδείξει τον Costner ως παράδειγμα. Πιο πολύ φαντάζει ως ένας προπονητής αθλητικής ομάδας, που προσωπικοί του λόγοι τον έκαναν στο κρίσιμο ματς να εμψυχώσει τους παίκτες του τόσο, που να πετάνε στο γήπεδο. Με χορηγό μια μοναδική φωτογραφία τοπίου, μια κάμερα που ξέρει να στήνεται και ένα μουσικό σκορ που γράφει ιστορία, το φιλμ χτυπάει τον θεατή στο ευαίσθητο του σημείο, και τον κάνει «ύπουλα» συμμέτοχο σε όσα βλέπει. Η περίπτωση των αμερικανών ιθαγενών είναι από μόνη της τόσο ευαίσθητη, που απλά χρειάζονταν το κατάλληλο ερέθισμα ενστίκτου για να επιφέρει παγκόσμια συγκίνηση. Σε αυτό φταίει η στερεοτυπική οπτική των ινδιάνων επί των παλιών γουέστερν, που ακόμα κι αν από την εποχή του ρεβεζιονισμού είχε αρχίσει να αποκτά δείγματα αξιοπρέπειας υπέρ αυτού του πληθυσμού, δεν είχε δοθεί η επική απάντηση που δίνεται εδώ. Οι ινδιάνοι από παραδοσιακοί άγριοι που ξεριζώνουν σκαλπ, είναι πλέον ορόσημο κατά της αδικίας, και μια μορφή ανθρώπου με μοναδικά πνευματώδη πολιτισμό που αφανίστηκε στο όνομα του δυτικού παντοκρατορισμού. Σίγουρα υπάρχει μια εξωραϊστική οπτική σε όλο αυτό, αλλά αντιστοιχεί στον υπερτονισμό ενός μηνύματος που μιλάει για παγκόσμια δικαιοσύνη.

Με το «Χορεύοντας» παράλληλα αναπνέει εκ νέου ένα είδος κινηματογράφου που κινδύνευε να μπει στα αζήτητα. Κι όμως είναι αυτό το είδος που πάντα χαρακτήριζε το αμερικανικό σινεμά, ως κατεξοχήν αναφερόμενο σε ιστορική περίοδο της συγκεκριμένης και μόνο χώρας. Αυτή η βία και η αγριότητα ήταν οι ρίζες του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού (η Άγρια Δύση, ούτως ή άλλως, έμοιαζε πολύ με τις επαρχιακές κοινωνίες ολόκληρου του πλανήτη μέχρι και τότε), και ήταν καιρός όχι μόνο να μην εκλείψει το είδος από τις οθόνες, αλλά να πάρει και τη ρεαλιστική του διάσταση που μόνο μετά τη δεκαετία του 1960 είχε αποδοθεί, και να την εμπλουτίσει πλέον με ιστορική αλήθεια. Ακόμα και η μυθοπλασία που σέβεται αυτές τις δύο παραμέτρους, είναι ικανή να διδάξει πάνω στο άμεσο παρελθόν μας.

Ένα έπος με τα όλα του, με καρδιά που χτυπάει από τη σκηνή δράσης ως την πιο αργόσυρτη, και μια κινηματογραφική ψυχή που ξεχειλίζει των οθονών και θυμίζει ότι η χρυσή απλότητα είναι ικανή να παράγει και μικρά αριστουργήματα.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

40 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *