Όταν ο Τομ και η σύζυγος του διοργανώνουν ένα τραπέζι για να γιορτάσουν τα γενέθλια του, ένας από τους καλεσμένους φέρνει μαζί του τη νέα του φίλη, την Άλις. Ο Τομ είναι πεπεισμένος ότι τη γνωρίζει, αλλά αυτή αρνείται κάτι τέτοιο. Όταν αυτή αποχωρεί βιαστικά, ο Τομ αποφασίζει να την ακολουθήσει μέσα στη νύχτα. Μέσα στην ανωνυμία της μεγάλης πόλης, οι δύο αυτοί άνθρωποι θα περάσουν μια μικρή οδύσσεια, ο ένας στην ανάγκη του να αλλάξει τη ζωή του και η άλλη υπό την απορία του πώς θα μπορέσει να σταματήσει να την αλλάζει.
Σκηνοθεσία:
Joshua Marston
Κύριοι Ρόλοι:
Rachel Weisz … Alice Manning
Michael Shannon … Tom
Kathy Bates … Nina
Danny Glover … Roger
Condola Rashad … Sharon
Chris Lowell … Brad
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Joshua Marston, Julian Sheppard
Παραγωγή: Lucas Joaquin, Lars Knudsen, Jay Van Hoy
Μουσική: Danny Bensi, Saunder Jurriaans
Φωτογραφία: Χρήστος Βουδούρης
Μοντάζ: Malcolm Jamieson
Σκηνικά: Tommaso Ortino
Κοστούμια: Ciera Wells
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Complete Unknown
Ελληνικός Τίτλος: Άγνωστοι
Παραλειπόμενα
- Πρώτη αγγλόφωνη σκηνοθεσία για τον αμερικανό Joshua Marston.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 19/10/2016
Ο Tom ζει μια συμβατική καθημερινότητα με τα επαναλαμβανόμενα καθήκοντα της δουλειάς του να τον απασχολούν, έχοντας πάντα όμως τη στήριξη της ιρανής γυναίκας του, Ramina, που εργάζεται ως κοσμηματοποιός. Στα γενέθλιά του, ένας συνάδελφος και καλός του φίλος φέρνει ως προσκεκλημένη την Alice, μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα κοπέλα που τραβάει την προσοχή όλων των παρευρισκόμενων. Η ίδια δουλεύει σε εργαστήριο και ισχυρίζεται ένα σωρό πράγματα για τον εαυτό της, όπως το ότι έχει ζήσει για ένα μεγάλο μέρος της ζωής της στην Τανζανία. Σαστισμένος ο Tom συνειδητοποιεί πως έχει γνωρίσει τη συγκεκριμένη γυναίκα πολλά χρόνια πριν, με διαφορετικό ονοματεπώνυμο και ιδιότητα όμως. Κάνοντάς της σχετικές ερωτήσεις προσπαθεί να ανακαλύψει την αλήθεια για το ποιόν της σε μια νύχτα περιπλάνησης γεμάτη μυστικά, εξομολογήσεις και αναδρομές.
Συνοπτικά, μπορεί να ακούγεται πολύ ιδιαίτερη και ξεχωριστή η συνταγή της τρίτης κατά σειρά μεγάλου μήκους ταινίας του Joshua Marston (αξιομνημόνευτος ο ρεαλισμός του σκηνοθετικού του ντεμπούτου «Κεχαριτωμένη Μαρία»), ωστόσο η όποια γοητεία αναδύει αυτή η μελέτη γύρω από τη βαρύτητα της ταυτότητας στη σύγχρονη εποχή ξεθωριάζει αρκετά γρήγορα. Η εναρκτήρια σεκάνς που μας συστήνει τις πολλές διαφορετικές ιδιότητες της «Alice», πριν καταλάβουμε ακριβώς σαν θεατές τι συμβαίνει με την περίπτωσή της, είναι αισθητικά άρτια και τραβάει την προσοχή και την περιέργεια για το τι πρόκειται να επακολουθήσει. Ακόμη και η όμορφη φωτογραφία (από τον Χρήστο Βουδούρη που είχε δουλέψει και στις «Άλπεις» του Λάνθιμου, ολοφάνερο από την όψη και των δύο ταινιών πως ο ίδιος άνθρωπος έχει δουλέψει για αυτές) φαντάζει εναρμονισμένη με την προβληματική της ταινίας, πολλές φορές αποτυπώνοντας εικόνες που αφήνουν εκτός κάδρου κάποια στοιχεία των προσώπων των πρωταγωνιστών, με λεπτομέρειες να λείπουν όπως απουσιάζουν και πλήρη στοιχεία για την ίδια την πραγματική ταυτότητα της «Alice». Δυστυχώς, όμως, στο σύνολό του το φιλμ είναι πληκτικό και μάλλον επιφανειακό. Παρασύρεται με ένα γεμάτο ενθουσιασμό βλέμμα με τις δραστηριότητες της κεντρικής ηρωίδας (η Rachel Weisz σε μια ερμηνεία που ιδανικά θα αλληλοσυμπληρωνόταν με ένα ανάλογης ποιότητας σενάριο, αλλά εδώ ατύχησε και πληρώνει τα σπασμένα των ελλείψεων στην αποτύπωση του χαρακτήρα της), χωρίς όμως ποτέ να αναλύει σε βάθος ή να δίνει μια ικανοποιητική ψυχολογική εξήγηση για το πώς η ίδια μπαίνει στην πολύπλοκη διαδικασία να συμπεριφέρεται έτσι στη ζωή της, δηλαδή να αλλάζει συνεχώς ταυτότητα.
Μπορεί κάποιος καλοπροαίρετος θεατής να εξηγήσει αυτό το συγγραφικό κενό ως μια διάθεση του Marston να μη δώσει μασημένη τροφή στο κοινό του, όμως είναι άλλο πράγμα να σερβίρεις τα πάντα με κραυγαλέο τρόπο στο πιάτο για όποιον παρακολουθήσει και άλλο να δουλεύεις ώστε να δώσεις κάποια στοιχεία εμμέσως, εν προκειμένω για την ψυχοσύνθεση του χαρακτήρα της «Alice», και να αφήσεις στον θεατή τα υπόλοιπα, να συνδέσει όσα χρειάζονται μεταξύ τους και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Εδώ υπάρχει λιγοστή σεναριακή «σάρκα» που να υποδηλώνει μια βαθύτερη κατάδυση στον εσωτερικό κόσμο της πρωταγωνίστριάς μας. Ακόμη λιγότερο πειστικός ωστόσο είναι ο χαρακτήρας του Tom (ένας Michael Shannon σε αυτόματο πιλότο, σε αντίθεση από αυτά που μας έχει συνηθίσει), όπου ξεκινάει ως ένα αντίβαρο συντηρητισμού και λογικής απέναντι στις αψυχολόγητες επιλογές ζωής της «Alice», τονίζοντας κάθε λίγο επί της οθόνης πόσο «μη κανονική» είναι η συμπεριφορά της και καταλήγει γοητευμένος από τη διάθεσή της να μη δεσμεύεται σε μία και μοναδική ρουτίνα που θα επαναλαμβάνει εφ`όρου ζωής. Αυτό γίνεται περισσότερο κατανοητό σε μια σκηνή κλειδί στα μισά της ταινίας όπου οι δύο ήρωες υιοθετούν αμφότεροι ψεύτικες ταυτότητες (ο Tom όμως για πρώτη φορά στη ζωή του) βοηθώντας μια ηλικιωμένη κυρία να περπατήσει μέχρι το σπίτι της ύστερα από ένα διάστρεμμα (στη συγκεκριμένη σκηνή κάνουν κι ένα πέρασμα οι Danny Glover και Kathy Bates τους οποίους η ταινία χρησιμοποιεί με πολύ άσχημο τρόπο, σαν ερμηνευτική διακόσμηση).
Δεν είναι μια ταινία που στερείται εντελώς ενδιαφέροντος, αλλά αποδίδει σίγουρα πολύ λιγότερα από τις προσδοκίες που δημιουργεί.
Βαθμολογία: