Βρισκόμαστε στη Νέα Υόρκη, στο άμεσο μέλλον. Ο Έρικ Πάρκερ, ένας 28χρονος οικονομολόγος που ονειρεύεται να ζήσει σε έναν διαφορετικό πολιτισμό του μέλλοντος, βλέπει μια σκιά να ρίχνει το πέπλο της πάνω από τον γαλαξία της Γουολ Στριτ, του οποίου είναι ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος. Καθώς διασχίζει με το αμάξι του το Μανχάταν για να πάει να κουρευτεί στο παλιό κουρείο του πατέρα του, τα μάτια του παραμένουν κολλημένα στην ισοτιμία του Γεν: ανεβαίνει επικίνδυνα, παρά τις προσδοκίες όλων, καταστρέφοντας τις επενδύσεις του Έρικ. Κάθε λεπτό που περνά, ο Έρικ βλέπει την αυτοκρατορία του να ξεγλιστρά από τα χέρια του. Στο μεταξύ, άγριες διαμάχες ξεσπούν στους δρόμους της πόλης. Έντρομος καθώς βλέπει την απειλή του πραγματικού κόσμου να διαλύει το πλασματικό σύννεφο στο οποίο ζούσε, κατά τη διάρκεια της 24ωρης οδύσσειάς του θα νιώσει την παράνοια να κλιμακώνεται. Ο Πάρκερ αρχίζει να ενώνει μεταξύ τους τα κομμάτια του παζλ που τον οδηγούν στην αποκάλυψη ενός τρομακτικού μυστικού: της επικείμενης δολοφονίας του.

Σκηνοθεσία:

David Cronenberg

Κύριοι Ρόλοι:

Robert Pattinson … Eric Packer

Sarah Gadon … Elise Shifrin

Paul Giamatti … Benno Levin

Kevin Durand … Torval

Juliette Binoche … Didi Fancher

Abdul Ayoola … Ibrahim Hamadou

Jay Baruchel … Shiner

Samantha Morton … Vija Kinsky

Mathieu Amalric … Andre Petrescu

George Touliatos … Anthony Adubato

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: David Cronenberg

Παραγωγή: Paulo Branco, Martin Katz

Μουσική: Howard Shore

Φωτογραφία: Peter Suschitzky

Μοντάζ: Ronald Sanders

Σκηνικά: Arvinder Grewal

Κοστούμια: Denise Cronenberg

 

  • Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
  • Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

Αυθεντικός Τίτλος: Cosmopolis

Ελληνικός Τίτλος: Cosmopolis

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Cosmopolis του Don DeLillo.

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο μουσικής και τραγουδιού (Long to Live) στα εθνικά βραβεία του Καναδά. Υποψήφιο για σενάριο.
  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.

Παραλειπόμενα

  • Τον Μάιο του 2010, ανακοινώθηκαν ως πρωταγωνιστές οι Colin Farrell, Marion Cotillard και μάλιστα βγήκε promo αφίσα με τα ονόματα τους. Τον Ιανουάριο του 2011, τον Farrell τον αντικατέστησε ο Robert Pattinson (λόγω του ριμέικ του Totall Recall), ενώ την Cotillard την αντικατέστησε η Keira Knightley (λόγω εγκυμοσύνης). Ούτε η τελευταία άντεξε και τον επόμενο μήνα τη θέση της την πήρε η Juliette Binoche.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Για τα τραγούδια της ταινίας συνεργάστηκαν ο συνθέτης Howard Shore (ο σταθερός του Cronenberg) με την καναδική ανεξάρτητου ροκ μπάντα Metric (μια συνεργασία που είχε επαναληφθεί και στο Twilight Saga: Eclipse). Από τα τρία τραγούδια που γεννήθηκαν από τη σύμπραξη τους ξεχώρισε το Long to Live.
  • Στο σάουντρακ συμμετέχει κι ο K’naan, που έχει και ρόλο στην ταινία, με το τραγούδι Mecca.

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

Κριτικός Χάρης Καλογερόπουλος

Έκδοση Κειμένου: 28/9/2012

Στη Νέα Υόρκη, ο 28χρονος δισεκατομμυριούχος Έρικ Πάκερ, μέσα στην λιμουζίνα του (χρησιμεύει ως σαλόνι, γραφείο, αίθουσα meeting, χώρος για σεξ, χώρος για ιατρικές εξετάσεις με εξοπλισμό κ.λπ.), έχει δώσει εντολή στον σοφέρ να τον πάει στον κουρέα του ενώ παρακολουθεί στην οθόνη να χάνει όλα του τα δις από λάθος υπολογισμό της κίνησης του γιουάν, ενώ στην πόλη υπάρχει μποτιλιάρισμα από επίσκεψη του προέδρου με διαδηλώσεις ακτιβιστών, ενώ γίνεται παρέλαση μεγάλης κηδείας του αγαπημένου του σούφι-ράπερ και ενώ οι άντρες της ασφάλειας του έχουν πληροφορίες ότι κάποιος καιροφυλακτεί να τον σκοτώσει.

Απ’ ότι διάβασα, πριν το φιλμ του Κρόνενμπεργκ, το ίδιο το βιβλίο του Ντον ΝτεΛίλο είχε ήδη χαρακτηριστεί κι αυτό αμφιλεγόμενο, με υποστηρικτές και κατηγόρους, πράγμα που σημαίνει ότι ο Κρόνενμπεργκ ήξερε τι κάνει κι έπαιρνε το ρίσκο. Άλλωστε, ακόμη και στα θρίλερ του, πάντα τον ενδιέφεραν οι ακραίες καταστάσεις (συχνά ψυχοσωματικές) ως αποκαλύψεις της ψυχής κι όχι το σασπένς για το σασπένς. Ποια ακραία περίπτωση έχουμε εδώ; Την έγερση του υπαρξιακού άγχους, όταν σταματά το πάθος. Να εξηγηθώ: πραγματώνουμε τη ζωή μέσω των επιδιώξεων, πάνω στο πάθος της πραγματοποίησης των ονείρων μας, πάνω σε κάτι που αποτελεί νόημα, είτε ετοιμοπαράδοτο είτε δημιουργημένο από εμάς τους ίδιους. Όσο κινούμαστε προς την επίτευξη, βιώνουμε εναλλάξ χαρά και λύπη, ζούμε. Όταν ο στόχος επιτευχθεί, πρέπει να εφεύρουμε νέο στόχο. Αν δεν τον βρούμε, εγείρεται το υπαρξιακό άγχος. Η ζωή χάνει το νόημα, δεν υπάρχουμε, αρχίζει ο πανικός.

Ο ήρωάς μας (Ρόμπερτ Πάτινσον) είναι ένας οικονομικός αυτοκράτορας, μπορεί να έχει ότι θέλει και μάλιστα ζητά από τη σύμβουλό τέχνης και περιστασιακή ερωμένη του (Ζιλιέτ Μπινός) όχι απλά να του εξασφαλίσει ένα Ρόθκο που διατίθεται στην αγορά, αλλά να του αγοράσει ολόκληρο το παρεκκλήσι «Rothko Chapel» προκειμένου να το εγκαταστήσει στο μέγαρό του. Αυτά τα λέει ενώ ξέρει ότι στο τέλος της ημέρας μάλλον δεν θα έχει φράγκο. Ο Έρικ θα τα ήθελε όλα και ταυτόχρονα δεν θέλει τίποτα, «παίζει» τον Καλιγούλα (δείτε πώς αντιμετωπίζει εντέλει τον φρουρό του, ως άσκηση «πέραν του καλού και του κακού») ή τον Βασιλιά Ήλιο, αλλά ούτε καν αυτό το παιχνίδι δεν του λέει τίποτε πια. Έχει φτάσει στην κορυφή και δεν υπάρχει τίποτε παρακάτω εκτός της κατακρήμνισης. Λόγω θέσης, γίνεται, παρά τη νεότητά του, αναγκαστικά σοφός. Από την άλλη, ο εκδικητής, η Νέμεσίς του στο τέλος (Πολ Τζιαμάτι), είναι ένας κάποτε υπάλληλός του που υποφέρει και κείνος από υπαρξιακό αδιέξοδο (αυτός σε κατάσταση υπερέντασης) για τον αντίθετο λόγο. Δεν πραγματοποιήθηκαν το όνειρα του, είναι αποτυχημένος και προπάντων αδυνατεί να ξεκινήσει και πάλι. Έχει και αυτός τελειώσει.

Ο Κρόνενμπεργκ υιοθετεί ένα στιλιστικό ύφος που συχνά μου θύμιζε, με το υποδόριο πικρό χιούμορ και μια ανεπαίσθητη αύρα παραλόγου, τον Πάολο Σορεντίνο (Il Divo, Οι Συνέπειες του Έρωτα, Εκεί που Χτυπά η Καρδιά μου) και κάποιες φορές (η κηδεία του ράπερ, η περιφορά του αρουραίου) τον Ρόι Άντερσον (Τραγούδια από τον Δεύτερο Όροφο, Εσείς οι Ζωντανοί) – στο επεισόδιο με την εξέταση προστάτη και τους δύο μαζί. Πολύ σωστά επέλεξε τον Ρόμπερτ Πάτινσον, γιατί είδε ότι στα «Twilight» αποδίδει πολύ καλά μια «οραματισμού ψυχρότητα», ξέρει να «υπνοβατεί» παρά να ζει εν θερμώ. Στο παρόν φιλμ, το άγχος του δεν εκδηλώνεται με εντάσεις αλλά με μια καταθλιπτικού τύπου απάθεια. Ωστόσο, βρίσκω ότι, αντίθετα από τη γνώμη άλλων, καταφέρνει να αποδώσει ως ένα βαθμό, πίσω από αυτή την απάθεια, το δράμα της επίγνωσης. Σίγουρα δεν είναι ένα ρόλος «θεατρικός» για να τον παίξεις αλά Πατσίνο, θα ήταν γελοίο.

Στοιχηματίζω ότι η μεταφορά που έκανε είναι ότι καλύτερο θα απέδιδε το βιβλίο και η αίσθηση ενός έργου που δεν σε «αρπάζει» (όντως δεν σε αρπάζει) προέρχεται από το γεγονός ότι πρόκειται για μια λογοτεχνία που δεν περνάει από εύκολα σε εικόνα.

Καθώς δεν υπάρχει πλοκή, αναγκαστικά έχουμε συνόψεις των συνομιλιών του ήρωα με τους ανθρώπους που συναντά, έτσι που οι στοχασμοί βγαίνουν αποσπασματικοί και φαίνονται ως επιτηδεύσεις, ακόμη κι όταν είναι πολύ περιεκτικοί: λέει μια σύμβουλός του (Σαμάνθα Μόρτον): «Το χρήμα έχασε την αφηγηματική του αξία, όπως και η ζωγραφική, απευθύνεται, μιλάει στον εαυτό του». Ωστόσο, αν ακολουθήσει κανείς μια ανάγνωση της κατάστασης και όχι του κειμένου, αν δει, όχι αυτό που λέγεται, αλλά το κενό που διαγράφεται πίσω από τα λεγόμενα, ένα κενό που προβάλλει ως αποσημασμένο κοινωνικό μωσαϊκό, ως χάος του μεταμοντερνισμού, κι αν «ακούει» το τικ-τακ μιας αντίστροφης μέτρησης, βλέπει ότι έχει να κάνει με μια ενδιαφέρουσα άσκηση πάνω στο αδιέξοδο του καπιταλιστικού ονείρου και μάλιστα από τις δύο όψεις του, της επιτυχίας και της αποτυχίας. Δεν ξέρω πώς και αν υπάρχει στο βιβλίο, αλλά η πετσέτα με την οποία καλύπτει το κεφάλι του ο Τζιαμάτι, είναι ένας εβραϊκός συμβολισμός που δίνει μια πολύ διφορούμενη δραματική νότα.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

16 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *