Ο Φρανκ Μπίγκελοου, ένας μικροϋπάλληλος στο Σαν Φρανσίσκο, ανακαλύπτει ότι τον έχουν δηλητηριάσει και ότι του απομένουν ελάχιστες ημέρες ζωής. Ο γιατρός που τον πληροφορεί τού λέει πως δεν υπάρχει αντίδοτο. Στο διάστημα αυτό, ο Φρανκ ψάχνει να βρει τον άνθρωπο που τον δηλητηρίασε.
Σκηνοθεσία:
Rudolph Mate
Κύριοι Ρόλοι:
Edmond O’Brien … Frank Bigelow
Pamela Britton … Paula Gibson
Luther Adler … Majak
Lynn Baggett … Κα Philips
William Ching … Halliday
Beverly Garland … Δις Foster
Neville Brand … Chester
Laurette Luez … Marla Rakubian
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Russell Rouse, Clarence Greene
Παραγωγή: Leo C. Popkin
Μουσική: Dimitri Tiomkin
Φωτογραφία: Ernest Laszlo
Μοντάζ: Arthur H. Nadel
Σκηνικά: Duncan Cramer
Κοστούμια: Maria P. Donovan
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: D.O.A.
- Ελληνικός Τίτλος: Σκότωσα τον Δολοφόνο μου
- Εναλλακτικός Τίτλος: Dead on Arrival
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Κυνηγώντας τον Δολοφόνο μου [επανέκδοσης]
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Color Me Dead (1969)
- Κυνηγώντας τον Δολοφόνο μου (1988)
Παραλειπόμενα
- Σύμφωνα με σύγχρονες πηγές, η ιστορία προέρχονταν από τη γερμανική κωμωδία Der Mann, der Seinen Morder Sucht του 1931, από τον Robert Siodmak. Παρόλα αυτά, η ταινία έμεινε κλασική για το στόρι της, και ακολούθησαν ριμέικ αλλά και μιμητές (όπως το Εκτός Ορίων με τον Jason Statham).
- Η σκηνή όπου ο κεντρικός ήρωας τρέχει μέσα στην αγορά του Σαν Φρανσίσκο, έγινε δίχως καμία άδεια από τη δημαρχία της πόλης, με τον κόσμο να είναι εμφανώς ξαφνιασμένος που ο O’Brien πέφτει πάνω τους.
- Ερμηνευτικό ντεμπούτο για την Beverly Garland, που στους τίτλους εμφανίζεται ως Beverly Campbell (από το επίθετο του πρώτου της συζύγου, από τον οποίο όμως είχε ήδη πάρει διαζύγιο).
- Στις 21 Ιούνη του 1951, το Screen Director’s Playhouse εξέπεμψε στο ραδιόφωνο μια εκδοχή της μίας ώρας, με τον Edmond O’Brien να επαναλαμβάνει τον ρόλο του.
- Λόγω ενός λάθους στην ανανέωση των δικαιωμάτων, ο Leo C. Popkin έχασε τα δικαιώματα του φιλμ, κι αυτά παραμένουν σε δημόσια διάθεση. Αυτό όμως προκάλεσε την εμφάνιση αρκετών εκδοχών, όπου είναι φτωχές σε ποιότητα. Μία από αυτές είναι χρωματισμένη.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 9/8/2024
– Frank Bigelow: «Θέλω να αναφέρω μια δολοφονία».
– Αστυνομικός: «Ποιος δολοφονήθηκε;»
– Frank Bigelow: «Εγώ».
Μετά από αυτή την εκπληκτική καταγγελία, ο λογιστής Frank Bigelow (Edmond O’Brien) αρχίζει να αφηγείται την ιστορία του στους αστυνομικούς. Πράγματι, λίγες ώρες νωρίτερα, ο Bigelow δηλητηριάστηκε με «φωτεινή τοξίνη», ένα δηλητήριο βραδείας δράσης που σίγουρα θα τον σκοτώσει το πολύ σε 48 ώρες. Στον λιγοστό χρόνο που του απομένει αγωνίζεται να βρει αυτούς που ήταν υπεύθυνοι για τη δολοφονία του, για να πάρει κάποια μορφή εκδίκησης. Αν δεν είχε αποφασίσει να κάνει μόνος διακοπές στο Σαν Φρανσίσκο… Αν δεν είχε πάει σε ένα νυχτερινό μαγαζί με αγνώστους που γνώρισε στο ξενοδοχείο του… Αν έμενε στη γενέτειρά του και είχε παντρευτεί τη γραμματέα και μνηστή του, Paula (Pamela Britton), τίποτα από αυτά δεν θα είχε συμβεί. Αντίθετα, τώρα είναι ένας «νεκρός» με δανεικές 48 ώρες ζωής, που διεξάγει μια μοναχική αποστολή για να κυνηγήσει τον δολοφόνο του…
Το «Double Indemnity» (1944) του Billy Wilder το αφηγήθηκε ένας ετοιμοθάνατος, πεσμένος έξω από το γραφείο του. Το «Sunset Boulevard» (1950), και πάλι του Wilder, το διηγήθηκε ένα πτώμα σε πισίνα. Το «D.O.A.» (1950) του Rudolph Maté προχώρησε ένα βήμα παραπέρα: ο αφηγητής είναι ακόμη ζωντανός αλλά ο τίτλος της ταινίας δεν αφήνει καμία ψευδαίσθηση ελπίδας: «D.Ο.Α.» που σημαίνει «Dead on Arrival/Νεκρός κατά την άφιξη».
Αυτό το κλασικό φιλμ νουάρ είναι εμπνευσμένο από τη γερμανική ταινία «Der Mann, Der Seinen Mörder Sucht/Ο άντρας που ψάχνει τον δολοφόνο του» (1931) του Robert Siodmak. Το σκηνοθέτησε ο -γεννημένος στην Κρακοβία- Rudolph Maté, ο οποίος ήταν διακεκριμένος κινηματογραφιστής και μάλιστα είχε δουλέψει πίσω από την κάμερα σε τρεις από τις κλασικές, εξαιρετικά ατμοσφαιρικές ταινίες του Carl Dreyer: «Μίκαελ» (1924), «Τα Πάθη της Ζαν ντ’ Αρκ» (1928) και «Βαμπίρ» (1932). Η επιρροή του γερμανικού εξπρεσιονισμού είναι εμφανής στο έργο του Maté, τόσο ως κινηματογραφιστή όσο και ως σκηνοθέτη. Η κύρια καλλιτεχνική δύναμη του «D.O.A.» είναι ο ατμοσφαιρικός φωτισμός και οι ρευστές κινήσεις της κάμερας (από τον Ernest Lazlo), που προσδίδουν μια αύρα καταπίεσης και καταστροφής που αρμόζει απόλυτα σε ένα φιλμ νουάρ, στο οποίο γνωρίζουμε από την αρχή ότι ο κεντρικός πρωταγωνιστής αντιμετωπίζει έναν αναπόφευκτο θάνατο. Επίσης αυτό ήταν ένα από τα πρώτα φιλμ νουάρ που βγήκαν έξω από το στούντιο και έκαναν εκτεταμένη χρήση πραγματικών τοποθεσιών, κάτι που προσθέτει πολύ στον ρεαλισμό της ιστορίας, επιτρέποντας παράλληλα τη συμπερίληψη ορισμένων θεαματικών σεκάνς δράσης.
Το έξοχο σενάριο είναι γραμμένο από τους Russell Rouse και Clarence Greene, και χρησιμοποιεί μερικές από τις πιο πανούργες ανατροπές που γνώρισε ποτέ το είδος, για να παραδώσει μια ταινία με δαιδαλώδη πολυπλοκότητα και ζοφερό νιχιλισμό. Θεμελιώδης βάσης στήριξης είναι ένα ιδιοφυές σεναριακό τέχνασμα που αγγίζει την παρανοϊκή φαντασίωση και τον απόλυτο εφιάλτη: να βλέπει κάποιος τον εαυτό του να πεθαίνει χωρίς να γνωρίζει το γιατί. Και το «D.O.A.» βάζει πολύ αποτελεσματικά εμάς στην τραγική θέση του.
Η αναδρομική αφήγηση χωρίζεται σε τρεις άτυπες ενότητες. Η πρώτη έχει την ανάλαφρη διάθεση ρομαντικής κομεντί, με τον Frank να θέλει να εμφυσήσει λίγο ενθουσιασμό στη φαινομενικά βαρετή ύπαρξή του. Ταυτόχρονα θέλει να δει αν μπορεί να βρει κάτι πιο συναρπαστικό στη ζωή του από το να εγκατασταθεί σε ένα σπιτικό με την καταπιεστική φροντίδα της στοργικής Paula. Βέβαια, ο θεατής βρίσκεται ήδη αντιμέτωπος με μια παρέκκλιση: ο ελαφρύς, χιουμοριστικός τόνος σκοτεινιάζει από τη γνώση ότι ο Frank είναι ουσιαστικά νεκρός.
Στη δεύτερη ενότητα ο Frank αφού συνάντησε μια παρέα πωλητών στο ξενοδοχείο του, τους ακολούθησε στο «Fisherman», ένα μοντέρνο τζαζ κλαμπ. Ξαφνικά η ταινία κάνει μια δραστική αλλαγή ύφους και διάθεσης, με παράξενες εξπρεσιονιστικές εικόνες φρενήρων πελατών να πίνουν, να σπρώχνονται και να τσακώνονται από την επίδραση της εκρηκτικής τζαζ. Όλη αυτή η σεκάνς, ένα από τα κορυφαία σημεία της ταινίας, είναι έξοχα υποβλητική -σαν μια ξαφνική κατάβαση σε έναν ζωντανό εφιάλτη. Υπάρχει διάχυτη η αίσθηση ότι κάτι κακό πρόκειται να συμβεί εδώ. Πράγματι, βλέπουμε ότι ενώ Frank προσφέρει ένα ποτό σε μια νεαρή γυναίκα, ένας μυστηριώδης άγνωστος στο μπαρ το αντικαθιστά με το δικό του. Ο Frank συνειδητοποιεί ότι έχει άσχημη γεύση, αλλά το αποσιωπά καθώς η προσοχή του είναι στραμμένη στην όμορφη γυναίκα που του υπόσχεται μια ιδιωτική συνάντηση.
Η τρίτη και τελευταία ενότητα θυμίζει περισσότερο συμβατικό θρίλερ, με λειτουργία «Whodunit», καθώς ο γρίφος της εναρκτήριας σκηνής έχει κάπως ξεκαθαριστεί. Αφού ο Frank ανακάλυψε ότι έχει δηλητηριαστεί, τρέχει στα τυφλά στους πολυσύχναστους δρόμους: κοιτάζει στο ηλιοβασίλεμα -πιθανόν για την τελευταία φορά·, παίρνει μια μπάλα για ένα παιδί που κυλά στον δρόμο του -οι πιθανότητες πατρότητάς του έχουν τελειώσει-, βλέπει ένα ζευγάρι που αγκαλιάζεται -η ερωτική του σχέση με την Paula ποτέ δεν θα ανθίσει. Στη συνέχεια το φιλμ αποκτά φρενήρη ρυθμό με έντονη δράση, άπιστες γυναίκες, παράνομο εμπόριο μετάλλων, σαδιστικούς γκάνγκστερ, προδοσίες και φόνους καθώς η αφήγηση επιταχύνεται προς την προδιαγεγραμμένη της κατάληξη.
Η υπαρξιακή αγωνία συνδέεται με το νόημα της ζωής, σε έναν κόσμο στον οποίο είμαστε όλοι καταδικασμένοι σε θάνατο. Τι νόημα έχει κάθε εφήμερη απόλαυση, αν όλα θα καταλήξουν στο απόλυτο τίποτα; Μήπως τελικά η ανθρώπινη σύνδεση, η ανόθευτη και ανιδιοτελής αγάπη, είναι η μόνη, αληθινή αξία που δίνει νόημα στη ζωή; Και άραγε ποιος φταίει για τη δυστυχία των ανθρώπων; Η κακή μοίρα; Ο διάβολος που ακούραστα υφαίνει ίντριγκες; Η άδικη δομή της κοινωνίας που τους σπρώχνει στο έγκλημα; Ή μήπως η ίδια η ανθρώπινη φύση; Στη διάρκεια της ταινίας ο πρωταγωνιστής θυμίζει έντομο που έλκεται αδυσώπητα προς το κέντρο του ιστού μιας αράχνης. Μόνο που αυτή η αράχνη είναι ο ίδιος ο «Θάνατος».
Βαθμολογία: