Ο αστυνόμος Φίνλεϊ ανακαλύπτει ότι ένας ή περισσότεροι αποστρατευμένοι φαντάροι έχουν εμπλοκή στη δολοφονία του Τζόζεφ Σάμιουελς, ενός εβραίου βετεράνου πολέμου. Την ίδια υπόθεση διερευνά και ο λοχίας Κίλεϊ, αλλά για αμφότερους η δυσκολία έγκειται στο να βρεθεί το κίνητρο που θα συνδέσει τους ύποπτους με τον φόνο. 

Σκηνοθεσία:

Edward Dmytryk

Κύριοι Ρόλοι:

Robert Young … αστυνόμος Finlay

Robert Mitchum … λοχίας Peter Keeley

Robert Ryan … ‘Monty’ Montgomery

Gloria Grahame … Ginny Tremaine

Paul Kelly … ο άντρας

Sam Levene … Joseph Samuels

Jacqueline White … Mary Mitchell

Steve Brodie … Floyd Bowers

George Cooper … δεκανέας Arthur ‘Mitch’ Mitchell

Richard Benedict … Bill Williams

Lex Barker … Harry

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: John Paxton

Παραγωγή: Adrian Scott

Μουσική: Roy Webb

Φωτογραφία: J. Roy Hunt

Μοντάζ: Harry Gerstad

Σκηνικά: Albert S. D’Agostino, Alfred Herman

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Crossfire
  • Ελληνικός Τίτλος: Διασταυρούμενα Πυρά
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Το 24ωρο ενός Δολοφόνου [επανέκδοσης]

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: The Brick Foxhole του Richard Brooks.

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, δεύτερου αντρικού ρόλου (Robert Ryan), δεύτερου γυναικείου ρόλου (Gloria Grahame) και διασκευασμένου σεναρίου.
  • Υποψήφιο για Bafta καλύτερης ταινίας από οποιαδήποτε προέλευση.
  • Βραβείο κοινωνικής ταινίας στο φεστιβάλ Κανών.

Παραλειπόμενα

  • Ο Richard Brooks έγραψε το μυθιστόρημα του 1945 ενόσω υπηρετούσε ως λοχίας και σκηνοθετούσε εκπαιδευτικές ταινίες για τους στρατευμένους. Σε αυτό όμως το θύμα ήταν ομοφυλόφιλος, κάτι που δεν μπορούσε να περάσει και στο κινηματογραφικό πανί, λόγω του διαβόητου κώδικα Χέιζ. Για την ακρίβεια απαγορεύονταν κάθε αναφορά στην ομοφυλοφιλία, θεωρώντας τη σεξουαλική διαστροφή. Έτσι ο παραγωγός Adrian Scott επέλεξε το θύμα να είναι Εβραίος, καταγγέλλοντας έτσι τον αντισημιτισμό.
  • Αντίθετα με την ηγεσία του στρατού ξηράς που επέλεξε να προβληθεί η ταινία σε όλα τα στρατόπεδα, η αντίστοιχη του ναυτικού ήταν εντελώς αντίθετη σε κάτι τέτοιο.
  • Ο Robert Mitchum είχε μισήσει αυτή του την εμφάνιση, υποστιρίζοντας ότι οποιοσδήποτε αμερικανός ηθοποιός θα μπορούσε να παίξει τον συγκεκριμένο ρόλο. Αντίθετα, για την Gloria Grahame αυτός ήταν ο αγαπημένος της ρόλος από όσους είχε ερμηνεύσει. Η μετέπειτα οσκαρική ηθοποιός είχε έρθει στο καστ ως “δάνειο” από την MGM.
  • Η ταινία ολοκληρώθηκε μέσα σε μόλις 24 ημέρες, κάτι που καταλογίζεται θετικά στον διευθυντή φωτογραφίας J. Roy Hunt. Παρόλη όμως την ταχύτητα του, θεωρείται ότι εδώ δημιούργησε μια από τις ατμοσφαιρικότερες φωτογραφίες σε νουάρ. Αυτό είχε δώσει και την ευκαιρία στον Robert Young να δεχτεί τον ρόλο του Μόντι, μια και είχε σφικτό πρόγραμμα, ο οποίος αναπλήρωσε τον Dick Powell που χρειάστηκε να αντικατασταθεί.
  • Ο μονόλογος του Robert Young πάνω στη θρησκευτική μισαλλοδοξία χρειάστηκε μόνο δύο λήψεις για να γυριστεί.
  • Έχει ειπωθεί ότι η ταινία δεν πέτυχε να κερδίσει κανένα Όσκαρ λόγω του ότι ο Edward Dmytryk και ο Adrian Scott βρέθηκαν κατά τα τέλη της χρονιάς -πριν την απονομή των βραβείων- μπροστά στην επιτροπή αντιαμερικανικών ενεργειών και αρνήθηκαν να καταθέσουν εάν ήταν κομουνιστές ή όχι. Είχαν έτσι γίνει γίνει οι δύο πρώτοι στην περίφημη λίστα των “10 του Χόλιγουντ”, μια μαύρη λίστα που τους απαγόρευε πλέον να βρουν δουλειά στις ΗΠΑ.
  • Το φιλμ πρόλαβε στις ημερομηνίες το παρεμφερές θεματικά Συμφωνία Κυρίων, και βγήκε κερδοφόρο κατά 1μιση εκατομμύριο δολάρια από τις αίθουσες. Στα Όσκαρ όμως γνώρισε τη συντριβή από το συγκεκριμένο.

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 20/1/2024

Πριν το τέλος της θητείας του στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Richard Brooks έγραψε το μυθιστόρημα “The Brick Foxhole” (1945), που αποτέλεσε τη  βάση για το κλασικό νουάρ “Crossfire” (1947) του Edward Dmytryk. Το μυθιστόρημα αφορούσε την ομοφοβία, αλλά ο σεναριογράφος John Paxton το μετέτρεψε σε καταγγελία κατά του αντισημιτισμού, καθώς η απροκάλυπτη αναφορά της ομοφυλοφιλίας αποτελούσε ταμπού στον κινηματογράφο της εποχής. Ο Brooks  αργότερα έγραψε και άλλα σενάρια για αξιόλογες νουάρ ταινίες, όπως το «Brute Force» (1947) του Jules Dassin και το «Key Largo» (1948) του John Huston. Στις επόμενες δεκαετίες εξελίχθηκε σε εξέχοντα σκηνοθέτη με ανεπανάληπτα αριστουργήματα: «Blackboard Jungle» (1955), «Cat on a Hot Tin Roof» (1958), «Elmer Gantry» (1960), «In Cold Blood» (1967).

Το 1947 κυκλοφόρησαν δύο ταινίες που ασχολούνταν με το ακανθώδες ζήτημα του αντισημιτισμού: το «Crossfire» του Dmytryk και το «Gentleman’s Agreement» του Elia Kazan. Η ταινία του Dmytryk είναι πολύ ανώτερη, επειδή εμβαθύνει με λεπτότητα στην ψυχολογική βάση του φυλετικού μίσους. Η εναρκτήρια σεκάνς μάς βυθίζει, in media res, στο μεδούλι του φιλμ νουάρ: μια θανατηφόρα μάχη σώμα με σώμα, μια λάμπα ανατρέπεται, ένα σώμα πέφτει νεκρό στο πάτωμα. Με τον εξπρεσιονιστικό φωτισμό της αυτή η σύντομη αλλά βάναυση εισαγωγή δημιουργεί άμεσα την αίσθηση της απειλής και της βαρβαρότητας. Η έρευνα, που διεξάγεται με ήρεμη ακρίβεια από τον επιθεωρητή Finlay, δείχνει ότι υπήρχαν τρεις στρατιώτες στο διαμέρισμα του θύματος, του Samuels (Sam Levene): ο νευρικός, αφελής Floyd Bowers (Steve Brodie), ο δεκανέας -με το παιδικό πρόσωπο- Mitchell (George Cooper) και ο μεγαλομανής λοχίας Montgomery (Robert Ryan). Άραγε τι πήγε στραβά εκείνο το βράδυ; Και γιατί ο Mitchell εξαφανίστηκε, καθιστώντας τον εαυτό του βασικό ύποπτο;  Ο πιστός του φίλος λοχίας Keeley (Robert Mitchum ) καταφέρνει τελικά να τον εντοπίσει αλλά διαπιστώνει ότι είναι σε σύγχυση και μετά βίας μπορεί να θυμηθεί τι συνέβη. Και ενώ οι  αφηγήσεις των υπόπτων διίστανται, ο δολοφόνος είναι ακόμα ελεύθερος, και για να καλύψει τα ίχνη του, έτοιμος να σκοτώσει για δεύτερη φορά…

Αυτό που αρχικά φαίνεται σαν ανόητος θάνατος από καυγά μεθυσμένων αποδεικνύεται ότι προέρχεται από πολύ πιο σκοτεινές και απάνθρωπες παρορμήσεις. Με μια σειρά -όχι πάντα αξιόπιστων- αναδρομών της αφήγησης μαθαίνουμε τη σειρά των γεγονότων. Οι στρατιώτες της ταινίας ζουν σε μια μεταβατική κατάσταση  έντονης αστάθειας και ανησυχίας περιμένοντας να αποστρατευτούν. Σε ένα μπαρ γνωρίζουν τυχαία τον εβραίο Samuels και αρχίζουν μια έντονη συζήτηση για τον πόλεμο. Ο Samuels δεν κρύβει την αποστροφή του για τον αμόρφωτο και κτηνώδη Montgomery (μια εκπληκτικά απτή ερμηνεία του Robert Ryan) και προτιμά την παρέα του ευγενικού και υπερευαίσθητου καλλιτέχνη Mitchell, ο οποίος είναι αγχωμένος για την επιστροφή του στο σπίτι και την επανένωση (;) με τη γυναίκα του μετά από τόσο καιρό. Ο Montgomery ενοχλείται από την απρόσμενη οικειότητα των δυο αντρών, τη φορτισμένη, σχεδόν αισθησιακή κατανόηση που σφυρηλατείται ανάμεσα τους και αναστατώνεται ακόμη περισσότερο όταν φεύγουν μαζί για ένα ακόμη ποτό στο διαμέρισμα του Samuels. Τότε μαζί με τον υποτακτικό Floyd, αν και απρόσκλητοι, τους ακολουθούν και εισβάλλουν φορτικά για να συνεχίσουν το δικό τους… «πάρτι». Είναι ενδιαφέρον ότι στο μυθιστόρημα του Brooks το θύμα είναι ομοφυλόφιλος, και ο δολοφόνος ομοφοβικός στρατιώτης.

Το μίσος είναι η λέξη-κλειδί, το πυρηνικό θέμα και η αφηρημένη ιδέα του «Crossfire», που δεν επικεντρώνεται τόσο στην ταυτότητα του δολοφόνου όσο στα κίνητρα του. Οι σκιές του νουάρ δεν κρύβουν μία ακόμη  ιστορία μοιραίων γυναικών και άπληστων ανδρών, αλλά το μίσος απέναντι σε μια ομάδα ανθρώπων για λόγους φυλετικούς, εθνικούς ή σεξουαλικούς. Με τον τρόπο αυτό η ταινία μετατρέπεται σε μια παθιασμένη πραγματεία ενάντια στην προκατάληψη, τον φανατισμό και το τυφλό μίσος που είναι «σαν γεμάτο όπλο, έτοιμο να εκπυρσοκροτήσει ανά πάσα στιγμή». Από αυτή την  άποψη έχουμε μια διαχρονική ταινία που διατηρεί την επικαιρότητα και τη δυναμική της στη σύγχρονη εποχή. Ένας από τους χαρακτήρες αντλεί από τη δική του εμπειρία στην αντιμετώπιση του μίσους: «Ο παππούς μου σκοτώθηκε επειδή ήταν ιρλανδός καθολικός. Το μίσος είναι πάντα το ίδιο, πάντα παράλογο. Τη μία μέρα σκοτώνει Ιρλανδούς, την άλλη μέρα, Εβραίους. Την άλλη μέρα, Προτεστάντες. Την άλλη, Κουακέρους. Δεν σταματάει εύκολα. Μπορεί να καταλήξει σκοτώνοντας ανθρώπους που φοράνε ριγέ γραβάτες. Ή ανθρώπους από το Τενεσί».

Σε μια από τις πιο αξιομνημόνευτες σκηνές, ο Mitchell συναντά ένα μυστηριώδη και αξιολύπητο άνδρα (Paul Kelly) που παρακολουθεί διάφορους άντρες να μπαίνουν καθημερινά στο διαμέρισμα της πρώην γυναίκας του (μιας συγκλονιστικής Gloria Grahame). Αυτή η αινιγματική φιγούρα -που αναδύεται από τις σκιές και μιλά για τα ανούσια στάδια της ζωής του- αποτελεί μια φασματική παρουσία, μια «χαμένη ψυχή» που ενσαρκώνει τη διάχυτη αίσθηση μιας ταραγμένη και εξαρθρωμένης κοινωνίας. Ωστόσο αυτό το ανθρώπινο ναυάγιο θα καταφέρνει να αφήσει για λίγο την αδράνεια του και να κάνει μια πράξη αξιοπρέπειας και δικαιοσύνης.

Στο «Crossfire», ο βετεράνος διευθυντής φωτογραφίας J. Roy Hunt ωθεί την τεχνική του φιλμ νουάρ στα άκρα με χαμηλές γωνίες λήψης, παραμορφωμένες προοπτικές και σκληρές συνθέσεις chiaroscuro για να τονίσει την υποβόσκουσα απειλή κάτω από το επίστρωμα μιας φαινομενικής κανονικότητας. Το σκηνικό της ταινίας θυμίζει διαρκώς την ατμόσφαιρα των αστικών χώρων από τα μεσάνυχτα μέχρι την αυγή, με τους σχεδόν έρημους δρόμους, τα ξάγρυπνα σινεμά, τα μεθυστικά μπαρ και τα φτηνά διαμερίσματα.

Αυτό που κάνει το «Crossfire» τόσο σημαντικό έργο είναι η τόλμη και η ειλικρίνεια του. Μόλις δυο χρόνια μετά το τέλος ενός νικηφόρου πολέμου, δεν αναλώνεται σε σοβινιστικά φληναφήματα, αλλά τολμά να εξετάσει το σκοτεινό υπόγειο με τα ζοφερά επακόλουθα του. Η κρίσιμη σκηνή που προβάλλει τον ιδεολογικό πυρήνα της ταινίας διαδραματίζεται στο μπαρ. Με τα λόγια του Samuels, ο αριστερός Dmytryk θεωρεί ότι δεν υπάρχει πραγματική επανένταξη, κοινή αποστολή ή στόχος για τους στρατιώτες που επέστρεψαν από τον πόλεμο: «Απλώς δεν ξέρουμε τι να πολεμήσουμε. Μπορείτε να νιώσετε την ένταση στον αέρα. Εχθρότητα και μίσος που δεν ξέρουν πού να εκτονωθούν… Ίσως κάποια μέρα σταματήσουμε να μισούμε και αρχίσουμε να μας αρέσουν τα πράγματα ξανά». Αυτό το προοδευτικό μήνυμα θεωρήθηκε ανατρεπτικό, ο Dmytryk μπήκε στη μαύρη λίστα και αυτοεξορίστηκε στην Αγγλία, όπου γύρισε τρεις αξιόλογες ταινίες. Κατά την επιστροφή του στις ΗΠΑ παραδέχθηκε τη συμμετοχή του στο Αμερικανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, δυστυχώς κατονομάζοντας 26 συντρόφους του. Αν και ξανάρχισε την καριέρα του, ποτέ δεν κατάφερε να φθάσει στην ιδεολογική καθαρότητα, τη συναισθηματική ένταση, το ψυχολογικό βάθος και το ποιητικό ύφος αυτού του αριστουργήματος του.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

11 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *