Αναρχία
- Cymbeline
- Anarchy
- 2014
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Αστυνομική, Γκανγκστερική, Δραματικό Θρίλερ
- 23 Απριλίου 2015
Σε μια εποχή όπου εξουσιάζουν διεφθαρμένοι αστυνομικοί και μια συμμορία μηχανόβιων εμπόρων ναρκωτικών, αναπτύσσεται ο έρωτας της Ιμογκέν και του Ποστούμους. Μια αγάπη όμως που έχει αβέβαιο μέλλον, αντίθετη με τις επιταγές αυτών που τους ελέγχουν και τις συνθήκες που απαιτούν αμείλικτη εκδίκηση.
Σκηνοθεσία:
Michael Almereyda
Κύριοι Ρόλοι:
Ethan Hawke … Iachimo
Ed Harris … Cymbeline
Milla Jovovich … η βασίλισσα
John Leguizamo … Pisanio
Penn Badgley … Posthumus
Dakota Johnson … Imogen
Anton Yelchin … Cloten
Peter Gerety … Δρ Cornelius
Kevin Corrigan … ο δήμιος
Vondie Curtis-Hall … Caius Lucius
James Ransone … Philario
Bill Pullman … Sicilius Leonatus
Delroy Lindo … Belarius
Spencer Treat Clark … Guiderius
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Michael Almereyda
Παραγωγή: Michael Benaroya, Anthony Katagas
Μουσική: David Ludwig
Φωτογραφία: Tim Orr
Μοντάζ: John Scott Cook, Barbara Tulliver
Σκηνικά: Happy Massee
Κοστούμια: Catherine Riley
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Cymbeline
- Ελληνικός Τίτλος: Αναρχία
- Εναλλακτικός Τίτλος: Anarchy
Σεναριακή Πηγή
- Θεατρικό: Cymbeline του William Shakespeare.
Παραλειπόμενα
- Ο Κυμβελίνος είναι από τα λιγότερο διασκευασμένα έργα του Shakespeare στο σινεμά. Πρώτη φορά έγινε ταινία στις ΗΠΑ το 1913 από τον Lucius J. Henderson. Έκτοτε και μέχρι την ταινία του Almereyda, έχει διασκευαστεί μονάχα για την τηλεόραση.
- Η παγκόσμια πρεμιέρα έγινε στο τμήμα Οριζόντων του φεστιβάλ των Κανών.
- Για ένα σύντομο διάστημα ο τίτλος άλλαξε σε Anarchy, για να επανέλθει στον αρχικό. Το πρόβλημα που προέκυψε με τον νέο τίτλο ήταν πως παράπεμπε στη σειρά Sons of Anarchy. που εκείνη την εποχή έκανε επιτυχία. Κάποιες μάλιστα διεθνείς αγορές προτιμούσαν το Anarchy: Ride or Die για τον ίδιο λόγο.
Κριτικός: Βασίλης Καγιογλίδης
Έκδοση Κειμένου: 16/4/2015
Μετά από αποχή αρκετών χρόνων, ο αμερικανός σκηνοθέτης Michael Almereyda επιστρέφει στο σινεμά της μυθοπλασίας, με μία ακόμα διασκευή σαιξπηρικού έργου, της όχι και τόσο προβεβλημένης κωμικοτραγωδίας του Κυμβελίνου. Συνεχίζοντας και πάλι τον πειραματισμό που είχε ξεκινήσει το 2000, όταν αποπειράθηκε να μεταφέρει αυτούσιο τον Άμλετ στη σύγχρονη Αμερική, συγκεντρώνει ένα αξιόλογο και σαφώς άνισο καστ, για να δομήσει το σύμπαν του βασιλιά Κυμβελίνου στην Αμερική του 2015.
Από εκεί και μετά τα πράγματα ακολουθούν μια συγκεκριμένη σειρά. Το πρώτο σοκ, στο άκουσμα αυτής της κινηματογραφικής απόπειρας, ακολουθεί ένα ελαφρύ μούδιασμα μπροστά σε «γκανγκστερικούς τύπους» που απαγγέλλουν Σαίξπηρ μέσα στην αχανή, ροκ, «βρώμικη» και σκοτεινή Αμερική του σήμερα. Το μούδιασμα, όμως, αντικαθιστά άμεσα ο ενθουσιασμός, όταν βλέπεις ότι ο Almereyda έχοντας επίγνωση ότι κάνει σινεμά, δεν θέλει να στερήσει από το θεατή την αίσθηση που αυτό του προσφέρει. Ούτε όμως θέλει να μειώσει την αξία της Σαιξπηρικής ιδιοσυγκρασίας. Έτσι, με απόλυτο σεβασμό στον Βρετανό ποιητή, τον θεατή και την ιστορία, ενορχηστρώνει με υπέροχες μουσικές τελευταίων δεκαετιών, ένα κείμενο πιστό στο σαιξπηρικό λόγο, με ήρωες τωρινούς, σύγχρονους και μοντέρνους. Άνθρωποι που με ροκ υπόσταση δολοπλοκούν, αγαπούν, συγχωρούν και σκοτώνουν. Και το περίεργο είναι ότι αυτοί, φέροντες μία σύγχρονη μορφή, ταιριάζουν απόλυτα στο θεατρικό ρομαντισμό και την ποιητική διάσταση της εποχής που ολοκληρώθηκε η συγγραφή του έργου.
Ο Almereyda πράττει κυρίως με γνώμονα την καρδιά και το μεράκι, παρά την εμφανώς «φτωχή» παραγωγή και σε κόντρα της συνομοταξίας φιλμικών συμπάντων και στούντιο που στέκονται με επιφυλακτικότητα απέναντι στις προθέσεις του, θέτει σε λειτουργία τους κρυφούς άσσους στο μανίκι του και εκμεταλλεύεται με τρόπο κεκαλυμμένο, την αδυναμία των ιστορικών να εντάξουν χρονολογικά το πρωτότυπο έργο, αλλά και να συμφωνήσουν εάν η πηγή αποτελούσε μία ομοφυλοφιλική ιστορία που τροποποιήθηκε από τον Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Ωστόσο ο σκηνοθέτης, δεν αρκείται μονάχα στα ίδια τα στοιχεία της ιστορίας μα και στην παραφιλολογία που επικρατεί για τα πρόσωπα της Ιμογένης και του Πόστουμο Λεονάτο, με τον «πατέρα φάντασμα» να διεισδύει περίτεχνα στο κινηματογραφικό σενάριο.
Ωστόσο οι αλλαγές, που γίνονται κατά την κινηματογραφική μεταφορά, στην τελευταία πράξη του κειμένου, δεν φαίνεται ότι θα ικανοποιήσουν τους γνώστες του σαιξπηρικού έργου. Αυτό όμως που μοιάζει ανέφικτο, είναι να ικανοποιηθούν και οι αδαείς επ` αυτού. Γιατί η κορύφωση δεν επέρχεται μέσα στο βιαστικό ξεκαθάρισμα που επιδιώκει ο Almereyda, με τους ήρωες και τις ιστορίες τους να συνωστίζονται στοιβαγμένοι σε ένα ακαδημαϊκό τέταρτο και τα αγχωτικά, γεμάτα κάδρα τηλεοπτικών προδιαγραφών να εναλλάσσονται συνεχώς, προδίδοντας την αυταρέσκεια του δημιουργού, τις υποκριτικές αδυναμίες των ηθοποιών και εκβιάζοντας αυτό που οι δημιουργοί προσπάθησαν διακαώς να κρατήσουν μακριά… το γέλιο. Όλα όσα προηγήθηκαν, οι διάχυτοι συμβολισμοί μέσα σε μουσική, ρούχα και αντικείμενα των ηρώων, καθώς και οι γέφυρες επικοινωνίας που τόσο διακριτικά ένωσαν το παρελθόν με το σήμερα, φανερώνουν την ανάγκη να δοθεί μία άλλη, αφαιρετικών διαστάσεων και σαφώς πιο λυρική και λιγότερο μελό διάσταση στο εγχείρημα. Ένα εγχείρημα που από την αρχή έμοιαζε κόντρα στις κινηματογραφικές συμβάσεις, τις συνθήκες υπό τις οποίες γυρίστηκε, την ανάγκη και τα θέλω της μάζας αλλά και σε κάθε κριτική.
Το Cymbeline, παρότι δραματουργικά άνισο, στέκει από μόνο του ως επιχείρημα στην άποψη που λέει ότι το σινεμά χωράει τα πάντα. Στέκει όμως και με αξιοπρέπεια στην ιστορία, στο ωριμότερο στάδιο του σαιξπηρικού λόγου, διαθέτοντας παράλληλα όλα όσα χρειάζεται ένα φιλμ για να αγαπηθεί ή να μισηθεί. Και όπως εύστοχα αναφέρεται στο τρέιλερ που ακολουθεί το φιλμ «αρκεί να αφεθείς και να βιώσεις μία άλλη τολμηρή σκοπιά ενός άγνωστου σαιξπηρικού αριστουργήματος».
Βαθμολογία: