
Cunningham
- Cunningham
- Κάνινγχαμ
- 2019
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Βιογραφία, Ντοκιμαντέρ, Χορευτική
- 31 Μαρτίου 2022
H ταινία ακολουθεί την καλλιτεχνική πορεία του Μερς Κάνινγκαμ επί τρεις δεκαετίες (1944-1972) μέσω δοκιμασιών και ανακαλύψεων, από τα πρώτα χρόνια του ως χορευτή στη μεταπολεμική Νέα Υόρκη έως την καταξίωσή του ως έναν από τους μεγαλύτερους οραματιστές χορογράφους στον κόσμο. Η τεχνολογία 3D συνδυάζει τη φιλοσοφία και την ιστορία του, δημιουργώντας ένα εσωτερικό ταξίδι στο καινοτόμο έργο του.
Σκηνοθεσία:
Alla Kovgan
Κύριοι Ρόλοι:
Merce Cunningham … ο ίδιος (αρχείο)
John Cage … ο ίδιος (αρχείο)
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Alla Kovgan
Παραγωγή: Helge Albers, Elizabeth Delude-Dix, Kelly Gilpatrick, Ilann Girard, Alla Kovgan, Derrick Tseng
Μουσική: Volker Bertelmann
Φωτογραφία: Mko Malkhasyan
Μοντάζ: Alla Kovgan
Σκηνικά: Olivier Meidinger
Κοστούμια: Jeffrey Wirsing
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Cunningham
- Ελληνικός Τίτλος: Cunningham
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Κάνινγχαμ [φεστιβάλ]
Παραλειπόμενα
- Η ταινία βγήκε και τρισδιάστατη.
- Στις ΗΠΑ, η ταινία πήρε τον χαρακτηρισμό του PG, επειδή μόνο κάποιοι φαίνονται να καπνίζουν.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 31/3/2022
Άκρως ουσιαστικό στην προσέγγισή του το ντοκιμαντέρ της Alla Kovgan. Και αυτό γιατί προχωράει πέρα από μια βιογραφική ματιά στην προσωπικότητα και το έργο του Merce Cunningham, στοχάζεται γύρω από την ιδιότητα του καλλιτέχνη και του προϊόντος του εν γένει. Πρέπει το μήνυμα να είναι αυτοσκοπός ή να αφήνεται στην κρίση του κοινού, χωρίς αυστηρή οριοθέτησή του από τον δημιουργό; Είναι οι ταμπέλες χρήσιμες στην τέχνη ή απλά την «πνίγουν»; Σε μια κοινωνία υψηλών ταχυτήτων και γρήγορης κατανάλωσης, όπως αυτή που διαμορφώθηκε στο δυτικό στρατόπεδο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έχει νόημα το καλλιτεχνικό έργο να στοχεύει προς την υπέρβαση; Αυτά και άλλα ερωτήματα απασχολούν ένα φιλμ εξαιρετικά ενδιαφέρον, που πολύ σωστά φροντίζει να λειτουργήσει κατά έναν τρόπο μυσταγωγικό για τον θεατή που δεν είναι εξοικειωμένος με το αντικείμενο του μοντέρνου χορού.
Οι πληροφορίες που παραθέτει η Kovgan για τον σπουδαίο χορογράφο συνθέτουν ένα πορτρέτο γεμάτο θαυμασμό, αλλά και απόμακρο. Σκοπός δεν είναι το ψυχογράφημα, αλλά μια αποτίμηση ενός άκρως επιδραστικού καλλιτεχνικού έργου, το οποίο είναι αυτό που θα μιλήσει για το ποιόν του Cunningham. Εντός αυτών των πλαισίων, είναι κατανοητή και η έλλειψη σχετικών πληροφοριών που θα αποκάλυπταν και τον άνθρωπο πίσω από τον καλλιτέχνη. Κάπως έτσι, η σοφία του αντρός συμπυκνώνεται μέσα από αναμνήσεις τρίτων που πηγάζουν από αφηγήσεις, αλλά και από δημόσιες δηλώσεις του, στοιχεία που λειτουργούν συνοδευτικά στο «κυρίως πιάτο» του έργου του.
Φυσικά, το highlight εδώ δεν είναι άλλο από τις σκηνές που αναπαριστούν τις πλέον διάσημες δουλειές του Cunningham, με μια ανάλογη αξιοποίηση της 3D τεχνολογίας για την καταβύθιση του θεατή στο έργο του εν λόγω καλλιτέχνη. Και το τελικό αποτέλεσμα είναι σίγουρα άκρως απολαυστικό, αναδεικνύοντας τη μεγαλοφυή σύλληψη των χορογραφιών που απεικονίζονται και βάζοντας το κοινό στη διαδικασία να αναρωτηθεί για τη σημασία της κίνησης, της θέσης και του σώματος στη συγκεκριμένη μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης. Η αλήθεια όμως είναι πως δίνεται ενίοτε η αίσθηση πως η κινηματογράφηση των στιγμών αυτών φλερτάρει με το αυτάρεσκο, πως ενδιαφέρεται περισσότερο για έναν εντυπωσιασμό μέσω της τεχνικής παρά για την καλύτερη δυνατή απεικόνιση της δημιουργίας του Cunningham. Αυτό δεν σημαίνει πως οι εικόνες που παράγονται δεν είναι πανέμορφες, ίσως όμως να χρειαζόταν μια διαφορετική τεχνοτροπία της κάμερας από τη μεριά της Kovgan, που να μην «κόβει» εκτός κάδρου κάποιους από τους χορευτές και τις φιγούρες όπως συμβαίνει κάποιες φορές, ή και να μη φοβάται τη στασιμότητα αν είναι να αποτυπώσει στην οθόνη την ολότητα των συλλήψεων του δημιουργού τους.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως πέραν των καθηλωτικών χορευτικών σκηνών, δεν υπάρχει κάποια καινοτομία στη φόρμα που επιλέγεται, αλλά αυτή θα ήταν μια άστοχη ένσταση. Όσο κυλάνε τα λεπτά, τόσο πιο σαφές καθίσταται πως η πρόθεση των συντελεστών δεν είναι ένα ελιτίστικο αφιέρωμα σε μια μορφή τέχνης με πολύ συγκεκριμένες παραμέτρους, αλλά κάτι που θα «βάλει στο κόλπο» και τον μη εξοικειωμένο, και μέσω της προαναφερθείσας «μυσταγωγίας», αλλά και μέσω μιας ταχύρρυθμης αισθητικής εκμάθησης. Έτσι, εκεί που το έργο της προσωπικότητας που αποτελεί το επίκεντρο του ντοκιμαντέρ μπορεί στην αρχή να φαίνεται εκκεντρικό και ανορθόδοξο, όσο πιο πολύ μπαίνει στη νοοτροπία του το φιλμ μέσω της ανάδειξης αυτού του όγκου δουλειάς τόσο λιγότερο ξένο φαντάζει το αντικείμενο για τον μη γνώστη. Και σε αυτό συμβάλλουν ακόμη και οι φαινομενικά «βαρετές» διαστάσεις που είναι απαραίτητες για ένα εγχείρημα σαν το συγκεκριμένο, όπως το αρχειακό υλικό και οι εξιστορήσεις. Τοιουτοτρόπως, το «Cunningham» καταλήγει να είναι και ουσιαστικά ενημερωτικό, αλλά και να προσφέρει στιγμές φαντασμαγορικές για το μάτι. Έχει τόσο βάθος όσο χρειάζεται για να μην πετάξει εκτός και το κοινό του μέσου όρου, και γενικά τιμάει και με το παραπάνω το πρόσωπο γύρω από το οποίο εστιάζει.
Βαθμολογία: